Και αυτό καθώς:
α) Οι μελλοντικοί συνταξιούχοι, με την ασφαλιστική παρέμβαση Μητσοτάκη - Χατζηδάκη, θα λάβουν σύνταξη μειωμένη κατά 35% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο των επικουρικών συντάξεων.
β) Η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη για τους νέους με το ισχύον σύστημα θα είναι 221 ευρώ, ενώ με το σύστημα της κεφαλαιοποίησης των ατομικών λογαριασμών θα είναι 145 ευρώ.
γ) Με την επιβολή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική, οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων δεν θα καλύπτουν πλέον τις σημερινές και μελλοντικές συντάξεις προκαλώντας τεράστιο κενό στη χρηματοδοτική κάλυψή τους.
Επομένως οι συντάξεις θα εξασφαλίζονται μόνον εφόσον θα χρηματοδοτηθεί το κόστος μετάβασης. Διαφορετικά θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός, ιδιαίτερα μετά το 2030, με ετήσια δαπάνη της τάξης του 1 δισ. ευρώ και μετά το 2040 με ετήσια δαπάνη της τάξης των 2,7 δισ. ευρώ.
Το κόστος μετάβασης
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το κόστος μετάβασης είναι 56 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει το νομοσχέδιο, και ότι τα οφέλη από την επένδυση των εισφορών των ασφαλισμένων στα χρηματιστήρια θα προκαλέσουν όφελος 50 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι να χρειαστεί να πληρώσουν μόνο έξι δισ. ευρώ.
Με βάση ωστόσο τις παραδοχές που προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Συντάξεων για τον υπολογισμό των υποχρεώσεων στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, το κόστος μετάβασης είναι 78 δισ. ευρώ (παρουσιάζεται στην αναλογιστική μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής) χωρίς να υπολογιστούν οι εγγυήσεις τις οποίες παρέχει το νομοσχέδιο, όπως ρητά αναφέρεται στην αναλογιστική μελέτη. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος μετάβασης υπερβαίνει τα 80 δισ. ευρώ.
Επιπροσθέτως το κόστος μετάβασης θα επιβαρύνει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους κατά 49%. Το κόστος αυτό εξαρτάται άμεσα από το ύψος των αποδόσεων των κεφαλαίων και τη γενικότερη χρηματοοικονομική συγκυρία.
Στην περίπτωση νέας μακροχρόνιας ύφεσης, το κράτος θα κληθεί με περιορισμένα δημόσια έσοδα να καλύψει διπλή «ζημιά»:
το κενό στη χρηματοδότηση του παλαιού συστήματος και τη διαφορά μεταξύ των εγγυημένων επικουρικών συντάξεων του νέου συστήματος και αυτών που θα προκύπτουν από το χαμηλό επίπεδο των αποδόσεων.
Οι απώλειες για τους πολλούς, τα οφέλη για λίγους.
Η κυβέρνηση σε όλα τα στάδια των συζητήσεων για το ασφαλιστικό απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί στο γεγονός ότι τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα λειτουργούν στο πλαίσιο του επενδυτικού κινδύνου και εξαρτώνται από τις μεταβολές και τις διακυμάνσεις των αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με άλλα λόγια, στη γενική παραδοχή ότι ο ασφαλισμένος τοποθετεί τα χρήματά του στην ατομική μερίδα, όμως αυτά τίθενται υπό το βάρος της αβεβαιότητας του επενδυτικού κινδύνου.
Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα κατάρρευσης. Έχει υπολογιστεί ότι από το 1970 μέχρι το 2007 έχουν σημειωθεί 124 καταρρεύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα (π.χ. Lehman Brothers, Bear Stearn, Citigroup, Barclays κ.λπ.).
Χαρακτηριστικότερο όμως όλων είναι το παράδειγμα της μετοχής της AIG, της μεγαλύτερης ασφαλιστικής των ΗΠΑ, που τον Σεπτέμβριο του 2008 μέσα σε λίγες μέρες έπεσε από τα 70 στα 5,5 δολάρια, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να αναλάβουν το κόστος ασφαλιστικών συμβολαίων ύψους 85 δισ. ευρώ. Κατέρρευσε γιατί είχε στο χαρτοφυλάκιό της ασφάλιστρα κινδύνου swap πάνω από 440 δισ. ευρώ, τα οποία αχρηστεύτηκαν.
Ελληνικό παράδειγμα πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας αποτελεί η Ασπίς Πρόνοια, που υποσχόταν στα συνταξιοδοτικά και επενδυτικά της προγράμματα εγγυημένη απόδοση 7,5%!
Εξάλλου το άρθρο 47 «Στρατηγική Επενδύσεων» δεν αποκλείει τη δυνατότητα επενδύσεων και σε μη ρυθμιζόμενες αγορές, καθώς και επενδύσεων σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, δηλαδή υψηλού ρίσκου, όπως τα δομημένα ομόλογα και τα ενυπόθηκα ομόλογα. Είναι νωπές οι μνήμες από το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τι θα συμβεί λοιπόν σε περιπτώσεις που οι «επενδύσεις», εκτεθειμένες στον «κίνδυνο των αγορών», δεν ευδοκιμήσουν; Η απάντηση είναι πως πολλοί ασφαλισμένοι θα κινδυνεύσουν να χάσουν τα χρήματά τους.
Σάββας Ρομπόλης: Τα λάθη, οι σκοπιμότητες και ο λογαριασμός στους νέους
Λάθη στις εκτιμήσεις, παραποίηση σε έναν βαθμό και των στοιχείων επίσημων διεθνών και εγχώριων οργανισμών, σκοπιμότητες και εμμονές οδηγούν την κυβέρνηση σε μια ασφαλιστική παρέμβαση που θα ζημιώσει πολλαπλώς τη νέα γενιά, επισημαίνει, στην τελευταία του παρέμβαση, ο επίτιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης μαζί με τον στενό του συνεργάτη στα ασφαλιστικά θέματα Βασίλη Μπέτση.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν οι Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης, “η νέα γενιά θα κληθεί όχι μόνο να διαχειριστεί τις εισφορές της, που θα υπόκεινται στους κινδύνους και τις αβεβαιότητες των χρηματιστηρίων, αλλά θα καταβάλει φορολογικά και το κόστος μετάβασης, που θα υπερβαίνει τα 80 δισ. ευρώ, αφού θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό”.
1. Κυβερνητικοί παράγοντες ισχυρίζονται λανθασμένα ότι εάν διατηρηθεί το σημερινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, τότε μετά από 30 χρόνια ο συντελεστής αναπλήρωσης θα μειωθεί από 16% σε 9,5%, σύμφωνα με την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Και αυτό γιατί, πρώτον, το σημερινό σύστημα είναι νοητής κεφαλαιοποίησης μηδενικού ελλείμματος και, δεύτερον, ο λόγος των συνταξιούχων προς τους εργαζομένους θα επιδεινωθεί σημαντικά στο μέλλον.
Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, η οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε γίνει με δυσμενέστερες δημογραφικές και οικονομικές υποθέσεις από αυτές που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη του υπό συζήτηση στη Βουλή νομοσχεδίου, η μέση επικουρική σύνταξη των μελλοντικών γενεών, σύμφωνα με τις αναλογιστικές προβολές της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, θα είναι κατά 15% υψηλότερη (225 ευρώ) σε σχέση με το σημερινό μέσο επίπεδο (195 ευρώ).
2. Επιπλέον, το επιχείρημα ότι ο συντελεστής αναπλήρωσης των μελλοντικών συντάξεων με το ισχύον σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα μειωθεί από το 16% στο 9,5%, λόγω του γεγονότος ότι θα επιβαρυνθεί σημαντικά στο μέλλον ο λόγος συνταξιούχων προς ασφαλισμένους με την υπόθεση ότι οι ασφαλιστικές εισφορές παραμένουν σταθερές διαχρονικά, είναι λανθασμένο.
Κι’ αυτό γιατί ο απλοϊκός αυτός ισχυρισμός προϋποθέτει ότι ο συνολικός πληθυσμός παραμένει διαχρονικά σταθερός στα σημερινά επίπεδα μέχρι το 2070. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat, τις οποίες επικαλούνται τα κυβερνητικά στελέχη προκειμένου να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα της πλήρους κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης.
Το κόστος μετάβασης θα ξεπεράσει τα 80 δισ.
3. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το κόστος μετάβασης είναι 56 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την πρόσφατη αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει το νομοσχέδιο, και ότι τα οφέλη από την επένδυση των εισφορών (χρημάτων) των ασφαλισμένων στα χρηματιστήρια θα προκαλέσουν όφελος 50 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα, κατά τους λανθασμένους ισχυρισμούς τους, οι φορολογούμενοι να χρειαστεί να πληρώσουν μόνο έξι δισ. ευρώ.
Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεδομένου ότι τα 56 δισ. ευρώ κόστους μετάβασης υπολογίζονται με τις παραδοχές του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Αντίθετα, με βάση τις παραδοχές που προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Συντάξεων για τον υπολογισμό των υποχρεώσεων στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, το κόστος μετάβασης είναι 78 δισ. ευρώ (παρουσιάζεται στην αναλογιστική μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής) χωρίς να υπολογιστούν οι εγγυήσεις τις οποίες εγγυάται το νομοσχέδιο, όπως ρητά αναφέρεται στην αναλογιστική μελέτη. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος μετάβασης υπερβαίνει τα 80 δισ. ευρώ.
Να σημειωθεί ότι τα 15 δισ. ευρώ που αναφέρουν οι κυβερνητικοί παράγοντες ως χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης κατευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στην κύρια σύνταξη (εθνική και ανταποδοτική σύνταξη). Αντίθετα, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, το ισχύον σύστημα επικουρικής ασφάλισης δεν επιβαρύνει καθόλου μέχρι το 2070 τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τι καλείται να πληρώσει η νέα γενιά
4. Η πραγματικότητα την οποία απαιτείται να γνωρίζει η νέα γενιά είναι ότι με το σημερινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης των νοητών ατομικών λογαριασμών θα λάβει κατά 15% υψηλότερες συντάξεις από το σημερινό επίπεδο, ενώ με το προτεινόμενο νομοσχέδιο θα κληθεί όχι μόνο να διαχειριστεί τις εισφορές της, που θα υπόκεινται στους κινδύνους και τις αβεβαιότητες των χρηματιστηρίων, αλλά θα καταβάλει φορολογικά και το κόστος μετάβασης, που θα υπερβαίνει τα 80 δισ. ευρώ, αφού θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
Αντίθετα, με το ισχύον σύστημα η επικουρική σύνταξη και όχι η κύρια δεν επιβαρύνει καθόλου τα δημόσια οικονομικά της χώρας, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, η οποία έχει εγκριθεί και από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Επιτροπή.
Έτσι, αποδεικνύεται ότι στις συνθήκες των λανθασμένων επιχειρημάτων των κυβερνητικών παραγόντων και της προοπτικής των συνεπειών της πλήρους κεφαλαιοποίησης στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας μας με την αύξηση του χρέους διαψεύδονται με τον πιο εύληπτο τρόπο οι προσδοκίες της νέας γενιάς, με την έννοια της βελτίωσης του βιοτικού της επιπέδου, σε σχέση με τη δεκαετία του 2010, της περιόδου της πανδημίας και των μελλοντικών κοινωνικο-οικονομικών της επιπτώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου