Επικοινωνιακό έλλειμμα, πολιτική υστέρηση και εσωτερική διαίρεση είναι τα τρία αγκάθια που ταλάνισαν τη Ν.Δ. καθ’ όλη τη μέχρι τώρα θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προέδρου του κόμματος. Με τα ίδια προβλήματα θα βρεθεί αντιμέτωπη η αξιωματική αντιπολίτευση και την ερχόμενη πολιτική σεζόν, αφού οι πιθανότητες επίλυσης των προβλημάτων αυτών στη διάρκεια του φθινοπώρου είναι εξαιρετικά λίγες.
Το αποτέλεσμα των παραπάνω προβλημάτων αντανακλάται στη διαπίστωση εξαιρετικά φιλικών προς τη Ν.Δ. αναλυτών – οι οποίοι τους τελευταίους μήνες κρούουν δημοσίως τον κώδωνα του κινδύνου – ότι τα θέματα αυτά έχουν οδηγήσει σε σοβαρή αποδιοργάνωση την πολιτική στρατηγική του κόμματος.
Στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας η υστέρηση είναι προφανής: καθημερινές παρεμβάσεις και δηλώσεις διαμαρτυρίας και «γκρίνιας», διανθισμένες με γενναίες δόσεις ειρωνείας και απειλών για «ειδικά δικαστήρια», ως επί το πλείστον αναφέρονται σε ζητήματα που πολύ απέχουν από το να αποτελούν προτεραιότητα των πολιτών.
Η απουσία προγραμματικού και οραματικού λόγου είναι επίσης καταφανής, την ώρα μάλιστα που οι παραγωγικές τάξεις, μεγάλοι τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας, εργαζόμενοι και άνεργοι αναζητούν απαντήσεις στο στοιχειώδες ερώτημα αν την επομένη της λήξης του τρίτου μνημονίου η οικονομία και η κοινωνία θα μπορούν να προσδοκούν βασίμως την ελάχιστη, έστω, βελτίωση.
Ακόμη περισσότερο προσπαθούν ματαίως να διακρίνουν μέσα από τις γραμμές φλύαρων δηλώσεων και ανακοινώσεων μια πολιτική στρατηγική που θα διασφαλίζει βασίμως ότι μια μελλοντική κυβέρνηση με κορμό τη Ν.Δ. θα είναι σε θέση να αναλάβει θετικές πρωτοβουλίες σε θέματα όπως η φορολογία, οι μεταρρυθμίσεις και η ανάπτυξη, στα οποία επικεντρώνει την κριτική της προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛΛ.
Σε επιφυλλίδες μάλιστα του τελευταίου μήνα καταγράφεται ευκρινώς η άποψη ότι η Ν.Δ. έχει παγιδευτεί στην καταγγελτική ρητορεία της και έχει μετατραπεί σε παρακολούθημα του... Βαρουφάκη, του οποίου οι ισχυρισμοί ανακυκλώνονται κατά καιρούς με πλήρως συντονισμένα πρωτοσέλιδα, τα οποία όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν βλάπτουν τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του ή εν τέλει ενισχύουν τον κυβερνητικό ισχυρισμό ότι «εμείς τουλάχιστον δώσαμε μια μάχη κι ας τη χάσαμε».
Αυτού του είδους η κριτική προς την αξιωματική αντιπολίτευση αποτυπώνει πλήρως την ανησυχία συντηρητικών κύκλων ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση – έστω και αν «τσαλακώθηκαν» ιδεολογικά και πολιτικά στις πρώτες φάσεις της διακυβέρνησής τους – αποδεικνύονται ικανότεροι στη δημιουργία πολιτικών «αφηγημάτων».
Αποτυπώνει επιπλέον τη διαπίστωση ότι η επικοινωνιακή και πολιτική υστέρηση της Ν.Δ. θέτει εν κινδύνω την προοπτική δημιουργίας μιας μελλοντικής σταθερής κυβέρνησης με κορμό την ίδια, αφού το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει αποδέκτης μιας ευρείας κοινωνικής στήριξης. Αντιθέτως το προβάδισμά της στις δημοσκοπήσεις οφείλεται κατά συντριπτικό μέρος στην υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα καταγραφεί και στην κάλπη – τουλάχιστον σε αυτή την έκταση.
Ένας ακόμη σοβαρός λόγος ανησυχίας για τη Ν.Δ. είναι ότι αναδεικνύεται η εξαιρετικά προβληματική επικοινωνιακή εικόνα της, παρότι απέναντί της έχει μια κυβέρνηση με έντονες επικοινωνιακές αδυναμίες, οι οποίες ουκ ολίγες φορές της στοιχίζουν πολιτικά, και μάλιστα στην κυβέρνηση προβληματίζονται έντονα για τα μέσα και τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να της δώσουν μια νέα επικοινωνιακή πνοή.
Στρατηγική αποτυχία
Η επιθετική αντιπολίτευση με άξονα τις απειλές για εξεταστικές – επί τη βάσει της βαρουφακειάδας – όχι μόνο αδυνατεί να παραγάγει πολιτικό λόγο ουσίας, αλλά επιπλέον, συνδυαζόμενη με την πλήρως αποτυχημένη στρατηγική της διεκδίκησης και των επαναλαμβανόμενων προφητειών περί εκλογών (που ουδέποτε επιβεβαιώνονται), δυσαρεστεί τη μερίδα των επιχειρηματιών και της κοινωνίας που θεωρούν ότι η πολιτική αστάθεια υπονομεύει την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αρκετοί «θερμόαιμοι» πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με προεξάρχουσα την ομάδα Σαμαρά, οι οποίοι βιάζονταν να απαλλαγούν από τον ΣΥΡΙΖΑ... πριν καν αναλάβει τη διακυβέρνηση, είχαν υιοθετήσει το αλήστου μνήμης δόγμα της «αριστερής παρένθεσης», το οποίο απέτυχε παταγωδώς πριν καν αναλάβει την ηγεσία της Ν.Δ. ο Μητσοτάκης.
Παραδόξως ο νέος πρόεδρος του κόμματος έμεινε πιστός στο αποτυχημένο εκείνο δόγμα ζητώντας σε καθημερινή βάση εκλογές καθ’ όλη την πρώτη διετία της δεύτερης διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ – συχνά με τη στήριξη μέσων ενημέρωσης, τα οποία είχαν εντελώς δικούς τους λόγους να επενδύουν σε αυτό το σενάριο.
Τώρα οι περισσότεροι εξ αυτών υποχρεώνονται να επιστρέψουν στη διαπίστωση των αυτονόητων δεδομένων του πολιτικού παιχνιδιού:
Η κυβέρνηση έχει τον πλήρη έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων, καθώς καμιά κάλπη δεν μεσολαβεί πριν από τις επόμενες εθνικές εκλογές. Συνεπώς δεν πρόκειται να καταγραφεί κάποιο δυσάρεστο εκλογικό αποτέλεσμα το οποίο θα την ωθούσε να επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις.
Το μεγαλύτερο μέρος της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές έχει λήξει και, παρότι η τρίτη αξιολόγηση δεν αναμένεται ανέφελη, η κυβέρνηση έχει πολιτικό χρόνο διαθέσιμο ώστε να επιχειρήσει να επιβάλει στο εξής την ατζέντα και τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού.
Οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛΛ – μετά την αποχώρηση των διαφωνούντων του ΣΥΡΙΖΑ – είναι εξαιρετικά συμπαγείς και πειθαρχημένες, πρακτικά οι συμπαγέστερες στη διάρκεια των μνημονίων, παρότι συχνά υποχρεώθηκαν να επικυρώσουν πολύ δυσάρεστες αποφάσεις.
Συνεπεία των παραπάνω η διακυβέρνηση Τσίπρα έχει ήδη αναδειχθεί στη μακροβιότερη της εποχής των μνημονίων και, όσο περισσότερο παραμένει στην εξουσία, τόσο θα επενδύει στην ανάδειξη των εσωτερικών προβλημάτων όσων την αμφισβητούν.
Ήδη εξ άλλου φιλοτεχνεί την πολιτική στρατηγική του επόμενου διαστήματος στην έξοδο από τα μνημόνια – και μάλιστα «καθαρή», χωρίς υποσημειώσεις – και στην «ανάπτυξη με δικαιοσύνη», επιχειρώντας να τονίσει την εγγενή αδυναμία της Ν.Δ. να προτάξει προγραμματικό λόγο.
Από το σημείο αυτό άλλωστε εκκινούν όλοι όσοι ασκούν κριτική στην αξιωματική αντιπολίτευση για επικοινωνιακή και πολιτική υστέρηση. Το ερώτημα είναι αν η Ν.Δ. μπορεί να υπερβεί τον μέχρι σήμερα προβληματικό εαυτό της.
Προγραμματική αδυναμία
Η υστέρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο προγραμματικό πεδίο πάντως μόνο τυχαία δεν είναι. Τα τρία σοβαρότερα προβλήματα είναι τα εξής:
1 Κατ’ αρχάς, αν υποτεθεί ότι θα νικήσει στις επερχόμενες εκλογές και ότι αυτές θα γίνουν το 2019, τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής της είναι ήδη δεδομένη η πολιτική που θα ακολουθήσει, αφού αυτή υπαγορεύεται από τις συμφωνίες Ελλάδας - δανειστών που συνήφθησαν με την κυβέρνηση Τσίπρα στο κλείσιμο της προηγούμενης αξιολόγησης. Ως γνωστόν, το κράτος έχει συνέχεια...
Παρότι η Ν.Δ. κάνει συχνά λόγο για «αλλαγή του μείγματος πολιτικής», είναι αυτονόητο ότι οι Ευρωπαίοι πολύ δύσκολα θα δεχθούν οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις συμφωνίες, ιδιαίτερα αν αυτή θα θέτει ακόμη και στον ελάχιστο κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους. Συνεπώς κάθε προεκλογική δέσμευση ενδέχεται να αποδειχθεί μπούμερανγκ και, εκτός από το βαρύ καθήκον να ασκήσει επιπλέον λιτότητα στα πεδία της φορολογίας και των συντάξεων, η Ν.Δ. κινδυνεύει να αποδειχθεί αναξιόπιστη με το «καλημέρα».
2 Οι πιθανότητες μιας εκλογικής νίκης με αυτοδυναμία μοιάζουν σήμερα – παρότι βρισκόμαστε στο δημοσκοπικό ναδίρ της κυβέρνησης – λίγες και, όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, ενδέχεται να μειώνονται.
Συνεπώς, ακόμη και στο καλύτερο γι’ αυτήν σενάριο, κάθε ψήφος θα είναι πολύτιμη, αφού η μεγάλη μάχη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ. και Δημοκρατικής Συμπαράταξης θα διεξαχθεί στον λεγόμενο «μεσαίο χώρο», ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα σκληρές ιδεολογικές δεσμεύσεις και αποφασίζει στη βάση της οικονομικής προοπτικής.
3 Επιπλέον όμως η Ν.Δ., αν νικήσει στις εκλογές, θα αντιμετωπίσει σοβαρό θέμα κυβερνητικών συμμαχιών. Με τα σημερινά δεδομένα του πολιτικού χάρτη, οι πιθανοί σύμμαχοι είναι η Δημοκρατική Συμπαράταξη, το Ποτάμι (ή ίσως ένα νέο σχήμα που θα το διαδεχθεί) και η Ένωση Κεντρώων.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν έχει κανέναν λόγο να δεσμευθεί σε ένα κυβερνητικό σχήμα με έντονο νεοφιλελεύθερο στίγμα, το οποίο – με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση – ίσως αποδειχθεί ο πολιτικός... τάφος της. Αν συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τη Ν.Δ., θα πρέπει να λάβει δεσμεύσεις τόσο σοβαρές, ώστε επί της ουσίας το όποιο πρόγραμμα της Ν.Δ. να κινδυνεύει με ακύρωση.
Η Ένωση Κεντρώων, με την πολιτική και ιδεολογική ασάφεια και την έλλειψη συνοχής που τη διακρίνουν, είναι ίσως το πιο ρευστό πολιτικό σχήμα των ημερών μας. Θα είχαν ενδιαφέρον όχι μόνο το πολιτικό παζάρι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συγκυβέρνηση, αλλά και τα στοιχήματα για το πόσο θα κρατήσει η κολεγιά.
Το Ποτάμι – ή, ενδεχομένως, ένα νέο σχήμα υπό τον Βενιζέλο στη θέση του –, το οποίο μάλλον θα αποτελούσε τον πιο πιθανό και πιο συνεπή κυβερνητικό εταίρο λόγω ιδεολογικής συγγένειας, δεν έχει δεδομένη την είσοδό του στη Βουλή λόγω της αμφίπλευρης πίεσης από Ν.Δ. και Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Όλη αυτή η ασάφεια προφανώς αποτελεί έναν ισχυρό ανασχετικό παράγοντα για την επεξεργασία και εκφορά ενός προγραμματικού λόγου εκ μέρους της Ν.Δ.
Εσωκομματικές έριδες
Εκτός από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, σοβαρό εμπόδιο στην εκφορά ενός σαφούς πολιτικού λόγου αποτελεί και η εσωκομματική κατάσταση της Ν.Δ.
Είναι γνωστό – και κατ’ επανάληψη καταγεγραμμένο στο ρεπορτάζ του «Ποντικιού» – ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ελέγχει πλήρως τη Ν.Δ. Αντιθέτως οι παραδοσιακές φατρίες (ο καραμανλισμός σε συμμαχία με τη Λαϊκή Δεξιά, οι σαμαρικοί σε συνεργασία με τη «λάιτ» Άκρα Δεξιά και οι νεοφιλελεύθεροι σε συνάφεια κυρίως με τη «λάιτ» Άκρα Δεξιά) έχουν σοβαρά προβλήματα συνύπαρξης και καταφανείς – πολιτικά παραλυτικούς – ανταγωνισμούς.
Το κύριο πρόβλημα της Ν.Δ. βρίσκεται στη λεγόμενη «αμφίπλευρη διεύρυνση», με στόχο να προσελκυσθούν παλαιοί ψηφοφόροι που βρίσκονται σήμερα είτε στην Άκρα Δεξιά είτε σε σχηματισμούς του Κέντρου. Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά:
Κάθε απόπειρα εκφοράς πολιτικού λόγου φιλικού στην Άκρα Δεξιά φέρνει ανατριχίλα στους καραμανλικούς και τους ήπιους κεντροδεξιούς.
Κάθε χαλάρωση της αντιπολιτευτικής ρητορικής για να προσελκυσθούν κεντρώοι ψηφοφόροι απορρίπτεται μετά βδελυγμίας από «λάιτ» ακροδεξιούς, σαμαρικούς κ.λπ.
Οι καραμανλικοί, παρότι θεωρούνται πολιτικά αποδυναμωμένοι μετά την εσωκομματική νίκη του Μητσοτάκη, εξακολουθούν και στελεχικά και κοινωνικά να αποτελούν ένα εξαιρετικά υπολογίσιμο μέγεθος και ουσιαστικά κανείς δεν μπορεί να λειτουργεί και να αποφασίζει ερήμην τους. Πόσω μάλλον να αλλάξει τον παραδοσιακό χαρακτήρα του κόμματος.
Στη φάση αυτή πολλά καραμανλικά στελέχη αγωνιούν για την πολιτική τους επιβίωση, καθώς αντιλαμβάνονται ότι, μέσω του Μητρώου Στελεχών και της σύνθεσης των ψηφοδελτίων, ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να κερδίσει την πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και να φτιάξει μια δική του ομάδα διακυβέρνησης, εξοβελίζοντας στελέχη άλλων εσωκομματικών τάσεων – κυρίως της δικής τους.
Επιπλέον – εκτιμώντας ότι η Ν.Δ. αυτοπαγιδεύεται σε μια επικοινωνιακή ατζέντα την οποία επιβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ – αγανακτούν με την υπέρμετρη προβολή θέσεων και απόψεων που περισσότερο προσιδιάζουν στην Άκρα Δεξιά παρά σε μια μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη.
Οι σαμαρικοί και οι μητσοτακικοί – σταθεροί στο δικό τους στυλ αντιπολιτευτικής ρητορικής – χρεώνουν... «τσιπρισμό» και συνωμοσία για υπονόμευση της Ν.Δ. στους καραμανλικούς, οι οποίοι τον κρίσιμο για τη χώρα Ιούλιο του 2015 στήριξαν τον συμβιβασμό κυβέρνησης - δανειστών «για να αποφευχθεί η κατάρρευση».
Ταυτοχρόνως διάφορα μεσαία στελέχη δηλώνουν απογοητευμένα και από το αναιμικό αποτέλεσμα του Μητρώου Στελεχών, παρατηρούν ότι η παραγωγή πολιτικού και προγραμματικού έργου έχει καταρρεύσει και αισθάνονται περισσότερο φιλικοί προς την κοινωνική ατζέντα των καραμανλικών και της Λαϊκής Δεξιάς.
Υπ’ αυτούς τους όρους μοιάζει σχεδόν απίθανο να δούμε το επόμενο διάστημα ένα σαφές προγραμματικό και ιδεολογικό πρόταγμα από την πλευρά της Ν.Δ., παρότι οι διαρροές των τελευταίων ημερών πασχίζουν να πείσουν ότι η ηγεσία του κόμματος έχει σαφή προσανατολισμό την Κέντρο. Άρα οι «ανησυχούντες» μάλλον θα εντείνουν παρά θα μειώσουν τις προειδοποιήσεις τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου