Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Στην πολιτική έχει μεγάλη ουσία αυτό που στο χωριό μου, λέμε “legacy”











(Από το χρονολόγιο του Dimitris Karamanis)

Στην πολιτική έχει μεγάλη ουσία αυτό που στο χωριό μου, λέμε “legacy”. Και σε περιπτώσεις πολιτικών προσώπων που δεν βρίσκονται πια εν ζωή, αυτή η κληρονομιά ή η παρακαταθήκη που αφήνουν, πολλές φορές δεν ακουμπά στα πεπραγμένα αλλά στα γούστα και τις επιδιώξεις στη δεδομένη συγκυρία, αυτών που φτιάχνουν την αφήγηση για την πολιτική πορεία κάποιου.
Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είναι χαρακτηριστική. Είναι πρακτικά αδύνατο ακόμα και για τον πιο θετικά διακείμενο, να αποθεώνεται εν συνόλω, μια προσωπικότητα με πολιτική διαδρομή σχεδόν οχτώ δεκαετιών. Όπως είναι επίσης λάθος, να σταμπάρεις μια πολιτική πορεία οχτώ δεκαετιών, μονάχα με την ταμπέλα του αποστάτη.
Ο Μητσοτάκης υπήρξε ένας σταθερός και αξιοσέβαστος πολιτικός αντίπαλος, ο οποίος στα κρίσιμα σημεία της Ιστορίας, βρέθηκε απέναντι σε ό, τι πρέσβευε ο προοδευτικός κόσμος και η Αριστερά. Δεν αναιρεί τον παραπάνω ισχυρισμό ότι το 1989 η Αριστερά συνεργάστηκε με το Μητσοτάκη. Αυτό ήταν πρόβλημα της Αριστεράς, όχι του Μητσοτάκη.
Αυτό που θα τον χαρακτηρίζει αρνητικά, είναι το ίδιο για το οποίο αποθεώνεται από πλειάδα των σημερινών διαμορφωτών της κοινής γνώμης: Ότι ήταν ένας ταγμένος οπαδός του πλέον επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Η ελληνική εκδοχή της Θάτσερ και του Ρήγκαν.
Όσοι θέλουν να ταυτίσουν αυτή του τη στάση, με την «ευρωπαϊκή πορεία», την αναβάθμιση της χώρας στο στρατόπεδο της Δύσης, το κάνουν αφενός γιατί ανήκουν στο παραδοσιακό στρατόπεδο της ελληνικής αστικής τάξης που ευνοήθηκε από τις πολιτικές επιλογές της περιόδου Μητσοτάκη και αφετέρου βρίσκουν αφορμή για να συνεχίσουν το λιβάνισμα στον βιολογικό και πολιτικό απόγονο του.
Αυτό όμως που αφήνει ως παρακαταθήκη στην ελληνική κοινωνία ο Κ. Μητσοτάκης είναι τα πεπραγμένα του.
Σε αντίθεση με την κυρίαρχη αφήγηση του «νοικοκυρέματος», ο Μητσοτάκης παρέλαβε το χρέος της χώρας στο 69,9% και το παρέδωσε στο 111,6%. Σε τρία χρόνια, χωρίς μάλιστα αυτό να αντανακλάται σε αύξηση κοινωνικών δαπανών ή παροχών. Στην πραγματικότητα, το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε.
Είχε Υπουργό Οικονομίας το Στέφανο Μάνο, ο οποίος επέλεξε για βασική του σύμβουλο το 1991 την Μιράντα Ξαφά, στέλεχος του ΔΝΤ από το 1980. Ανθρώπους που με τις απόψεις που διατυπώνουν μέχρι σήμερα, κάνουν ώρες ώρες τον Τόμσεν να μοιάζει σαν σκανδιναβό σοσιαλδημοκράτη των 80s.
Μέσα σε μια διετία προχώρησε σε παρεμβάσεις για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, κατήργησε τον έλεγχο τιμών στα βασικά αγαθά.
Έβαλε τις βάσεις είτε για την εκποίηση είτε για σημαντική μείωση του μεριδίου του δημοσίου σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και όχι μόνο. ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΑΣΑ, Ναυπηγεία, Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, Ολυμπιακή, ΕΛΤΑ, κ.α.
Αποπειράθηκε να περάσει ένα ακραίο πολυνομοσχέδιο για το σύνολο της εκπαίδευσης, τον περιβόητο νόμο Κοντογιαννόπουλου που ήταν μια μίξη επιθετικού νεοφιλελευθερισμού με στοιχεία μετεμφυλιακής δεξιάς. Από την περιστολή του άρθρου 16 και τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων μέχρι την επιβολή «ομοιόμορφης ενδυμασίας» στα γυμνάσια και τα λύκεια. Στις κινητοποιήσεις που οδήγησαν τελικά στην απόσυρση του νόμου, δολοφονήθηκε από τραμπούκους της ΟΝΝΕΔ ο δάσκαλος Νίκος Τεμπονέρας και την επόμενη μέρα τέσσερις άνθρωποι πέθαναν από πυρκαγιά στο κατάστημα Κ. Μαρούσης, η οποία προκλήθηκε σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, από μια κρότου λάμψης που έριξε άνδρας των ΜΑΤ.
Αυτά τα λίγα είναι ενδεικτικά.
Ο Μητσοτάκης έκανε, όσα έλεγε το ΔΝΤ στην Ελλάδα 20 χρόνια μετά. Ίσως γι’ αυτό αποθεώνεται σήμερα από αυτούς που από το 2010 προσπαθούν να επιβάλλουν ως «συλλογικό καλό» την αντικοινωνική ατζέντα του Ταμείου και των εγχώριων ελίτ.
Συλλυπητήρια στους οικείους του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου