Η εμφάνιση του όρου «ριζοσπαστικό κέντρο» σηματοδοτεί μια στιγμή πολύ σημαντική: το πεδίο που έχει διανοίξει και στο οποίο ηγεμονεύει ο λόγος του Ακραίου Κέντρου μοιάζει έτοιμο να υποδεχτεί ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα αξιοποιεί με ενεργητικό τρόπο τους μετασχηματισμούς που ο λόγος αυτός έχει επιφέρει στη δημόσια συζήτηση.
πρόσφατη εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, μέσα μάλιστα από μια ανοικτή και στο εξωκομματικό κοινό διαδικασία, προκάλεσε στο χώρο του Κέντρου μια πλημμυρίδα ενθουσιωδών αντιδράσεων. Το αίτημα για κάποιου είδους «ένωση» των «φιλελεύθερων» ή «κεντρώων» δυνάμεων –που καθ’ όλη την κρίση ενδημεί στους κύκλους που μεταπηδούν από τη μία «μεταρρυθμιστική» πρωτοβουλία στην επόμενη– διατυπώνεται με νέα θέρμη, έστω κι αν ταυτίζεται πλέον με την προσχώρηση στην αναβαπτισμένη ΝΔ και την υποστήριξη του νέου προέδρου της.
Η πιο ενδιαφέρουσα παρέμβαση, όμως, σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζεται στις δηλώσεις που έκανε τον περασμένο μήνα ο πρώην γενικός γραμματέας Δημοσίων Εσόδων και βουλευτής του Ποταμιού Χάρης Θεοχάρης:
«Ο κ. Θεοδωράκης πρέπει εδώ και τώρα να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια διεύρυνσης και ενοποίησης του χώρου που αποκαλούμε ριζοσπαστικό κέντρο. Και ίσως χρειαστεί να προσφέρει με γενναιότητα ακόμη και το ίδιο του το είναι χάριν της ιδέας αυτής».1
Η πιο ενδιαφέρουσα παρέμβαση, όμως, σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζεται στις δηλώσεις που έκανε τον περασμένο μήνα ο πρώην γενικός γραμματέας Δημοσίων Εσόδων και βουλευτής του Ποταμιού Χάρης Θεοχάρης:
«Ο κ. Θεοδωράκης πρέπει εδώ και τώρα να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια διεύρυνσης και ενοποίησης του χώρου που αποκαλούμε ριζοσπαστικό κέντρο. Και ίσως χρειαστεί να προσφέρει με γενναιότητα ακόμη και το ίδιο του το είναι χάριν της ιδέας αυτής».1
Άσχετα με το «καρφί» προς τον αρχηγό του Ποταμιού, για τον οποίο φαίνεται πως κανένας δεν νοιάζεται ιδιαίτερα πια, τούτη είναι η πρώτη φορά που ο πολιτικός αυτός χώρος προσδιορίζεται με τέτοια ακρίβεια:
όχι πλέον ως «ευρωπαϊκές» ή «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις, όχι ως «αυτοί που υποστηρίζουν την καινοτομία, την ιδιωτική πρωτοβουλία, τη νομιμότητα και τις start ups», όχι οι «υπεύθυνες» ή οι «ρεαλιστικές» δυνάμεις ή ως οποιαδήποτε από τις μυριάδες περιφράσεις που μέχρι τώρα έχουν επιστρατευτεί – αλλά ως το ριζοσπαστικό κέντρο.
όχι πλέον ως «ευρωπαϊκές» ή «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις, όχι ως «αυτοί που υποστηρίζουν την καινοτομία, την ιδιωτική πρωτοβουλία, τη νομιμότητα και τις start ups», όχι οι «υπεύθυνες» ή οι «ρεαλιστικές» δυνάμεις ή ως οποιαδήποτε από τις μυριάδες περιφράσεις που μέχρι τώρα έχουν επιστρατευτεί – αλλά ως το ριζοσπαστικό κέντρο.
Η ονοματοδοσία αυτή δεν μπορεί παρά να ξυπνήσει την ηχώ της κριτικής της Σαντάλ Μουφ στο «ριζοσπαστικό κέντρο» (“radical centre”):2 στον τρόπο με τον οποίο υποστηρίχθηκε πως ορισμένα κόμματα, και ειδικά οι Νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ, τη δεκαετία του 1990, υπερέβαιναν τον παραδοσιακό πολιτικό ανταγωνισμό Αριστεράς-Δεξιάς και συγκροτούσαν μια πολιτική η οποία ήταν ριζοσπαστική στην κατεύθυνση των ιδεών του Άντονι Γκίντενς, δηλαδή κατά το ότι αντιλαμβάνονταν τη δημοκρατία ως «διάλογο».3
Η Μουφ στηλιτεύει την υπερβολική έμφαση στην έννοια της «συναίνεσης» και υποστηρίζει ότι συναίνεση δίχως αμφισβήτηση και σύγκρουση δεν οδηγεί στην εμβάθυνση της πλουραλιστικής δημοκρατίας αλλά στην απίσχνασή της, στην εμφάνιση μιας ιστορικής μορφής της δημοκρατίας που δεν θα μπορεί πλέον να θεσμοποιήσει τον πολιτικό ανταγωνισμό αλλά, θεωρώντας πως τον έχει υπερβεί, θα αφήνει ανεξέλεγκτες τις πιο εκρηκτικές και καταστρεπτικές εκφάνσεις του.
Η Μουφ στηλιτεύει την υπερβολική έμφαση στην έννοια της «συναίνεσης» και υποστηρίζει ότι συναίνεση δίχως αμφισβήτηση και σύγκρουση δεν οδηγεί στην εμβάθυνση της πλουραλιστικής δημοκρατίας αλλά στην απίσχνασή της, στην εμφάνιση μιας ιστορικής μορφής της δημοκρατίας που δεν θα μπορεί πλέον να θεσμοποιήσει τον πολιτικό ανταγωνισμό αλλά, θεωρώντας πως τον έχει υπερβεί, θα αφήνει ανεξέλεγκτες τις πιο εκρηκτικές και καταστρεπτικές εκφάνσεις του.
Διαδρομές του Ακραίου Κέντρου
Είναι ασφαλώς ενδιαφέρουσα αυτή η δυναμική επαναφορά πολιτικών περιγραφών που φαινόταν σε πολλούς πως ο χρόνος και η κρίση έχουν απενεργοποιήσει.
Ωστόσο –ελπίζοντας πως δεν παραπαινεύουμε το σπίτι μας, τουλάχιστον σε άκομψο βαθμό– οφείλουμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με όσους επιμένουν να βλέπουν τον κεντρώο χώρο μόνο μέσα από το πρίσμα της πρόσφατης εκλογικής του μοίρας, εμείς έχουμε υποστηρίξει πως αποτελεί τον πλέον ηγεμονικό των τελευταίων χρόνων.
Για την περιγραφή της ηγεμονίας του, έχουμε –όπως και άλλοι–4 επιμείνει στον όρο Ακραίο Κέντρο, χρησιμοποιώντας δύο αφετηριακές προσεγγίσεις: πρώτον, τη διαπίστωση ότι οι ακραίες πολιτικές στην Ελλάδα της κρίσης –ακραίες με την έννοια της καταστρατήγησης θεμελιωδών αξιών και κανόνων του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και της νεωτερικής δυτικής δημοκρατικής παράδοσης εν γένει– εκπορεύτηκαν κυρίως από τις δυνάμεις του λεγόμενου Κέντρου, την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά·5 δεύτερον, την παρατήρηση ότι στο πεδίο του δημόσιου λόγου, η αφήγηση αυτών των πολιτικών δεν περιορίστηκε σε μια συντηρητική επίκληση της έκτακτης ανάγκης, αλλά περιέλαβε τη χρήση του εννοιακού οπλοστασίου της «κεντρώας μετριοπάθειας» για να επανεγγράψει αυτές τις πολιτικές ως το διαρκές δημοκρατικό δέον.6
Ωστόσο –ελπίζοντας πως δεν παραπαινεύουμε το σπίτι μας, τουλάχιστον σε άκομψο βαθμό– οφείλουμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με όσους επιμένουν να βλέπουν τον κεντρώο χώρο μόνο μέσα από το πρίσμα της πρόσφατης εκλογικής του μοίρας, εμείς έχουμε υποστηρίξει πως αποτελεί τον πλέον ηγεμονικό των τελευταίων χρόνων.
Για την περιγραφή της ηγεμονίας του, έχουμε –όπως και άλλοι–4 επιμείνει στον όρο Ακραίο Κέντρο, χρησιμοποιώντας δύο αφετηριακές προσεγγίσεις: πρώτον, τη διαπίστωση ότι οι ακραίες πολιτικές στην Ελλάδα της κρίσης –ακραίες με την έννοια της καταστρατήγησης θεμελιωδών αξιών και κανόνων του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και της νεωτερικής δυτικής δημοκρατικής παράδοσης εν γένει– εκπορεύτηκαν κυρίως από τις δυνάμεις του λεγόμενου Κέντρου, την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά·5 δεύτερον, την παρατήρηση ότι στο πεδίο του δημόσιου λόγου, η αφήγηση αυτών των πολιτικών δεν περιορίστηκε σε μια συντηρητική επίκληση της έκτακτης ανάγκης, αλλά περιέλαβε τη χρήση του εννοιακού οπλοστασίου της «κεντρώας μετριοπάθειας» για να επανεγγράψει αυτές τις πολιτικές ως το διαρκές δημοκρατικό δέον.6
Φωτογραφία: Νίκος Παλαιολόγος / SOOC
Ο όρος Ακραίο Κέντρο έχει έναν μακρινό πρόγονο: τη γαλλική διακυβέρνηση ανάμεσα στον Ναπολέοντα και στο 1820, την οποία ο Πιέρ Σερνά έχει ονομάσει «extrême centre» – μια διακυβέρνηση που ορίστηκε από την επιδίωξη ενός «τεχνοκρατισμού», που τον αντιλαμβανόταν ως βασική ποιότητα του πολιτικού προσωπικού, ενώ απέρριπτε τον ανταγωνιστικό άξονα Αριστεράς-Δεξιάς, θεωρώντας κάθε άλλη πολιτική δύναμη «ακραία».7 Ασκεί μια γοητεία, το δίχως άλλο, να δει κανείς στο «extrême centre» του Σερνά έναν ιστορικό αντικατοπτρισμό της πρόσφατης ελληνικής και ευρωπαϊκής εμπειρίας – ωστόσο η αναφορά αυτή πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό του ιστορικού αναγωγισμού, καθώς επ’ ουδενί δεν είναι η πρόθεσή μας να σκαρώσουμε μιαν αντιστοίχιση των συνθηκών της μετεπαναστατικής Γαλλίας με την Ελλάδα της κρίσης.
Επισημαίνοντας, όμως, ένα τρόπον τινά «λογοτεχνικό» δάνειο, η αναφορά έχει την αξία της, καθότι ιχνογραφεί μια γενεαλογία του όρου σ’ ένα πλέγμα προβληματισμών όχι ολωσδιόλου ανόμοιων μ’ αυτό που μας απασχολεί εδώ και καιρό.
Επισημαίνοντας, όμως, ένα τρόπον τινά «λογοτεχνικό» δάνειο, η αναφορά έχει την αξία της, καθότι ιχνογραφεί μια γενεαλογία του όρου σ’ ένα πλέγμα προβληματισμών όχι ολωσδιόλου ανόμοιων μ’ αυτό που μας απασχολεί εδώ και καιρό.
Τον όρο Ακραίο Κέντρο (“extreme centre”) τον έχει χρησιμοποιήσει σε πρόσφατο βιβλίο του ο Ταρίκ Αλί.8 Εστιάζοντας κυρίως στη βρετανική εμπειρία, ο Αλί εντοπίζει την «ιδρυτική στιγμή» του Ακραίου Κέντρου στην «αυτοκτονία» της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, την παρακμή δηλαδή της μεταπολεμικής συναίνεσης μπροστά στη βίαιη επέλαση του καπιταλισμού, ο οποίος μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν είχε πια κανένα λόγο να φοβάται την πίεση από την «αριστερή πλευρά» του.
Έτσι, περιγράφει το Ακραίο Κέντρο ως λίγο-πολύ ταυτόσημο με τη μεταδημοκρατική συνθήκη του ύστερου καπιταλισμού, με την υποχώρηση, από τη μία, της ενεργού συμμετοχής των πολιτών, κι από την άλλη με την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου, των πολιτικών που το εκπροσωπούν και των ΜΜΕ που στηρίζουν και τα δύο.
Η αντίληψη του Ακραίου Κέντρου εδώ είναι μάλλον ενός πολιτικού προγράμματος και του συνόλου των δρώντων που το υλοποιούν.
Έτσι, περιγράφει το Ακραίο Κέντρο ως λίγο-πολύ ταυτόσημο με τη μεταδημοκρατική συνθήκη του ύστερου καπιταλισμού, με την υποχώρηση, από τη μία, της ενεργού συμμετοχής των πολιτών, κι από την άλλη με την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου, των πολιτικών που το εκπροσωπούν και των ΜΜΕ που στηρίζουν και τα δύο.
Η αντίληψη του Ακραίου Κέντρου εδώ είναι μάλλον ενός πολιτικού προγράμματος και του συνόλου των δρώντων που το υλοποιούν.
Ο ακροκεντρώος λόγος
Εμείς, πάλι, θεωρούμε πως το Ακραίο Κέντρο είναι χρήσιμο να εξετάζεται περισσότερο ως πολιτικός λόγος παρά ως πολιτικό πρόγραμμα.
Ως «λόγο του Ακραίου Κέντρου» εννοούμε την παραγωγή της περισσότερο ηγεμονικής –με την έννοια πλέον, όμως, μιας πολεμικής ηγεμονίας, μιας ηγεμονίας σε καιρό πολέμου αντί ειρήνης– αφήγησης κατά τη διάρκεια της κρίσης, όχι μόνο από την άποψη των προνομιακών σημείων εκφοράς της, της σχέσης που τη διακρίνει με το λόγο της πολιτικής εξουσίας και της συνέργειας που εμφανίζει με εφαρμοσμένες πολιτικές, αλλά κυρίως λόγω της μετασχηματιστικήςλειτουργίας της.
Από τη μία, δηλαδή, το Ακραίο Κέντρο εμφανίζεται πράγματι ως η κατεξοχήν οργανική διανόηση των διακυβερνήσεων της κρίσης, με βασική λειτουργία να μεταμφιέζει την κατάσταση εξαίρεσης, να αποκρύπτει την απουσία ελέγχου της, μ’ άλλα λόγια την απουσία της συγκεκριμένης στόχευσης και της συγκεκριμένης διάρκειας (να αποκρύπτει, δηλαδή, ότι η εξαίρεση αφορά τους πάντες και επ’ αόριστον),
να επανεγγράφει την ανεξέλεγκτη εξαίρεση όχι μόνο ως κανονικότητα, αλλά ως εκείνη την κανονικότητα την οποία πρέπει να φιλοδοξούμε να εγκαταστήσουμε στο διηνεκές.
Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι ο ακραιοκεντρώος λόγος υποστηρίζει, αιτιολογεί ή συγκαλύπτει πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν αποτελεί ο ίδιος ένα πρόγραμμα εξουσίας, ούτε εκπορεύεται ευθέως ως λόγος της διακυβέρνησης.
Είναι πιο ακριβές να τον δούμε ως ένα σύνολο στρατηγικών, τεχνικών μάλλον, που άλλοτε προοιονίζονται, άλλοτε συνομιλούν με κι άλλοτε αφηγούνται το πρόγραμμα της διακυβέρνησης – έχουν όμως μια αυτοτέλεια, ένα δικό τους περιεχόμενο, το οποίο υπερβαίνει τη σχέση με τις συγκεκριμένες διακυβερνήσεις της κρίσης και επενδύει σε έναν ευρύτερο μετασχηματισμό του ίδιου του τρόπου διεξαγωγής της δημόσιας συζήτησης. Πρόκειται εντέλει για μια αυτόνομη τεχνολογία της δημοσιότητας.
Ως «λόγο του Ακραίου Κέντρου» εννοούμε την παραγωγή της περισσότερο ηγεμονικής –με την έννοια πλέον, όμως, μιας πολεμικής ηγεμονίας, μιας ηγεμονίας σε καιρό πολέμου αντί ειρήνης– αφήγησης κατά τη διάρκεια της κρίσης, όχι μόνο από την άποψη των προνομιακών σημείων εκφοράς της, της σχέσης που τη διακρίνει με το λόγο της πολιτικής εξουσίας και της συνέργειας που εμφανίζει με εφαρμοσμένες πολιτικές, αλλά κυρίως λόγω της μετασχηματιστικήςλειτουργίας της.
Από τη μία, δηλαδή, το Ακραίο Κέντρο εμφανίζεται πράγματι ως η κατεξοχήν οργανική διανόηση των διακυβερνήσεων της κρίσης, με βασική λειτουργία να μεταμφιέζει την κατάσταση εξαίρεσης, να αποκρύπτει την απουσία ελέγχου της, μ’ άλλα λόγια την απουσία της συγκεκριμένης στόχευσης και της συγκεκριμένης διάρκειας (να αποκρύπτει, δηλαδή, ότι η εξαίρεση αφορά τους πάντες και επ’ αόριστον),
να επανεγγράφει την ανεξέλεγκτη εξαίρεση όχι μόνο ως κανονικότητα, αλλά ως εκείνη την κανονικότητα την οποία πρέπει να φιλοδοξούμε να εγκαταστήσουμε στο διηνεκές.
Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι ο ακραιοκεντρώος λόγος υποστηρίζει, αιτιολογεί ή συγκαλύπτει πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν αποτελεί ο ίδιος ένα πρόγραμμα εξουσίας, ούτε εκπορεύεται ευθέως ως λόγος της διακυβέρνησης.
Είναι πιο ακριβές να τον δούμε ως ένα σύνολο στρατηγικών, τεχνικών μάλλον, που άλλοτε προοιονίζονται, άλλοτε συνομιλούν με κι άλλοτε αφηγούνται το πρόγραμμα της διακυβέρνησης – έχουν όμως μια αυτοτέλεια, ένα δικό τους περιεχόμενο, το οποίο υπερβαίνει τη σχέση με τις συγκεκριμένες διακυβερνήσεις της κρίσης και επενδύει σε έναν ευρύτερο μετασχηματισμό του ίδιου του τρόπου διεξαγωγής της δημόσιας συζήτησης. Πρόκειται εντέλει για μια αυτόνομη τεχνολογία της δημοσιότητας.
Τι χαρακτηριστικότερο παράδειγμα γι’ αυτή την αυτονομία από το πρόσφατο περιστατικό με την παράσταση Η ισορροπία του Νας στο Εθνικό Θέατρο;9
Εδώ δεν έχουμε κανένα κυβερνητικό πρόγραμμα, καμία εφαρμοζόμενη «πολιτική της κρίσης», παρά μόνο την καλλιτεχνική διεύθυνση ενός θεάτρου και την παραγωγή μιας παράστασης. Οι πολιτικοί, είτε οι κυβερνώντες –όπως ο Αριστείδης Μπαλτάς– είτε οι αντιπολιτευόμενοι –όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης–, δεν πρωταγωνιστούν εδώ, δεν θέτουν τίποτε σε κίνηση, αναλαμβάνουν ρόλο εκ των υστέρων, καθίστανται, δηλαδή, μάλλον αντικείμενα της αφήγησης παρά αφηγητές.
Αυτό που θέτει τα πράγματα σε κίνηση, αυτό που αφηγείται, είναι ένας λόγος διάχυτος στη δημοσιότητα, στα ΜΜΕ, στα κοινωνικά δίκτυα, ο οποίος θεσπίζει την απαγόρευση με την έννοια του τι είναι διανοητό και τι αδιανόητο να ειπωθεί: η τρομοκρατία δεν επιτρέπεται να εμφανίζεται στη δημοσιότητα σε κανένα άλλο πλαίσιο εκτός από αυτό της καταδίκης.
Είναι αδιανόητο να αρθρώσεις τις λέξεις «17 Νοέμβρη» αν δεν έχεις σκοπό να πεις πως είναι δολοφόνοι δίχως κανέναν άλλο ποιοτικό προσδιορισμό – πολιτικό ή ιστορικό ή οποιουδήποτε είδους.
Δεν έχει σημασία αν καλλιτεχνείς –κι αν το έργο δεν ήταν καν «του Ξηρού»– ή αν μελετάς, η δημοσιότητα είναι στο εξής έτσι δομημένη ώστε να προκαθορίζει τη συζήτηση: τι επιτρέπεται και τι όχι να αρθρωθεί.
Σ’ αυτό το περιστατικό, που τόσο απέχει εκ πρώτης όψεως από τη συνήθη συζήτηση για «μεταρρυθμίσεις» και «ευρωπαϊκή πορεία», φαίνεται ξεκάθαρα η αυτονομία ενός λόγου που αποσκοπεί πρωτίστως να μετασχηματίσει και να θεσπίσει τα όρια του εφικτού πολιτικά στο πλαίσιο της δημοσιότητας. Αυτό είναι το Ακραίο Κέντρο. Όχι απλώς ένα σύνολο πολιτικών θέσεων. Αλλά μια τεχνολογία για την ολοκληρωτική κατίσχυσή τους.
Εδώ δεν έχουμε κανένα κυβερνητικό πρόγραμμα, καμία εφαρμοζόμενη «πολιτική της κρίσης», παρά μόνο την καλλιτεχνική διεύθυνση ενός θεάτρου και την παραγωγή μιας παράστασης. Οι πολιτικοί, είτε οι κυβερνώντες –όπως ο Αριστείδης Μπαλτάς– είτε οι αντιπολιτευόμενοι –όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης–, δεν πρωταγωνιστούν εδώ, δεν θέτουν τίποτε σε κίνηση, αναλαμβάνουν ρόλο εκ των υστέρων, καθίστανται, δηλαδή, μάλλον αντικείμενα της αφήγησης παρά αφηγητές.
Αυτό που θέτει τα πράγματα σε κίνηση, αυτό που αφηγείται, είναι ένας λόγος διάχυτος στη δημοσιότητα, στα ΜΜΕ, στα κοινωνικά δίκτυα, ο οποίος θεσπίζει την απαγόρευση με την έννοια του τι είναι διανοητό και τι αδιανόητο να ειπωθεί: η τρομοκρατία δεν επιτρέπεται να εμφανίζεται στη δημοσιότητα σε κανένα άλλο πλαίσιο εκτός από αυτό της καταδίκης.
Είναι αδιανόητο να αρθρώσεις τις λέξεις «17 Νοέμβρη» αν δεν έχεις σκοπό να πεις πως είναι δολοφόνοι δίχως κανέναν άλλο ποιοτικό προσδιορισμό – πολιτικό ή ιστορικό ή οποιουδήποτε είδους.
Δεν έχει σημασία αν καλλιτεχνείς –κι αν το έργο δεν ήταν καν «του Ξηρού»– ή αν μελετάς, η δημοσιότητα είναι στο εξής έτσι δομημένη ώστε να προκαθορίζει τη συζήτηση: τι επιτρέπεται και τι όχι να αρθρωθεί.
Σ’ αυτό το περιστατικό, που τόσο απέχει εκ πρώτης όψεως από τη συνήθη συζήτηση για «μεταρρυθμίσεις» και «ευρωπαϊκή πορεία», φαίνεται ξεκάθαρα η αυτονομία ενός λόγου που αποσκοπεί πρωτίστως να μετασχηματίσει και να θεσπίσει τα όρια του εφικτού πολιτικά στο πλαίσιο της δημοσιότητας. Αυτό είναι το Ακραίο Κέντρο. Όχι απλώς ένα σύνολο πολιτικών θέσεων. Αλλά μια τεχνολογία για την ολοκληρωτική κατίσχυσή τους.
Η εκσυγχρονιστική προϊστορία
Η εμφάνιση του Ακραίου Κέντρου είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή δίχως αναφορά στην έννοια του εκσυγχρονισμού, η οποία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τουλάχιστον, ξεκινά πράγματι να ορίζεται από το Κέντρο μέσω της εξαίρεσής της από τον «παραδοσιακό» πολιτικό ανταγωνισμό. Στο εξής, το περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού δεν συναρτάται με το αν συνιστά μια «δεξιά» ή μια «αριστερή» θεώρηση –που σημαίνει:
δεν συναρτάται με το αν εκπροσωπεί κάποιες κοινωνικές ομάδες αντί για κάποιες άλλες, κάποια συμφέροντα αντί για κάποια άλλα, κάποιες τάξεις αντί για κάποιες άλλες–, αλλά με την εφαρμογή «ρεαλιστικών» μέτρων που θα επιτύχουν «ανάπτυξη», δηλαδή με το αν επιθυμεί τελικά κανείς την «πρόοδο» αντί για τη «στασιμότητα».
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη του εκσυγχρονισμού, δεν υπάρχει «αριστερή» ή «δεξιά» πρόοδος, υπάρχει απλώς πρόοδος. Το πολιτικό ρήγμα, ως εκ τούτου, δεν βρίσκεται ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, αλλά ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν την πρόοδο και σε αυτούς που της αντιστέκονται.
Από μια άποψη, συνεπώς, δεν είναι αθέμιτο να μιλήσει κανείς για έναν «ριζοσπαστισμό» του Κέντρου, από τη στιγμή που μέσω ενός προτάγματος υπέρβασης, το Κέντρο καθίσταται η δύναμη που επιδιώκει ουσιαστική αλλαγή στην κοινωνία – ουσιαστική με την έννοια του ότι δρομολογεί και υλοποιεί πραγματικούς, βιωμένους και ριζικούς μετασχηματισμούς στο κοινωνικό πεδίο, οργανώνει τους πληθυσμούς και τα σώματα με διαφορετικό τρόπο, διασπά και επανορίζει τις κοινωνικές σχέσεις και τα πολιτικά επίδικα, ανασυγκροτεί εντέλει την ίδια την αυτοαντίληψη της κοινωνίας.
δεν συναρτάται με το αν εκπροσωπεί κάποιες κοινωνικές ομάδες αντί για κάποιες άλλες, κάποια συμφέροντα αντί για κάποια άλλα, κάποιες τάξεις αντί για κάποιες άλλες–, αλλά με την εφαρμογή «ρεαλιστικών» μέτρων που θα επιτύχουν «ανάπτυξη», δηλαδή με το αν επιθυμεί τελικά κανείς την «πρόοδο» αντί για τη «στασιμότητα».
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη του εκσυγχρονισμού, δεν υπάρχει «αριστερή» ή «δεξιά» πρόοδος, υπάρχει απλώς πρόοδος. Το πολιτικό ρήγμα, ως εκ τούτου, δεν βρίσκεται ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, αλλά ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν την πρόοδο και σε αυτούς που της αντιστέκονται.
Από μια άποψη, συνεπώς, δεν είναι αθέμιτο να μιλήσει κανείς για έναν «ριζοσπαστισμό» του Κέντρου, από τη στιγμή που μέσω ενός προτάγματος υπέρβασης, το Κέντρο καθίσταται η δύναμη που επιδιώκει ουσιαστική αλλαγή στην κοινωνία – ουσιαστική με την έννοια του ότι δρομολογεί και υλοποιεί πραγματικούς, βιωμένους και ριζικούς μετασχηματισμούς στο κοινωνικό πεδίο, οργανώνει τους πληθυσμούς και τα σώματα με διαφορετικό τρόπο, διασπά και επανορίζει τις κοινωνικές σχέσεις και τα πολιτικά επίδικα, ανασυγκροτεί εντέλει την ίδια την αυτοαντίληψη της κοινωνίας.
Οι θεωρητικές προϋποθέσεις του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος έχουν περιγραφεί με σαφήνεια από τον Νικηφόρο Διαμαντούρο, όπως έχουμε επισημάνει και αλλού,10 πανεπιστημιακό, συνήγορο του πολίτη και ευρωπαίο διαμεσολαβητή το πάλαι, ο οποίος –σε ένα μάλλον αποκαλυπτικό επιστέγασμα της σταδιοδρομίας του– πολιτεύτηκε με το Ποτάμι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
Στο πόνημα με τίτλο Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης (γραμμένο αρχικά στα αγγλικά, το 1993, και εκδοθέν στα ελληνικά το 2000),11 ο Ν. Διαμαντούρος περιγράφει την ελληνική ιδιοσυστασία ως συγκροτούμενη από δύο πολιτισμικές ομάδες: Η μία είναι τα υπόσκυλα (underdogs), κοινωνοί μιας κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, κρατικιστικό προσανατολισμό και «διχοστασία» απέναντι στον καπιταλισμό και το μηχανισμό της αγοράς, προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό και προσκόλληση σε προκαπιταλιστικές πρακτικές.
Στον αντίποδα αυτής της κουλτούρας, υπάρχει μια άλλη που είναι προοδευτική, κοσμική και εξωστρεφής, που εμπνέεται από τα έθνη της βιομηχανικής Δύσης και αναζητεί σε αυτά στήριγμα για να εφαρμόσει τα προγράμματά της, ενώ ταυτίζεται με μεταρρυθμίσεις στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτεία που προωθούν τον εξορθολογισμό στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής και καπιταλιστικής προοπτικής.
Αν και η μελέτη του Ν. Διαμαντούρου δεν κρύβει την προτίμησή της προς την πλευρά των «προοοδευτικών», εντούτοις δεν εντάχθηκε σε μια πολεμική αλλά αποτελεί μάλλον υπόδειγμα ηγεμονικού ύφους. Άλλωστε, πρέπει να επισημανθεί πως η περίοδος του εκσυγχρονισμού βρίσκει ένα μέρος της διανόησης της Aνανεωτικής Αριστεράς συμπαραταγμένη με αρκετά από τα προκείμενά του –με όχι ασήμαντο ανάμεσά τους την κριτική προς το «λαϊκισμό»–, γεγονός που φωτίζει το πώς στην πορεία εξέλιξης του εκσυγχρονιστικού λόγου προκύπτει η κατασκευή μιας Αριστεράς που κατατάσσεται κι αυτή στις δυνάμεις που υπερασπίζονται τις γνήσιες αστικές, ευρωπαϊκές αξίες –μια οιονεί «ανέκαθεν κεντρώα» Αριστερά–, την οποία το Ακραίο Κέντρο διεκδικεί με διάφορες τακτικές στις μέρες μας. Με τη συμμετοχή μιας αριστερής διανόησης στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα,12 το ιδεολόγημα της υπέρβασης του παραδοσιακού πολιτικού ανταγωνιστικού άξονα εδραιώνεται, γεγονός που δεν επιτρέπει να μας εκπλήσσει το πώς κατά τη διάρκεια της κρίσης μια μερίδα των δημοσιολόγων του Ακραίου Κέντρου αυτοβιογραφείται ως καταγόμενη από αυτή – και, σε δεύτερο χρόνο, όχι απλά ως καταγόμενη αλλά και ως εκείνη που σώζει την ιστορική προοπτική της Αριστεράς. Θεωρούμε, μάλιστα, πως θα ήταν άδικο να αρνηθούμε αβασάνιστα στο Ακραίο Κέντρο τη διεκδίκηση αυτής του της παράδοσης – πόσο μάλλον όταν, σε μια σειρά κομβικών ζητημάτων, ολοκληρώνει μάλλον παρά διαστρέφει παραδοχές της Ανανεωτικής Αριστεράς.13
Στο πόνημα με τίτλο Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης (γραμμένο αρχικά στα αγγλικά, το 1993, και εκδοθέν στα ελληνικά το 2000),11 ο Ν. Διαμαντούρος περιγράφει την ελληνική ιδιοσυστασία ως συγκροτούμενη από δύο πολιτισμικές ομάδες: Η μία είναι τα υπόσκυλα (underdogs), κοινωνοί μιας κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, κρατικιστικό προσανατολισμό και «διχοστασία» απέναντι στον καπιταλισμό και το μηχανισμό της αγοράς, προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό και προσκόλληση σε προκαπιταλιστικές πρακτικές.
Στον αντίποδα αυτής της κουλτούρας, υπάρχει μια άλλη που είναι προοδευτική, κοσμική και εξωστρεφής, που εμπνέεται από τα έθνη της βιομηχανικής Δύσης και αναζητεί σε αυτά στήριγμα για να εφαρμόσει τα προγράμματά της, ενώ ταυτίζεται με μεταρρυθμίσεις στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτεία που προωθούν τον εξορθολογισμό στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής και καπιταλιστικής προοπτικής.
Αν και η μελέτη του Ν. Διαμαντούρου δεν κρύβει την προτίμησή της προς την πλευρά των «προοοδευτικών», εντούτοις δεν εντάχθηκε σε μια πολεμική αλλά αποτελεί μάλλον υπόδειγμα ηγεμονικού ύφους. Άλλωστε, πρέπει να επισημανθεί πως η περίοδος του εκσυγχρονισμού βρίσκει ένα μέρος της διανόησης της Aνανεωτικής Αριστεράς συμπαραταγμένη με αρκετά από τα προκείμενά του –με όχι ασήμαντο ανάμεσά τους την κριτική προς το «λαϊκισμό»–, γεγονός που φωτίζει το πώς στην πορεία εξέλιξης του εκσυγχρονιστικού λόγου προκύπτει η κατασκευή μιας Αριστεράς που κατατάσσεται κι αυτή στις δυνάμεις που υπερασπίζονται τις γνήσιες αστικές, ευρωπαϊκές αξίες –μια οιονεί «ανέκαθεν κεντρώα» Αριστερά–, την οποία το Ακραίο Κέντρο διεκδικεί με διάφορες τακτικές στις μέρες μας. Με τη συμμετοχή μιας αριστερής διανόησης στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα,12 το ιδεολόγημα της υπέρβασης του παραδοσιακού πολιτικού ανταγωνιστικού άξονα εδραιώνεται, γεγονός που δεν επιτρέπει να μας εκπλήσσει το πώς κατά τη διάρκεια της κρίσης μια μερίδα των δημοσιολόγων του Ακραίου Κέντρου αυτοβιογραφείται ως καταγόμενη από αυτή – και, σε δεύτερο χρόνο, όχι απλά ως καταγόμενη αλλά και ως εκείνη που σώζει την ιστορική προοπτική της Αριστεράς. Θεωρούμε, μάλιστα, πως θα ήταν άδικο να αρνηθούμε αβασάνιστα στο Ακραίο Κέντρο τη διεκδίκηση αυτής του της παράδοσης – πόσο μάλλον όταν, σε μια σειρά κομβικών ζητημάτων, ολοκληρώνει μάλλον παρά διαστρέφει παραδοχές της Ανανεωτικής Αριστεράς.13
Προβληματοποιώντας την εικόνα της Ελλάδας ως ευρωπαϊκής δύναμης, η κρίση που ρίζωσε το 2010 τερμάτισε την εκσυγχρονιστική νηνεμία: η μεταπολιτική πορεία του Κέντρου, που βρέθηκε στο απόγειο της επιδραστικότητάς της κατά τη διακυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, επιδραστικότητα την οποία διατήρησε και κατά τη διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, άρχισε να παίρνει μια πολύ πιο επιθετική μορφή.
Στην υψηλής πίεσης πολιτική κατάσταση που προέκυψε, ο εκσυγχρονιστικός λόγος μεταλλάχθηκε από την αφ’ υψηλού αυτοβιογραφία του μεταπολιτικά ηγεμονεύοντος εν καιρώ ειρήνης Κέντρου στην επιθετική κοινωνική περιγραφή του μεταπολιτικά ηγεμονεύοντος εν καιρώ πολέμου Ακραίου Κέντρου.
Στην υψηλής πίεσης πολιτική κατάσταση που προέκυψε, ο εκσυγχρονιστικός λόγος μεταλλάχθηκε από την αφ’ υψηλού αυτοβιογραφία του μεταπολιτικά ηγεμονεύοντος εν καιρώ ειρήνης Κέντρου στην επιθετική κοινωνική περιγραφή του μεταπολιτικά ηγεμονεύοντος εν καιρώ πολέμου Ακραίου Κέντρου.
Η αυτοκατανόηση που αναδεικνύεται, συνεπώς, στη δήλωση περί «ριζοσπαστικού κέντρου» του Χάρη Θεοχάρη σηματοδοτεί μια στιγμή πολύ σημαντικότερη απ’ ό,τι εν πρώτοις υπολογίζει κανείς. Το πεδίο που έχει διανοίξει και στο οποίο ηγεμονεύει ο λόγος του Ακραίου Κέντρου μοιάζει έτοιμο –επιτέλους – να υποδεχτεί ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα αξιοποιεί με ενεργητικό τρόπο τους μετασχηματισμούς που ο λόγος αυτός έχει επιφέρει στη δημόσια συζήτηση.
_____
1 Βλ. «Ο Στ. Θεοδωράκης πρέπει να φερθεί με γενναιότητα», συνέντευξη στον Κ. Ζούλα, Καθημερινή, 17.01.2016.
2 Βλ. Chantal Mouffe, “The Radical Centre. A Politics Without Adversary”, Soundings, issue 9, Summer 1998.
3 Η συζήτηση για το «ριζοσπαστικό κέντρο», μολονότι όχι τόσο γνωστή στην Ελλάδα, έχει απασχολήσει τον πολιτικό στοχασμό ιδιαίτερα στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ. Βλ. ενδεικτικά Renata Adler, Toward a Radical Middle: Fourteen Pieces of Reporting and Criticism, Random House, 1969· Anthony Giddens,Beyond Left and Right, Polity, 1994· Ted Halstead, Michael Lind, The Radical Center: The Future of American Politics, Anchor Books, 2001.
4 Βλ., ενδεικτικά: Αντώνης Λιάκος, «Πού βρίσκονται τα άκρα και ποιον απειλούν;», 22.04.2012, διαδικτυακή δημοσίευση· Άκης Γαβριηλίδης, «Ο ολοκληρωτισμός της “μη βίας” και τα αδιέξοδα του ακραίου κέντρου», Nomadic Universality, 14.07.2012, διαδικτυακή δημοσίευση· Γιώργος Φαράκλας, «Το ακραίο κέντρο», Η Αυγή, 9-2012· Giorgos Katsampekis, Yannis Stavrakakis, “Populism, Anti-Populism and European Democracy: a View from the South”, opendemocracy.net, 23.07.2013, διαδικτυακή δημοσίευση· Δημήτρης Παπανικολάου, «Λίγα πράγματα που ξέρω για το Ακραίο Κέντρο», UNFOLLOW 33, Σεπτέμβριος 2014.
5 Η ακραιφνώς μεταπολιτική φύση των διακυβερνήσεων της κρίσης μπορεί να εξηγήσει την ευκολία με την οποία οι δυνάμεις του Κέντρου υποστηρίχθηκαν σε διάφορες φάσεις από την ακροδεξιά αλλά και από μερίδα της Aνανεωτικής Αριστεράς. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να διερευνηθεί και η συνθηκολόγηση της αυτοοριζόμενης ως «ριζοσπαστικής» Αριστεράς και ο τρόπος υπεράσπισης αυτής της συνθηκολόγησης μετά το καλοκαίρι του 2015.
6 Βλ. και Α. Ζενάκος, Χ. Νάτσης, «Ο λόγος του Ακραίου Κέντρου: Από την κριτική της βίας στη δημοκρατία ως συμμόρφωση», UNFOLLOW, διαδικτυακή δημοσίευση.
7 Βλ. Pierre Serna, La République des girouettes. 1789-1815 et au-delà. Une anomalie politique française, la France de l’extrême centre, Champ Vallon, 2005.
8 Βλ. Tariq Ali, The Extreme Centre. A Warning, Verso, 2015.
9 Βλ. και Χ. Νάτσης, «Για το κατέβασμα της παράστασης Η ισορροπία του Νας: Η κενή σκηνή της ακραιοκεντρώας ηγεμονίας», UNFOLLOW, διαδικτυακή δημοσίευση.
10 Βλ. Α. Ζενάκος, Χ. Νάτσης, «Ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, το Ακραίο Κέντρο και η Αριστερά», UNFOLLOW, διαδικτυακή δημοσίευση.
11 Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, μτφρ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000.
12 Βλ. Έφη Γιαννοπούλου, Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου, «Η χρεοκοπία των ελίτ ΙΙ: Γενεαλογία μιας διανόησης του ευρώ», UNFOLLOW 45 (Σεπτέμβριος 2015).
13 Βλ. και στο παρόν τεύχος, «Ρηγάδες του “Ναι”, του “Όχι” και –αρκετά συχνά– της εξουσίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου