Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

3+1 σημεία για την υπόθεση μιας χρήσιμης Αριστεράς








 


Συζητάμε σήμερα, ύστερα από το αποτέλεσμα της πρόσφατης τριπλής εκλογικής μάχης και αξίζει - εντός ενός ευρύτερου πλαισίου αποτίμησης - να κρατήσει κανείς ορισμένα σημεία.

Η αναμέτρηση της 26ης Μάη αποτύπωσε εκλογικά την επικράτηση της δεξιάς και της βασικής πολιτικής της έκφρασης, της ΝΔ. 

Βασικός κορμός αυτής της επικράτησης είναι η συσπείρωση ενός προϋπάρχοντος συντηρητικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, με ιστορικούς κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς. 

Το εκλογικό αποτέλεσμα ενέχει σε πλευρές του έναν «μετασεισμό» του «δόγματος του σοκ» και του αποτυπώματός του, την αίσθηση, δηλαδή, ανημπόριας απέναντι στην διάλυση εργατικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων, την οποία οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ διατυπώνουν ως «κόπωση από τα συναπτά μνημόνια».

 Μεταξύ των ποσοστών αποχής, της άρνησης τοποθέτησης γύρω από πολιτικά προγράμματα και την υποτίμηση των κυνικών - ακραίων νεοφιλελεύθερων εξαγγελιών, θα έλεγε κανείς ότι εμφανίζεται ένα ρεύμα αποστροφής / άρνησης της πολιτικής. 

Κι ενώ πράγματι αυτό εδράζει σε μια υπερδεκαετή κατάσταση που βιώνουν τα  λαϊκά στρώματα βαραίνουν σημαντικά στη διαμόρφωσή του κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης σε μια σειρά από μέτωπα. 
Θα τολμούσα πάντως να πω πως καμία εκδοχή της αριστεράς δεν είναι άμοιρη ευθυνών.

Οι δυνάμεις που ασκούν κριτική σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ, επικεντρώνουν σε 3 σημεία στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω.

Πρώτη και καλύτερη η καθόλα μεμπτή μνημονιακή διολίσθηση.
 Είναι όμως ικανή να την περιγράψει η λέξη «προδοσία»που συχνά χρησιμοποιείται; 
Κατα τη γνώμη μου όχι, διάψευση προσδοκιών σίγουρα.

 Η άτακτη υποχώρηση από το «όχι» του δημοψηφίσματος και η ψήφιση του τελευταίου μνημονίου ήταν εν πολλοίς γνωστά στην εκλογική αναμέτρηση του Οκτώβρη του ’15. 

Κι ενώ δε δύναται να εξηγήσει τα πάντα, οφείλουμε να αναλογιστούμε ποια θα ήταν για παράδειγμα η σημερινή κατάσταση αν την αντίστοιχη δέσμευση είχε αναλάβει η Νέα Δημοκρατία και οι σύμμαχοί της. 

Είναι βέβαιο πως θα είχε σηματοδοτήσει μια καθολικότερη και βαθύτερη ήττα, τόσο των δυνάμεων της αριστεράς όσο και των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων που αυτή επιδιώκει να εκφράσει και να υπερασπιστεί.

Δεν επιδιώκει εδώ κανείς να βαφτίσει το ξύδι μέλι και μάλλον περιττεύει μια γλαφυρή περιγραφή των υπαρκτών ορίων τηςπολιτικής διαχείρισης στην παρούσα φάση.

Ποια θα ήταν όμως - όχι μόνο η κοινωνική πραγματικότητα αλλά και - η εικόνα του πολιτικού χάρτη στην Ελλάδα αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε σηκώσει το γάντι της διεκδίκησης της εξουσίας μετά την έξαρση των αγώνων του 2008-2012; 

Τείνω να πιστέυω πως θα θύμιζε περισσότερο τη «σκοτεινή ήπειρο» παρά μια εκρηκτική άνοδο του ριζοσπαστισμού, όπως ειλικρινώς θα ήθελαν να πιστεύουνσήμερα ένας μεγάλος αριθμός δυνάμεων και αγωνιστών/αγωνιστριών.

Το να τοποθετείς και να εκτιμάς τη δυναμική του κινήματος με βάση όχι τα γεγονότα αλλά τις δικές σου προσδοκίες, είναι μια υπόθεση που ρίχνει τελικά τον πήχη των απαιτήσεων από τις δυνάμεις της αριστεράς και γεννά λαθεμένες προσδοκίες. 

Οι διαθέσεις και οι δυνατότητες είναι δύο διαφορετικά πράγματα και καλό θα ήταν να μην τοποθετεί κανείς το ένα στη θέση του άλλου

.Συνοψίζοντας, είναι ποιοτική η τομή μεταξύ της «προδοσίας» και της διάψευσης των προσδοκιών, της μεαστοχίες, ελλείψειςκαι λάθη (πολλές φορές μεγάλα και αχρείαστα) προσπάθειας, δηλαδή, να κινηθεί η διαχείριση εντός των ορίων που έθετε ο υφιστάμενος συσχετισμός δύναμης. 

Στον αντίποδα του λόγου «περί προδοσίας»ας μιλήσουμε καλύτερα για την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συμβάλλει περαιτέρω στην τροποποίηση αυτού του συσχετισμού, προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, με τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό και βέβαια να αναζητήσουμε τους δρόμους υλοποίησης αυτής της δυνατότητας.

«Η πολιτική ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ είναι η ίδια». 
Διαπίστωση αν μη τι άλλο πολιτικά επικίνδυνη. 
Γιατί; 
Γιατί απλούστατα δεν είναι. 

Η μείωση της ανεργίας, η επιχειρούμενη «ανάσταση» του ΕΣΥ,
 η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, 
όλες οι κατακτήσεις στο μέτωπο των δικαιωμάτων (που συχνά κατοχύρωσαν με τους αγώνες τους κινήματα που παρέμειναν ζωντανά στη διάρκεια της τετραετίας) και σωρεία ζητημάτων, τα οποία άλλοι/ες έχουν σίγουρα περιγράψει καλύτερα, δεν θα αποτελούσαν σήμερα κομμάτι μιας φιλελεύθερης ατζέντας.

Ίσως να μοιάζουν κούκοι που μόνοι τους δε φέρνουν την άνοιξη, αλλά σηματοδοτούν με υλικούς όρους τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πληττόμενων στρωμάτων.

Σε αντίθεση με οποιαδήποτε κυβέρνηση της τελευταίας 20ετίας, ήταν η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε ενεργητικά η συγκρότηση ενός κοινωνικού δικτύου ασφαλείας για τους αδύναμους.
 Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι αμέσως μετά τις ευρωεκλογές ξεκίνησαν οι «προειδοποιήσεις» από την πλευρά της ΕΕ, που διεμήνυαν την ανάγκη η Ελλάδα να «τηρήσει τα συμφωνηθέντα», κι αποτελεί την πιο απλουστευτική ίσως απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ ο ιδανικός διαχειριστής που θα επιθυμούσαν.

Επιχειρώντας ίσως ένα μικρό άλμα, θα τολμούσα να πω πως η επαναλαμβανόμενη χρήση της προαναφερθείσας «διαπίστωσης» πιο πολύ κακό κάνει, παρά καλό, ακόμα και σε αυτούς που τη χρησιμοποιούν. 
Συμβάλλει στην απαξίωση της πολιτικής, την αποστροφή της συλλογικής διεκδίκησης και εν τέλει -έστω ακούσια- φλερτάρει με τη μαζικών διαστάσεων συντηρητικοποίηση.

«Φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ για την καθίζηση όλης της αριστεράς».
 Είναι μια εύκολη λύση να χρεώνεις σε τρίτους τις δικές σου αδυναμίες. 
Θα επαναλάβω λάθρα μια έκφραση που έφτασε στα αυτιά μου πρόσφατα: «αποκαταστάθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις χωρίς μισή ώρα απεργίας». 

Κι ενώ η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων ήρθε ως αποτέλεσμα της δυναμικής και των κινητοποιήσεων ενάντια στην κυβέρνηση Σαμαρά, τελικά κατοχυρώθηκε -ως νίκη των αγώνων- από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. 

Είναι ή όχι αυτό επίδικο για την αριστερά σήμερα;
Αν ο στόχος κάποιων δυνάμεων είναι να αποτελούν εσαεί μηχανισμό συνδικαλιστικής εκλογικής διαμαρτυρίας, τότε να το πούμε έτσι. 

Είναι για παράδειγμαή δεν είναι το ΠΑΜΕ πρώτη δύναμη στο ΕΚΑ; 
Τι συμβάσεις υπέγραψε και ποιές διαδικασίες κίνησε;
 Πού αποτυπώνεται η καθημερινή προσπάθεια για τη βελτίωση των όρων ζωής των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων; 

Αξιοποίησε κανείς το «λιγότερο κακό» της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων και της ανασυγκρότητησης του ΣΕΠΕ ή είναι κατώτερα των περιστάσεων;

Δεν αρκεί σε καμία περίπτωση η αριστερά να τοποθετείται στην άκρη των εξελίξεων, ωςγενικόλογος εκφραστής της λαϊκής δυσφορίας και της πολιτικής δυασαρέσκειαςή να βγαίνει στο προσκήνιο μόνο στις πιο φωτεινές στιγμές των πολιτικών και κοινωνικών εξάρσεων των κινήματος. 

Ακόμα χειρότερα, δεν της αντιστοιχεί ο ρόλοςτου να γίνεται αναμεταδότης εθνικιστικών συνθημάτων ψηφοθηρικά και στη λογική της αντιπολίτευσης υπέρ βωμών κι εστιών.

Εν κατακλείδι, προετοιμάζεται εκ νέου σήμερα μια επίθεση από τις δυνάμεις που επί χρόνια κάθισαν στο βάθρο του πολιτικού σκηνικού στην ελλάδα. 

Είτε η ΝΔ μόνη της είτε σε μια ανανέωση της Ιεράς Συμμαχίας με το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ), θα διεκδικήσει να επιτεθεί – αξιοποιώντας πιθανά κι ένα νέο μνημόνιο- σε ό,τι παρέμεινε όρθιο από τα εργατικά δικαιώματα. 

Χρησιμοποιεί μια διπλή τακτική, η οποία αφενός επιτίθεται σε όλες εκείνες τις πλευρές που πληγώνουν το νεοφιλελεύθερο DNA της (δημόσια υγεία και ασφάλιση, εργασιακά, επιδόματα) κι αφετέρου προσπαθεί να διαγράψει δια της «κοτερολογίας» όλη την (δική της) πορεία που έφτασε τον ελληνικό λαό στην εξαθλίωση τα τελευταία χρόνια.

Σε αυτό το πλαίσιο, η στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες εκλογές είναι ζωτικής σημασίας.

 Όχι μόνο απέναντι στην άνοδο του πιο επιθετικού κράματος δεξιάς που εκφράζει σήμερα η ΝΔ, αλλά κυρίως επειδή συσπειρώνει την κοινωνική αριστερά στην Ελλάδα με μαζικό τρόπο. 

Τείνει να είναι βαθειά η πεποίθηση μου πως η κοινωνική δυναμική που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι μια δυναμική της άκριτης διαχείρισης. 

Τουναντίον θα έλεγε κανείς πως είναι -εντός της υποχώρησης- το κοινωνικό ρεύμα που αναμετρήθηκε εν πολλοίς με το προηγούμενο πολιτικό κατεστημένο. 
Έχει άγχη και αγωνίες πολύ ευρύτερες από μια μεμονωμένη «αντι-μητσοτακική υστερία» όπως αυτή συχνά πυκνά εκφράζεται.

Έλλειψε πολύ όμως αυτή η δυναμική κατά την τελευταία τετραετία, είτε αυτή νοείται ως η καθημερινή εξήγηση υποχωρήσεων και επιλογών είτε ως η φωνή στο κοινωνικό επίπεδο που θα εξέφραζε μια καθημερινή εμβάθυνση με ποικιλομορφία και συντεταγμένη προσπάθεια. 
Ακόμα περισσότερο απουσίασε το μπλοκ των ανθρώπων που θα συγκρουόταν με τον μεγαλύτερο και ισχυρότερο κομματικό μηχανισμό της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος στο σύνολό του - κι όχι μόνο η ηγεσία του - νιώθει και εκφράζεται σαν να έχει ένα «θεόσταλτο» κληρονομικό δικαίωμα στην εξουσία.

Κλείνοντας, και πέραν των ήδη αναφερθέντων, υφίσταται μια κοινωνική και πολιτική ζώνη σήμερα (στα αριστερά όσον αφορά την πολιτική της εκδοχή) που ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ με βαρειά καρδιά. Αυτή είναι εν πολλοίς  κομμάτι της χαμένης δυναμικής του χθες αλλά εν δυνάμει κοινωνός των αγώνων της επόμενης μέρας και συνάμα βασικός κρίκος για τη συνέχιση της προσπάθειας ενδυνάμωσης μιας «χρήσιμης» αριστεράς.

Ι. Σκυνδίλιας, Ιατρός, «Κωνσταντοπούλειο» Νοσοκομείο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου