Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Νεοθατσερικός λαϊκισμός


 



Γνωρίζουμε πλέον πως η διακυβέρνηση του οργανωμένου χρήματος είναι επικίνδυνη όσο και η διακυβέρνηση του οργανωμένου εγκλήματος
Φραγκλίνος Ρούσβελτ, 1936
Οταν ο Ρούσβελτ έλεγε τα παραπάνω λόγια, διατύπωνε στην πραγματικότητα μια εμπειρική κρίση με εξόφθαλμη πραγματικότητα και διαχρονική επιβεβαίωση.
Πραγματικά, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης, κατάληξη της πιο καθαρής φάσης επικράτησης της «ελεύθερης οικονομίας» σε παγκόσμιο επίπεδο, τα μεγάλα golden zombies της ιδιωτικής οικονομίας επιδεικνύουν ακόμη επιθετικότερη συμπεριφορά. Επιχειρούν λες να πάρουν μια ιστορική εκδίκηση από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, η οποία μπόρεσε, με μεγάλους αγώνες, να βελτιώσει τη ζωή της στην πάροδο των χρόνων.
Συνδυάζοντας τη μνησικακία αυτού που βλέπει τους πολλούς ως ανθρώπινη σκόνη με τον φθόνο εκείνου που ξέρει πως «η ζωή στα ψηλά» είναι, από πολλές απόψεις, πραγματική χαμοζωή, δεν αδιαφορούν, αλλά σχεδόν διασκεδάζουν με την ακραία ταλαιπωρία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.
Από αυτήν την άποψη, νομίζω πως η στάση αυτών των «παγκόσμιων παικτών» -και των ντόπιων παρακολουθημάτων τους- απέναντι στην ακραία ελληνική δυστυχία είναι απολύτως ενδεικτική.
Το βασικότερο, ωστόσο, στοιχείο της εξήγησης του δολοφονικού μισανθρωπισμού των σύγχρονων αρχουσών τάξεων δεν είναι ψυχολογικό. Η επιθετικότητά τους μπορεί να ερμηνευτεί καλύτερα αν συνειδητοποιήσουμε πως έχουν καλή μνήμη. Ξέρουν πως οι κατώτερες τάξεις έχουν κατά καιρούς δείξει τη δύναμή τους, πράγμα που μπορεί να επαναληφθεί αν δεν φροντίσουν οι ίδιες και τα στηρίγματά τους για το αντίθετο.
Και δεν μιλάω αναγκαστικά για κοινωνική επανάσταση. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο καθόλου αντικαπιταλιστής Ρούσβελτ διαμόρφωσε έναν οριακό συντελεστή φορολογίας εισοδήματος της τάξης του 80% και αντίστοιχο -77%- φόρο κληρονομιάς.
Η ανυποχώρητη, λοιπόν, επιθετικότητα αυτά προσπαθεί να αποτρέψει. Προωθώντας την ιδέα πως η κοινωνία χρωστάει τόσα κι άλλα τόσα στην «επιχειρηματική τάξη» και την «ιδιωτική οικονομία», επιχειρούν να επιβάλουν την άποψη πως τα δικά της συμφέροντα είναι και δικά μας, μ’ όλο που, οφθαλμοφανώς, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Η καπιταλιστική οικονομία στην εντελώς ελεύθερη εκδοχή της βρέθηκε μπροστά στην κατάρρευση πριν από δέκα χρόνια. Διασώθηκε με τη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση που υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Και έκτοτε, μεσούσης μιας κρίσης χωρίς προβλεπτό τέλος, βάλθηκε να εκθεμελιώσει τα πάντα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι υποστηρικτές της βλέπουν παντού λαϊκιστές. Ο έμπρακτος, ωστόσο, θατσερισμός τους υπογραμμίζει το γεγονός πως αυτοί είναι οι κατεξοχήν λαϊκιστές. Μια και είναι βέβαιοι πως εκπροσωπούν την «κοινή λογική», σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες αντιπάλους τους.
Υπάρχει, άραγε, περισσότερο λαϊκιστική στάση από αυτήν που επικαλείται διαρκώς την κοινή λογική, την οποία, μάλιστα, προνομιακά η ίδια διερμηνεύει, αφού την κατασκευάζει με την τεράστια πρόσβαση στους υλικούς και επικοινωνιακούς πόρους που διαθέτει;
Υπήρξαν στη σύγχρονη ιστορία πολλοί που να ήταν πιο ακραίοι λαϊκιστές από τη Θάτσερ -του «λαϊκού καπιταλισμού», μην ξεχνιόμαστε- ή τον Ρέιγκαν;
Αυτός ο λαϊκισμός της «κοινής λογικής», ταγμένος στην απροκάλυπτη υπηρεσία του κεφαλαίου, είναι πολύ πιο επικίνδυνος από τους λαϊκισμούς που ο ίδιος βάζει στον στόχο. Σε μεγάλο μάλιστα βαθμό, αυτός και η κοινωνικά αφόρητη πραγματικότητα που υπερασπίζεται αιτιολογούν τους άλλους – και κυρίως τους ακροδεξιούς.
Το κυριότερο επιχείρημα των σύγχρονων δεξιών και ακροκεντρώων ιδεολόγων είναι πως «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αν το πιστέψουν αυτό οι κοινωνίες, τότε το πιθανότερο είναι πως σύντομα θα αυτοκανιβαλιστούν.
Γι’ αυτό ας σκεφτούν λίγο περισσότερο όσοι συνηθίζουν να εγκαλούν τους «αριστεριστές» πως δεν μπορούν να κατανοήσουν τις διαφορές μεταξύ νεοθατσερικών, τύπου Μακρόν, π.χ., και ακροδεξιών. Πράγματι υπάρχουν διαφορές, οι οποίες, στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, πρέπει να μετρούν.
Οι «κριτικοί», ωστόσο, θα πρέπει επίσης να σκεφτούν πάνω στις ομοιότητες, οι οποίες αρθρώνονται κατεξοχήν στον κοινό τους μισανθρωπισμό, στην έμπρακτη αντιμετώπιση των πολλών και «μικρών» σαν να είναι ανθρώπινη σκόνη, όπως προείπα. Οι νεοθατσερικοί το κάνουν με επίκληση της αγοραίας αξιοκρατίας, ενώ οι φασίστες στη βάση του έθνους και της περίκλειστης πατρίδας. Ανθρώπινη σκόνη, ωστόσο, βλέπουν και οι δύο.
Ας προσέξουμε όλοι περισσότερο, λοιπόν. Γιατί από τις κοινοτοπίες της έγκλησης για υποταγή σε διλήμματα του είδους «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος», μεγαλύτερη σημασία έχει να προβληματιστούμε πάνω στις προοπτικές της όποιας δημοκρατίας μάς απομένει στις παρούσες συνθήκες.
Οπως γράφει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στις τελευταίες «Σημειώσεις»:
«Οι κερδισμένοι αυτού του συστήματος είναι φυσικό και λογικό να το υπερασπίζονται επαναλαμβάνοντας το διάσημο ευφυολόγημα του Τσόρτσιλ: (‘‘Η αστική δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, αν εξαιρέσουμε όλα τα υπόλοιπα’’) διασκευασμένο στον τρέχοντα κυνικό ισχυρισμό: «There Is Not Alternative».
Δεν υπάρχει όντως, άλλος δρόμος. Ο ισχυρισμός αυτός παραμένει, αλίμονο, ακλόνητος αφού η αδικία στην οποία στηρίζεται μπορεί να διατηρεί την όψη του αναγκαίου και του αυτονόητου. Γι’ αυτό καλύτερα ας μη μιλάμε πια για Δημοκρατία».
* οικονομολόγος, εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου