Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Η τομή της Μεταπολίτευσης και τα αποτυπώματα της δικτατορίας
















Του Άλκη Ρήγου
 Σε μια εποχή «χρόνων αμνημοσύνης» -όπως ονοματίζει τη σύγχρονη περίοδο ο Max Friss-, το δικτατορικό καθεστώς που επεβλήθη με την απροκάλυπτη βία των όπλων και τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, από μια χούντα επίορκων «εθνικοφρόνων» αξιωματικών, στις 21 Απριλίου 1967, και διήρκεσε 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες -το μεγαλύτερο διάστημα δικτατορικής εκτροπής από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους- κατέρρευσε υπό το βάρος της προδοσίας της Κύπρου, αποτελεί πια ένα απώτατο χθες. Ένα χθες που φαντάζει όχι απλώς οριστικά τελειωμένο και απενοχοποιημένο, αλλά, στα χρόνια της πολύπλευρης κρίσης που βιώνουμε, προβάλλει σε τμήματα του πληθυσμού και με μια εξιδανικευτική μορφή.
Στην ατμόσφαιρα αυτής της σταδιακής απο-ενοχοποίησης, φτάσαμε, υφυπουργός της νέας κυβέρνησης, ανερυθρίαστα και χωρίς καμιά επίπτωση, να δηλώνει ότι όσοι αντιστάθηκαν στη χούντα και επιμένουν να θυμούνται αυτό το ανελεύθερο καθεστώς πάσχουν από... 'ψυχική διαταραχή"! Ενώ ο τελευταίος αρχηγός της Νεολαίας του Παπαδόπουλου είναι σήμερα προβεβλημένος υπουργός.
Επικίνδυνοι «αναθεωρητισμοί»
Απέναντι σ’ αυτούς τους ανιστόρητους και επικίνδυνους «αναθεωρητισμούς», οφείλουμε να θυμίζουμε, σε νεώτερους και όχι μόνο συμπολίτες μας, συνεχώς, ότι εκείνο το δικτατορικό καθεστώς υπήρξε ένοχο κάθε είδους εγκλημάτων. Από την εσχάτη προδοσία που ματώνει ακόμη το έδαφος και τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, την καταπάτηση κάθε είδους δικαιωμάτων, την ανενδοίαστη πλαστογραφία ακόμη και του διατάγματος εφαρμογής του νόμου «εκτάκτου ανάγκης» που επέβαλαν αμέσως μόλις κατέλαβαν με γκανγκστερικό τρόπο την εξουσία, τους φόνους, τα βασανιστήρια, τις σωματικές βλάβες, τις παράνομες συλλήψεις, κατακρατήσεις, φυλακίσεις, εξορίες χιλιάδων πολιτών, τις αυθαίρετες στερήσεις ιθαγένειας, τις αθρόες απολύσεις και διώξεις εργαζομένων κάθε κατηγορίας, πανεπιστημιακών, δικαστικών, ιεραρχών και απλών κληρικών, αξιωματικών, υπαλλήλων, τις απάτες, τη φαυλότητα, τον νεποτισμό, τις τεράστιες προσωπικές καταχρήσεις χρημάτων και εξουσίας...
Οφείλουμε όχι απλώς να θυμόμαστε αλλά να μετατρέπουμε τη μνήμη σε ενεργό συνείδηση και δράση αντίστασης, όπως και τότε, απέναντι σε όσα ανελεύθερα κι ανιστόρητα συμβαίνουν ή μπορούν να συμβούν στην κοινωνία μας, προασπιζόμενοι την ουσία της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή τη δημοκρατία για την οποία και τότε και τώρα αγωνιζόμαστε. Τη δημοκρατία όχι ως τυπικό πολίτευμα ανά τακτά διαστήματα εκλογής των αντιπροσώπων μας, αλλά ως ένα δυναμικό, ανοιχτό, διαρκές διακύβευμα, η τήρηση του οποίου «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία», αλλά και οποιουδήποτε επιχειρεί να συρρικνώσει, και πολύ περισσότερο να καταργήσει, κατακτημένα δικαιώματα, με πράξεις επώνυμης και υπεύθυνης «πολιτικής ανυπακοής».
Ταυτόχρονα, να μην λησμονούμε ότι η Μεταπολίτευση, που βάλλεται επίσης και συστηματικά υποβαθμίζεται στο πλαίσιο ενός συντηρητικού «αναθεωρητισμού», οδήγησε στην εδραίωση μιας σταθερής και ομαλής 45χρονης δημοκρατικής πορείας -επίσης για πρώτη φορά από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους-, οριστικής απαλλαγής της χώρας από μια βασική εστία ανωμαλίας, τον βασιλικό θεσμό, υπέρβασης των εμφυλιοπολεμικών ανελευθεριών, νομιμοποίησης των κομμουνιστικών πολιτικών δυνάμεων και ιδεών, οριστικής επιστροφής των ενόπλων δυνάμεων στον συνταγματικό τους ρόλο, καθιέρωσης -κάτω και από την πίεση της ριζοσπαστικοποιημένης κοινωνικής δυναμικής- ενός σε μεγάλο βαθμό προοδευτικού για την εποχή του συνταγματικού κειμένου, με εξαίρεση, στην πρώτη εκδοχή του, τις αυξημένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας που απαλείφθηκαν στην αναθεώρηση του 1986.
Σημαντική πολιτική τομή
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η κατάρρευση της χούντας και η εγκαθίδρυση της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν αποτέλεσαν «αλλαγή ΝΑΤΟϊκής φρουράς» -όπως βιάστηκαν να την χαρακτηρίσουν τότε ΚΚΕ και ΠΑ- αλλά σημαντική πολιτική τομή στη νεοελληνική Ιστορία. Τομή όμως που σημαδεύτηκε η απαρχή της με τη συμβολική εικόνα ενός συμβιβασμού από τα «πάνω», μεταξύ καταρρέουσας δικτατορίας και παλαιού συντηρητικού πολιτικού κόσμου.
Τα συμβολικά γεγονότα όμως συντελούν καταλυτικά στη διαμόρφωση του τρόπου πρόσληψης του κοινωνικού γίγνεσθαι και μάλιστα όταν βρίσκονται σε αντίθεση με το ριζοσπαστικό αίσθημα ευφορίας και ελπίδων της πλειονότητας των πολιτών που, μετά επτά χρόνια στον γύψο, είχαν ξεχυθεί αδιαμεσολάβητα στους δρόμους.
Πολύ περισσότερο όταν η ταχύτητα των εξελίξεων και τα πλέγματα εσωτερικών αντιθέσεων δεν επέτρεψαν μια κοινή παρέμβαση εκείνες τις κρίσιμες ώρες των αντιστασιακών δυνάμεων όλου του πολιτικού φάσματος, καθώς και τη μη συνειδητοποίηση του αντιθετικού πλέγματος του θετικού γεγονότος της κατάρρευσης με το αρνητικό που οδήγησε σ’ αυτήν, δηλαδή της προδοσίας και του πραξικοπήματος εναντίον του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακάριου, το οποίο και επέτρεψε την τουρκική εισβολή και την κατοχή του 40% σχεδόν του εδάφους του νησιού μέχρι τις μέρες μας.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, μια σειρά πολιτικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές αναζητήσεις, που γεννήθηκαν ακριβώς από τις ανάγκες δημιουργικής αυτογνωσίας την περίοδο της δικτατορίας, τις οποίες είχε ψαύσει κυρίως η εξεγερσιακή τομή του Πολυτεχνείου '73, δεν έγινε κατορθωτό να λειτουργήσουν ανατρεπτικά στο μεταπολιτευτικό γίγνεσθαι, να οδηγήσουν σε αναδιατάξεις των αξιακών προτύπων, να φέρουν στο επίκεντρο των κοινωνικο-πολιτισμικών διεργασιών νέες συλλογικές ταυτότητες και προσλήψεις του κόσμου.
Το πνεύμα του στρατώνα... μεταπολιτευτικό γίγνεσθαι
Γεγονός που επέτρεψε, η επταετής βαρβαρότητα, ένα πνεύμα στρατώνα που τόσο χαρακτηριστικά αναδεικνύει εκείνο το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», να μετατραπεί εύκολα σε νομικό πλάσμα ενός... στιγμιαίου εγκλήματος (!) των πρωτεργατών, ενώ απαλλάχτηκαν οι συνεργάτες, ακόμη και υπουργοί-μαριονέτες, οι οποίοι μπόρεσαν να συνεχίζουν ανενδοίαστα τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές τους καριέρες και ανελίξεις.
Δεν επέτρεψε ακόμη και η, μοναδική σε παγκόσμιο επίπεδο για ανάλογες περιπτώσεις, έστω και μετά από ιδιωτική πρωτοβουλία, σύλληψη, δίκη, καταδίκη και ισόβια τελικά κράτηση των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, να μην προσληφθεί από το κοινωνικό σώμα ως δημοκρατική νίκη, ως ρομφαία επιβολής στοιχειώδους δικαιοσύνης.
Ενώ, αντίθετα, επέτρεψαν σε μια σειρά από περιοχές του δημόσιου βίου, που παροξύνθηκαν ή δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο, να διαιωνίζονται με τη συνέργεια και των διάχυτων ποσοτικά παραδοσιακών συντηρητικών μικροαστικών ατομοκεντρικών αντιλήψεων στο δημοκρατικό μας σήμερα. Όπως:
- Την παντελή έλλειψη κυρώσεων των συνεργατών της δικτατορίας, με εξαίρεση την αποχουντοποίηση που επέβαλε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.
- Την αδιατάρακτη σχέση κράτους και Εκκλησίας κάτω από τη σκέπη του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος, που επιτρέπει να παραμένει η Ελλάδα η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου δεν έχει γίνει δυνατή η θεσμική ολοκλήρωση του χωρισμού Εκκλησίας και κράτους, που η πολιτική ζωή νομιμοποιείται από χριστιανικές τελετές - ακόμη και τα εγκαίνια μιας οδικής αρτηρίας ή η έναρξη της σχολικής χρονιάς- παρά τη σταδιακή υπέρβαση μιας σειράς αρνητικών, όπως π.χ. η καθιέρωση του πολιτικού γάμου, το σύμφωνο συμβίωσης, η κατάργηση της ψήφου κατά ενορίες, η απάλειψη από τις ταυτότητες του θρησκεύματος, η δυνατότητα οι ορκωμοσίες δημόσιων λειτουργών ή μαρτύρων σε δικαστήρια να γίνονται χωρίς θρησκευτικό τύπο.
- Την επιβίωση και αναπαραγωγή, και μέσω των κοινωνικών δικτύων, άκριτων και ανιστόρητων, ξενοφοβικών, αντιδυτικών στερεοτύπων και μιας ιδεαλιστικής εθνοκεντρικής πρόσληψης του κόσμου και των ραγδαίων διεθνών εξελίξεων.
- Τη διαιώνιση σε μεγάλο βαθμό μιας εθνικιστικής ρητορείας στους γιορτασμούς ιστορικών επετείων, παρά τις προσπάθειες μιας σειράς εκπαιδευτικών λειτουργών, όπως και των, μεταξικής έμπνευσης και μιλιταριστικού περιεχομένου, μαθητικών παρελάσεων.
- Την αναγωγή όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως χώρα, από εκείνα της εξωτερικής πολιτικής μέχρι τα πιο δευτερεύοντα, σε... «εθνικά», παραγνωρίζοντας πολιτιστικές και κοινωνικές ταξικές αναφορές.
- Τη διαιώνιση ενός, μικροαστικής υφής, διάχυτου ηθικού μηδενισμού, λαϊκότροπων μανιχαϊκών προταγμάτων, πελατειακών σχέσεων, συντηρητικών νοοτροπιών, προσωποκεντρικών αντιλήψεων, του πολιτισμού, της ηθικής, της πολιτικής, πρόσληψης του ατομικού... «δίκιου» ως Δίκαιου.
- Την ενίσχυση φαινομένων αδιαφάνειας στην οικονομική μα και την πολιτική σφαίρα, που, παρά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ, καλά κρατούν μέσα στην κοινωνία, και απ’ ό,τι φαίνεται ενισχύονται από την κυβέρνηση της Ν.Δ.
- Την καχεξία διάκρισης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού και όρων ύπαρξης δρώσας και αδιαμεσολάβητης κοινωνίας πολιτών και όχι παθητικών ιδιωτών.
- Τη διατήρηση φαινομένων υποβάθμισης της αισθητικής καλλιέργειας, στην οποία συντείνουν ο φετιχισμός της εικόνας και ο ισοπεδωτικός λόγος των τηλεοπτικών μέσων.
- Τη μη πρόσληψη της δημοκρατίας όχι απλώς ως μορφής πολιτεύματος, αλλά ως τρόπου ζωής, συν-κίνησης και ταυτόχρονα σύγκρουσης συμφερόντων και αντιλήψεων, μέσα στους κανόνες ενός ανοιχτού πάντοτε διαλόγου, και συνακόλουθα σχετικοποίησης του πλουραλιστικού περιεχομένου της, καθώς και όλων των ελευθεριών και δικαιωμάτων.
- Την υποβάθμιση του αξιακού περιεχομένου των αντιπροσωπευτικών συλλογικών θεσμών (Κοινοβούλιο, Τοπική Αυτοδιοίκηση, συνδικαλισμός) και την υποκατάστασή τους από την υπερτροφική μεγέθυνση της κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας και των χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση τεχνοκρατών που την πλαισιώνουν.
- Τη χωρίς κοινωνικές αντιστάσεις υπαγωγή της έρευνας για παραγωγή νέας γνώσης από το υπουργείο Παιδείας σε εκείνο της Ανάπτυξης, όπως επίσης την έλλειψη κάθε είδους περιβαλλοντικής ευαισθησίας.
- Την εύκολη αναγωγή της έννοιας της ασφάλειας από τη σφαίρα των κοινωνικών δικαιωμάτων σε έννοια μονοδιάστατα αστυνομικού περιεχομένου καταστολής.
Όλα αυτά, και τόσα ακόμη, αποτρέπουν τελικά μεγάλα τμήματα της κοινωνίας από το να αντιληφθούν τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, να μην κατανοούν τα νέα δεδομένα του σύγχρονου, πλουραλιστικού παγκοσμιοποιημένου γίγνεσθαι, όπως και εκείνα των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, τη σημασία της συμμετοχής μας στο διευρυμένο πεδίο ταξικής πάλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να μην είναι σε θέση να προσλαμβάνουν τον Άλλο -τον όποιο Άλλο- ως ισότιμη προσωπικότητα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και πολιτισμικές αξίες ως αναφαίρετες και αυτονόητες για όλους και όλες, χωρίς διακρίσεις φύλου, καταγωγής, θρησκείας, ιδιαίτερων ατομικών και πολιτισμικών ευαισθησιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου