Στην αυριανή τελική αναμέτρηση των δύο υποψήφιων προέδρων της Νέας Δημοκρατίας δεσπόζει για ακόμα μία φορά ο εσωτερικός ανταγωνισμός δύο πολιτικών ομάδων του κόμματος που αναφέρονται σε δύο ιστορικούς ηγέτες της μεταπολεμικής Δεξιάς: τον αναμφισβήτητο γενάρχη του κόμματος και τον αναβιωτή του μετά την οκταετία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Μπορεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να έχει πεθάνει και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να έχει αποσυρθεί από την πολιτική δράση, αλλά και οι δυο τους εξακολουθούν να επηρεάζουν τις εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο της Κεντροδεξιάς, όχι μόνο μέσω των άμεσων συγγενών τους, οι οποίοι πολιτεύονται, αλλά και μέσω των πολιτικών επιγόνων τους.
Από τη μια μεριά έχουμε την παρουσία ενός Μητσοτάκη στην κούρσα της διαδοχής του κ. Σαμαρά, και από την άλλη την ανοιχτή στήριξη που παρέχει ο Κώστας Καραμανλής στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη.
Αυτή η αντίθεση είναι τόσο αυτονόητη μεταξύ των οπαδών της παράταξης, ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να δίνει όρκους χειραφέτησης από την πολιτική παράδοση του πατέρα του. Μάλιστα πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η στήριξη της Ντόρας Μπακογιάννη στον κ. Μεϊμαράκη υπήρξε προϊόν οικογενειακής συνεννόησης, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί και η απτή απόδειξη ότι ο Κυριάκος είναι πλέον αυτόνομος από τα δεσμά του «Μητσοτακέικου», κάτι που εξάλλου είχε επιχειρήσει να αποδείξει και όταν διαφοροποιήθηκε από την αδελφή του και δεν την ακολούθησε στη θνησιγενή περιπέτεια του δικού της κόμματος.
Από την άλλη μεριά και ο ίδιος ο κ. Μεϊμαράκης είναι προϊόν του ίδιου πολιτικού κλίματος, εφόσον αναδείχθηκε στην ηγεσία της ΟΝΝΕΔ την πρώτη περίοδο της αρχηγίας Μητσοτάκη, ενώ επί χρόνια τον συνόδευε το προσωνύμιο «Ντοράκι», υποτιμητικό βέβαια και ίσως άδικο, αλλά ενδεικτικό για την τοποθέτησή του στα εσωκομματικά στρατόπεδα.
Αλλά αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις απλώς επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο εν λόγω εμφύλιος διχασμός της παράταξης δεν υποκρύπτει αποκλίνοντα πολιτικά διακυβεύματα. Αυτή άλλωστε υπήρξε πάντοτε η ιδιοτυπία των αντιθέσεων μεταξύ «Μητσοτάκηδων» και «Καραμανλήδων».
Το πολιτικό περιεχόμενο των διαφορών τους ήταν πάντοτε δευτερεύον και οπωσδήποτε θολό. Μεγαλύτερη σημασία είχε η παράδοση της ιστορικής τους προέλευσης και η αναπαραγωγή των πολιτικών ομάδων που τους ακολουθούσαν σε κάθε ιστορική συγκυρία.
Δεν πρέπει να λησμονηθούν και οι επιχειρηματικές ομάδες που συντάχθηκαν κατά καιρούς με τον έναν ή τον άλλο -και βέβαια τα εκδοτικά συγκροτήματα, τα οποία μετέχουν ενίοτε με πάθος και χωρίς αρχές σ’ αυτήν την αέναη διαπάλη. Πρόσφατο παράδειγμα ο ΔΟΛ, ο οποίος, μετά την αποκατάσταση του Κωνσταντίνου Γκλίξμπουργκ, θέλησε να επηρεάσει τις εσωκομματικές διεργασίες, ρίχνοντας το βάρος του υπέρ του Απ. Τζιτζικώστα στον πρώτο γύρο και υπέρ του Κ. Μητσοτάκη στον δεύτερο.
1955: Η μάχη που δεν δόθηκε
Η πρώτη σύγκρουση σημειώνεται τον Οκτώβριο του 1955, όταν αιφνιδιαστικά ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε στον Καραμανλή την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη θέση του Αλ. Παπάγου, που μόλις είχε πεθάνει, και όχι σε έναν από τους δύο τότε αντιπροέδρους του Ελληνικού Συναγερμού, τον Στ. Στεφανόπουλο και τον Π. Κανελλόπουλο.
Ο Μητσοτάκης, ο οποίος ανήκε τότε στο μικρό κόμμα Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ενωση με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, επιχείρησε να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται ο ίδιος, σε διήγησή του το 1989 προς τον επίσημο βιογράφο του:
Για τον Παπάγο ήταν γνωστό ότι ήταν άρρωστος, αλλά δεν ξέραμε λεπτομέρειες και πόσο καιρό θα ζούσε. Ποιος υποστήριζε τον Καραμανλή; Ισως τα Ανάκτορα, ίσως οι Αμερικανοί. Η άποψή μου είναι ότι τον προτίμησαν οι Αμερικανοί και δευτερευόντως το Παλάτι.
Στην ίδια εξιστόρηση ο Μητσοτάκης παραδέχεται ότι «ο Καραμανλής ήταν η σωστή επιλογή για την παράταξή του» και ότι «ακόμα και ο Σοφοκλής Βενιζέλος τον κοιτούσε με θετικό μάτι [...] Μόνο ο Γεώργιος Μπακατσέλος κι εγώ τους το τονίζαμε, ότι η συντηρητική παράταξη απέκτησε έναν καινούργιο ικανό ηγέτη που, αν δεν προσέξουμε, θα μείνουμε για χρόνια στην αντιπολίτευση.
Εγώ τότε έλεγα ότι είναι λάθος το Κέντρο να αφήσει ανενόχλητα να δημιουργηθεί ένας αντίπαλος ηγέτης. Σίγουρα ήταν μια κομματική άποψη, αλλά εκείνη την εποχή αγωνιζόμουν για την παράταξη». «Αναζητούσα έναν τρόπο να εμποδίσουμε τον Καραμανλή», θυμάται ο Κ. Μητσοτάκης. Κι αυτό έπρεπε να γίνει «πριν να σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση και πριν να πάρει την πρώτη ψήφο εμπιστοσύνης το ’55, πριν πάμε στο μέτωπο του ’56».
Το σχέδιο του Μητσοτάκη ήταν να προκληθούν αναπληρωματικές εκλογές με παραίτηση των βουλευτών σε δύο περιφέρειες, στην Κρήτη και την Αθήνα. Την παραμονή των προεκλογικών δηλώσεων Καραμανλή, ο Μητσοτάκης αποκάλυψε το σχέδιό του στον Σ. Βενιζέλο:
Θα αφήσουμε τον Καραμανλή να εκφωνήσει τον λόγο του για τις προεκλογικές δηλώσεις. Και άμα τελειώσει, θα βγεις στο βήμα και δεν θα πεις τίποτα παρά μόνο: “Κύριε πρόεδρε, κύριοι βουλευτές, προκαλούμε τον κύριο Καραμανλή σε αναπληρωματική εκλογή, ώστε να κληθεί ο λαός να αποφασίσει. Πάρτε τις παραιτήσεις μας, κύριε πρόεδρε”. Και εκείνη την ώρα να του δώσεις τις παραιτήσεις, να σταματήσει η συζήτηση και να πάμε σε αναπληρωματική εκλογή.1
Τελικά το σχέδιο Μητσοτάκη δεν εφαρμόστηκε. Αλλά στην αμέσως επόμενη περίοδο ήταν ο Μητσοτάκης εκείνος ο οποίος αντιδρούσε στη σύμπηξη ενός Μετώπου σύσσωμης της αντιπολίτευσης απέναντι στον Καραμανλή.
Το Μέτωπο εντούτοις σχηματίστηκε ως Δημοκρατική Ενωση, αλλά στις εκλογές του 1956 επικράτησε η ΕΡΕ του Καραμανλή, χάρη στον εκλογικό νόμο που της εξασφάλισε πλειοψηφία εδρών, παρά το γεγονός ότι υστερούσε σε ψήφους. Και ο επίσημος βιογράφος του Μητσοτάκη θα χαρακτηρίσει λάθος «την προσχώρηση σε ένα είδος εθνικής σταυροφορίας εναντίον του Καραμανλή, που συνένωνε την άκρα Αριστερά με το Κέντρο και την εκτός ΕΡΕ Δεξιά. Ο “κοινός εχθρός”, που ήταν ο Καραμανλής, ήταν ένας απλός “εκλογικός” εχθρός. Ο συνασπισμός εναντίον του και ο “εκλογικίστικος” χαρακτήρας του δεν έπειθε τον μέσο πολίτη».
Οπως επιχειρεί τουλάχιστον να μας πείσει σήμερα, ο Μητσοτάκης είχε πολιτική αντίθεση με το Μέτωπο και βρισκόταν πιο κοντά στον Καραμανλή:
Ο “κεντρώος” χώρος, και ιδιαίτερα η ομάδα της “Ελευθερίας” (Καρτάλης, Μητσοτάκης), είχε ενστερνισθεί την ιδέα του εκσυγχρονισμού του κράτους. Αυτόν τον αναλάμβανε ο Καραμανλής. Μια “πανστρατιά” εναντίον του, όπως ήταν του Μετώπου, μπορούσε να ερμηνευθεί ως αντίθεση στο εκσυγχρονιστικό και αναπτυξιακό του έργο –και έτσι παρουσιάστηκε από την ΕΡΕ κατ’ επανάληψη, όπως ήταν φυσικό.2
Για την πολιτική αμηχανία του Μητσοτάκη απέναντι στον Καραμανλή της πρώτης τετραετίας ενδεικτική η συμμετοχή του στη σύμπηξη στις 6/2/1960 ενός υβριδικού πολιτικού σχήματος, της Νέας Πολιτικής Κίνησης, η οποία έμεινε γνωστή με το όνομα «Ομάδα των Δέκα».
Το ενδιαφέρον είναι ότι σ’ αυτήν συμμετείχαν στελέχη του Κέντρου, αλλά και της Δεξιάς, και μάλιστα οι φιλοβασιλικοί. Η Κίνηση δεν μακροημέρευσε, εξαιτίας ακριβώς αυτής της πολιτικής ανομοιογένειας, αλλά και διότι «από την πρώτη στιγμή τη βαρύνει η υποψία της κοινής γνώμης, ότι έχει την ανακτορική εύνοια, εξαιτίας κυρίως της συμμετοχής των Π. Παπαληγούρα και Γ. Ράλλη, που πρωτοστάτησαν στη διάσπαση της ΕΡΕ το 1958».3
Σε όλο αυτό το διάστημα υπήρξαν αντιπαραθέσεις Μητσοτάκη-Καραμανλή στο Κοινοβούλιο, αλλά ποτέ δεν πήραν τη μορφή ακραίας οξύτητας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις η συζήτηση για τη νομιμότητα της επιτροπής που είχε αναλάβει την ένταξη υπαλλήλων των διάφορων τεχνικών υπηρεσιών του Κράτους στο υπουργείο Δημοσίων Εργων (15/2/1954) και η σύσταση της «Ελληνικής Αεροπορικής Εταιρείας ΤΑΕ» (22.3.1955).4
Ακόμα και στην πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Καραμανλή για τον χειρισμό του Κυπριακού και την οικονομική πολιτική (21-24/5/1956) ο Μητσοτάκης θα είναι συγκρατημένος.
1961-1967: Από τον «ανένδοτο» στην... ΕΡΕ
Η βία και η νοθεία που ασκήθηκαν στις εκλογές του 1961 οδήγησαν τον Κώστα Μητσοτάκη ως ηγετικό στέλεχος και υποψήφιο δελφίνο της Ενωσης Κέντρου να κρατήσει σκληρή στάση απέναντι στον Καραμανλή.
Κατά την πολιτική αντιπαράθεση που ακολούθησε και έχει μείνει στην Ιστορία ως περίοδος του «ανένδοτου αγώνα», ο Μητσοτάκης εμφανίζεται αδιάλλακτος αντιδεξιός και φυσικά αντικαραμανλικός στο πλευρό του Γεωργίου Παπανδρέου. Εξαιτίας της στάσης του αυτής μαζί με τον στενό του συνεργάτη και εκδότη της «Ελευθερίας» Πάνο Κόκκα καταγράφονται από το «Αρχείο Καραμανλή» ως οι δύο «έξαλλοι» της Ενωσης Κέντρου.5
Οπως, μάλιστα, αναφέρει σημείωμα που θα υπαγορεύσει ο Καραμανλής το 1969, ο Μητσοτάκης και ο Στεφανόπουλος σε μια επίσκεψη που του έκαναν στο Παρίσι, το καλοκαίρι του 1968, θα του πουν ότι αρχικά ο Παπανδρέου δεν ήθελε καθόλου να καταγγείλει το εκλογικό πραξικόπημα.6 Υποτίθεται ότι τον παρέσυραν ο Μητσοτάκης και η «Ελευθερία» του Κόκκα.
Στις 20/4/1962 Καραμανλής και Μητσοτάκης θα έρθουν σε άμεση σύγκρουση, όταν ο δεύτερος εκ μέρους της Ενωσης Κέντρου θα ζητήσει άδεια για λαϊκή συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας και η κυβέρνηση θα το αρνηθεί. Τελικά, η συγκέντρωση θα πραγματοποιηθεί στην πλατεία Καρύτση και η αστυνομία θα επιχειρήσει να την αποτρέψει, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν δεκάδες πολίτες.7 Και στη Βουλή την ίδια περίοδο (8/1/1963) ο Μητσοτάκης θα καταγγείλει τη σύμβαση με τον όμιλο Tom Pappas ως «χειροτέρα από το άκρον άωτον των αποικιακών συμβάσεων που μόνον εις κράτος κάφρων θα ηδύνατο να συναφθή».8
Ολα αυτά άλλαξαν με το βασιλικό πραξικόπημα του 1965 και την πρόσδεση του Μητσοτάκη μέσω των Ανακτόρων στην ΕΡΕ. Η μετάλλαξη συνέβη προτού ακόμα εκδηλωθεί η «αποστασία». Οταν στις 25/1/1965 κατατέθηκε στη Βουλή από βουλευτές της ΕΔΑ πρόταση παραπομπής στο Ειδικό Δικαστήριο του Καραμανλή και στελεχών της κυβέρνησής του για διαχειριστικές ανωμαλίες της ΔΕΗ, σχετικές με την υπογραφή της σύμβασης με τη βιομηχανία αλουμινίου, ο Μητσοτάκης θα ηγηθεί της ομάδας των βουλευτών της Ενωσης Κέντρου που θα απορρίψουν το αίτημα, παρά την αντίθετη απόφαση της ηγεσίας του κόμματος και προσωπικά του Γεωργίου Παπανδρέου.9
Πολύ αργότερα, ο Μητσοτάκης θα κάνει την αυτοκριτική του: «Τότε τον αδικήσαμε τον Καραμανλή, τον χτυπήσαμε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι δικαιολογείτο».10 Και θα προσπαθήσει σε διήγηση του 1989 να γεφυρώσει τις διαφορές: «Εγώ με τον Καραμανλή είχα περίεργες σχέσεις. Ημασταν φίλοι παλαιότερα, στην αρχή, στο ξεκίνημα, οι γυναίκες μας τότε ήταν στενές φίλες, η Αμαλία με τη Μαρίκα, συμμαθήτριες. Αλλά στην πορεία με τον Καραμανλή είχα και πολλές φορές δυσάρεστες προσωπικές σχέσεις ή διακεκομμένες προσωπικές σχέσεις».11
Πάντως στις 6/1/1967, το «Αρχείο Καραμανλή» καταγράφει το γεγονός ότι η ομάδα Σπ. Μαρκεζίνη, Στ. Στεφανόπουλου και Κ. Μητσοτάκη εξέφρασαν την πρόθεση «να μετάσχουν σε ενιαίο παραταξιακό σχηματισμό με ηγέτη τον Κ. Καραμανλή, μόνο ικανό να ανταποκριθεί στις τρέχουσες κρίσιμες περιστάσεις».12 Η επίσημη βιογραφία του Μητσοτάκη το διαψεύδει:
Ο Μητσοτάκης είχε κλείσει την πόρτα του “εθνικού μετώπου” υπό τον Κ. Καραμανλή».13 Αλλά το «Αρχείο» Καραμανλή διασώζει σχετικό ενημερωτικό σημείωμα του Μανώλη Κεφαλογιάννη, όπου η πρόταση Μητσοτάκη καταγράφεται ως «εκλογικόν μέτωπον ή κόμμα υπό την ηγεσίαν του κ. Καραμανλή το οποίον θα περιλάβη όλας τας δυνάμεις από την ΕΡΕ μέχρι του κ. Τσιριμώκου», ενώ «ο κ. Καραμανλής έχει το απόλυτον δικαίωμα επιλογής των προσώπων (δηλ. δύναται να αποκλείση όποιον θέλει).
Ο Καραμανλής δεν φάνηκε να συγκινείται ιδιαίτερα από αυτήν την παράδοση «άνευ όρων» του Μητσοτάκη. Με μία ψυχρή δήλωση απέρριψε όλες τις παρεμφερείς προτάσεις που του υποβάλλονταν εκείνη την περίοδο: «Εκτιμώ την θέσιν που λαμβάνουν απέναντί μου. Δεν ημπορώ όμως να συζητήσω εφ’ όσον εμμένω εις την αποχήν μου εκ της πολιτικής». Αμέσως μετά ο Καραμανλής αναχώρησε για διακοπές στις Μπαχάμες.14
1968-1974: Τυφλό ραντεβού στο Παρίσι
Την περίοδο της δικτατορίας βρέθηκαν στο Παρίσι τόσο ο Καραμανλής όσο και ο Μητσοτάκης. Αμέσως μετά τη φυγή του από την Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1968, ο Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Καραμανλή και τέσσερις μέρες αργότερα, στις 27/8/1968, θα ανακοινώσει ότι μοναδική λύση για την Ελλάδα είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Καραμανλή.
Ο Καραμανλής αργότερα σημειώνει: «Τούτο ήτο προς τιμήν του βέβαια, διότι κατά το παρελθόν υπήρξε από τους πλέον φανατικούς αντιπάλους μας. Ο ίδιος ανέπτυξε εις το εξωτερικόν αξιόλογον δραστηριότητα, δεν παρέλειπε δε να με συμβουλεύεται κατά καιρούς».15 Με θερμά λόγια σχολίασε ο Μητσοτάκης και τις δηλώσεις του Καραμανλή εναντίον του χουντικού καθεστώτος στις 30/9/1969.
Στα τέλη του 1972, σύμφωνα με την εξιστόρηση του Θεοδωράκη, είχε αποκλεισθεί η προοπτική για «λύση αντιστασιακή» απέναντι στη χούντα: «Το γεγονός αυτό το είχαμε διεξοδικά συζητήσει και αναλύσει με τον Μητσοτάκη και είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει μπροστά μας άλλος τρόπος για να πέσει η χούντα, παρά η “λύση Καραμανλή”».
Ο Μητσοτάκης ζήτησε από τον Θεοδωράκη να το πει πρώτος, τον Ιανουάριο του 1973: «Νομίζω ότι τώρα είναι η στιγμή. Πρέπει εσύ, σαν πρόεδρος του Πατριωτικού Μετώπου, να μιλήσεις για τη “λύση Καραμανλή”. Θα είναι ένα μήνυμα που θα ληφθεί από όλους: τον ελληνικό λαό, τους συνταγματάρχες και τον ίδιο τον Καραμανλή».
Ο Θεοδωράκης δέχτηκε. Και, όπως σημειώνει ο ίδιος, «από κει και πέρα η συνεργασία μας με τον Μητσοτάκη ήταν σχεδόν καθημερινή. Γιατί έπρεπε να ελέγχουμε και να προωθούμε προς το στόχο που είχαμε επιλέξει τις ποικίλες και αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε η αιφνίδια προβολή της “λύσης Καραμανλή” και μάλιστα από τα χείλη ενός πολιτικού του αντιπάλου [...] Μαζί με τον Κώστα Μητσοτάκη πήραμε πάνω μας την ιστορική ευθύνη και προσφέραμε όλες μας τις δυνάμεις για την πραγμάτωση της “λύσης Καραμανλή”».16
Τα πράγματα δεν ήταν πάντως ούτε τότε ρόδινα στις σχέσεις Καραμανλή-Μητσοτάκη. Ο Μητσοτάκης, που επισκεπτόταν τακτικά τον Γκλίξμπουργκ στη Ρώμη μαζί με τον Κόκκα, το 1968 εμφανίζεται επιφυλακτικός απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό.
Οπως αποκαλύπτει στο ημερολόγιό του ο τότε Αυλάρχης τού τέως, Λεωνίδας Παπάγος, στις 21/10/1968, «ο Μητσοτάκης θεωρεί ότι ο Καραμανλής δεν είναι αποφασιστικός. Τα θέλει όλα έτοιμα. Δεν συμμερίζεται τις απόψεις του ότι η επανάσταση θα εγκαταλείψει την αρχή οικειοθελώς. Τίποτα δεν πρόκειται να τους μετακινήσει επί του παρόντος».17
Σοβαρές επιφυλάξεις για τον Μητσοτάκη κρατούσε και από τη δική του πλευρά ο Καραμανλής. Οταν τον επισκέφτηκε στις 29/8/1969 ο Παπάγος στο Παρίσι, ο Καραμανλής απέδωσε τη διστακτικότητά του να αναλάβει πρωτοβουλίες μεταξύ άλλων και στον Μητσοτάκη: «Πώς λοιπόν να διεξαγάγω τον αγώνα; Με τον Μητσοτάκη τον οποίον δεν θέλουν καν να ακούσουν στην Ελλάδα ή με τον σωφέρ μου, τον Θεόδωρο;».18 Και στις 19/4/1970, ο Μητσοτάκης ενημερώνει τον Γκλίξμπουργκ ότι «η λύση Καραμανλή δεν βρίσκει απήχηση στους Αμερικανούς».19
1974: Η πίκρα της μεταπολίτευσης
Επιστρέφοντας από το Παρίσι τον Ιούλιο του 1974, ο Καραμανλής άφησε δυσαρεστημένους δύο από τους βασικούς συνομιλητές του της δικτατορικής περιόδου: τον Γκλίξμπουργκ και τον Μητσοτάκη. Η απόσταση που θέλησε να κρατήσει και από τους δύο είναι ευεξήγητη: στη συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας του λαού βαρύνονταν εξίσου για τις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου 1965-1967 που οδήγησαν στο πραξικόπημα. Αλλά, βέβαια, τόσο ο Γκλίξμπουργκ όσο και ο Μητσοτάκης αισθάνθηκαν προδομένοι.
«Ασε, αυτή ήταν η μεγαλύτερη πίκρα που πήρε ο Κώστας στην καριέρα του», θυμόταν αρκετά χρόνια αργότερα η Μαρίκα Μητσοτάκη. «Τον γέλασε, όπως δεν γελά κανείς τον εχθρό του. Οχι μόνο δεν τον έβαλε στον συνδυασμό (το ’74), αλλά δεν τον έβγαλε από τη φυλακή που τον έριξαν οι χουντικοί ευθύς μόλις γυρίσαμε (στην Ελλάδα). Είπε [ο Καραμανλής]: “Θα σε βγάλω και θα στείλω αεροπλάνο στα Χανιά να σε φέρει στην Αθήνα”. Τίποτα. Μόνον εμείς τον βγάλαμε».20
Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και η μαρτυρία ενός φίλου του Μητσοτάκη, του Μανούσου Μανουσάκη: «Ακόμα και το όνομα Νέα Δημοκρατία μαζί το βρήκαν με τον Καραμανλή. Το ’74 του είπε πως δεν θα κατεβάσει συνδυασμό στα Χανιά για να εκλεγεί ο Κώστας και παραμονές εκλογών αθέτησε τον λόγο του και κατέβασε... Ο Καραμανλής ουδέποτε συμπάθησε τον Κώστα. Δεν είναι εντάξει άνθρωπος».21
Την περίοδο εκείνη της πικρίας για τη στάση του Καραμανλή περιγράφει ο Μίκης Θεοδωράκης: «Θυμάμαι ότι στα 1975, κάποιο βράδυ, καθώς βάδιζα μελαγχολικός στο Ζάππειο είδα τη σιλουέτα του Μητσοτάκη να προβάλλει ξαφνικά μπροστά μου.
Είχαμε να ιδωθούμε από το Παρίσι και τώρα και οι δυο μας παροπλισμένοι, παρακολουθούσαμε τα έργα και τις ημέρες μιας χωρίς προηγούμενο δημαγωγικής υστερίας, που δέσποζε όλο και πιο πολύ στην εθνική μας ζωή. Ηταν φυσικό, λοιπόν, να πούμε πολλά και πικρά.
Ομως για ένα μόνο δεν είχαμε μετανιώσει: για το ότι έγκαιρα επισημάναμε, προβάλαμε και αγωνιστήκαμε για τη “λύση Καραμανλή”, που τελικά βρήκε δικαίωση μέσα στην ίδια τη ζωή. Αλλο αν εμείς τη φανταζόμαστε κάπως διαφορετική κι άλλο αν βρισκόμαστε, εμείς που πρωταγωνιστήσαμε γι’ αυτήν, έξω από τη δημόσια ζωή».22
Βέβαια ο μεν Μητσοτάκης πλήρωνε τα χρόνια της «αποστασίας», ενώ ο Θεοδωράκης το γεγονός ότι με το περιβόητο «Καραμανλής ή τανκς» εξακολουθούσε να στηρίζει τη «λύση Καραμανλή» και μετά την πτώση της χούντας.
1978: Κόμμα με ημερομηνία λήξης
Μόλις συνήλθε πάντως από την απογοήτευση, ο Μητσοτάκης αποφάσισε να δράσει μόνος του. Τις παραμονές των δεύτερων εκλογών της μεταπολίτευσης συγκρότησε ένα καθαρά προσωπικό εκλογικό σχήμα, το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων, και κατάφερε το 1977 να κερδίσει το 1,08% και να εξασφαλίσει μία βουλευτική έδρα για τον εαυτό του και μία για τον Παύλο Βαρδινογιάννη.
Το κόμμα συγκροτήθηκε σε απόλυτη αντίθεση προς τη Νέα Δημοκρατία και προσωπικά τον Καραμανλή, με έναν πολιτικό συνδυασμό ακραίου τοπικισμού και παραδοσιακών πελατειακών υποσχέσεων.23
Στο προεκλογικό υλικό του κόμματος βλέπουμε να γίνεται λόγος για την «αποτυχημένη νεοδημοκρατική τριετία», ενώ προβάλλεται το δίλημμα «πατερούλη θέλουμε ή στιβαρό και υπεύθυνο ηγέτη;», όπου βέβαια «πατερούλης» είναι ο Καραμανλής, ο οποίος μαζί με τους «οικονομικούς εγκεφάλους του και τη σιωπηλή πλειοψηφία των 215 στρατιωτών του κοινοβουλευτικού του λόχου αποτύγχανε παταγωδώς». Ακόμα πιο κατηγορηματικοί οι υποψήφιοι του κόμματος, όπως ο Κ. Μαρής, ο οποίος αυτοπαρουσιάζεται ως «ο μόνος που κατέλυσε τις αρχές επί Καραμανλοκρατίας»!24
Λίγες βδομάδες μετά τις εκλογές, στις 10/1/1978 ανακοινώθηκε ότι «ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δέχτηκε σε συνεργασία τον πρόεδρο των Νεοφιλελευθέρων, Κ. Μητσοτάκη. Για τη συνομιλία των δύο ανδρών, διάρκειας μιας ώρας, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανακοίνωση».25 Δεν χρειάστηκε πάντως να περιμένουμε πολύ, για να μάθουμε το περιεχόμενο της συνομιλίας τους. Στις 10/5/1978 ο Μητσοτάκης ορκιζόταν υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Καραμανλή, προσχωρώντας στη Ν.Δ. μαζί με το κόμμα του, που έζησε μόλις εννιά μήνες.
Με δήλωσή του ο κ. Μητσοτάκης επανερχόταν στην αναγκαιότητα της «λύσης Καραμανλή»: «Η πολιτική κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές της 20ής Νοεμβρίου 1977 και ειδικότερα οι λυπηρές διαλυτικές εξελίξεις στον χώρο του Κέντρου, επιβεβαίωσαν την ορθότητα της απόψεως, που με συνέπεια υποστηρίξαμε ήδη από την περίοδο της δικτατορίας, ότι επιβάλλεται η συσπείρωση όλων των κεντρώων δυνάμεων υπό την ηγεσία του κ. Κωνστ. Καραμανλή».26
1984: Ο Πρόεδρος των... άλλων
Σε σημείωμα που έγραψε ο Καραμανλής για τις διαδικασίες στο εσωτερικό της Ν.Δ. την περίοδο που ο ίδιος αποχώρησε από την αρχηγία, προκειμένου να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αναφέρει σχετικά με την εκλογή του διαδόχου του στις 8/5/1980. «[Την παραμονή] με επισκέφτηκε ο Μητσοτάκης, ο οποίος μου είπε ότι σκεπτόταν να θέσει και ο ίδιος υποψηφιότητα. Τον αποθάρρυνα και του συνέστησα να παραιτηθεί αυτής της προθέσεως, πράγμα που έκανε χωρίς να φέρει αντιρρήσεις».27
Στις 23/8/1984 ο Καραμανλής ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχεται τον τότε ακόμα κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Ν.Δ., Κ. Μητσοτάκη. Το σχετικό σημείωμά του είναι εξαιρετικά εύγλωττο: «Δέχθηκα σήμερα τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος από καιρό ζητούσε ακρόαση.
Μου είπε ότι είχε επικοινωνία με τον ευρισκόμενο στην Κέρκυρα κ. Αβέρωφ, ο οποίος του εδήλωσε ότι είναι αποφασισμένος να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος και ότι κατόπιν αυτού έχει την πρόθεση να βάλει υποψηφιότητα για τη διαδοχή. Ηθελε όμως να γνωρίζει, αν συμφωνώ με την επιδίωξή του αυτή, γιατί, όπως μου εξήγησε, δεν θα έβαζε υποψηφιότητα με αντίθετη δική μου γνώμη.
»Και αυτό γιατί γνωρίζει ότι σε μια τέτοια περίπτωση όχι μόνο δεν θα είχε ελπίδες επιτυχίας, αλλά και αν εξελέγετο, δεν θα μπορούσε να επιτύχει στην αποστολή του, χωρίς τη δική μου συνεργασία. Του είπα ότι εκτιμώ το γεγονός ότι σκέφθηκε να ζητήσει τη γνώμη μου, αλλά ότι δεν μπορώ ούτε να τον ενθαρρύνω ούτε και να τον αποθαρρύνω, τοσούτον μάλλον καθόσον δεν προτίθεμαι, για λόγους αρχής, ν’ αναμιχθώ στην εκλογή του νέου αρχηγού του κόμματος».
Προφανώς δεν θυμόταν ο Καραμανλής ότι τον είχε αποθαρρύνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Και το σημείωμα συνεχίζει: «Τον προειδοποίησα όμως ότι, αν με τους ανταγωνισμούς των απειλήσουν τη συνοχή του κόμματος, θα αποδοκιμάσω εκείνον, που θα είναι υπεύθυνος γι’ αυτό».28
Φυσικά ο Καραμανλής συνέχιζε να αναμειγνύεται στα εσωτερικά της Ν.Δ. Επιχείρησε μάλιστα να επιβάλει τον Γ. Ράλλη ως επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο των ευρωεκλογών του 1984. Αλλά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των βαρόνων του κόμματος, τις οποίες διηύθυνε ο Μητσοτάκης, απέτυχαν και τέθηκε επικεφαλής ο έως τότε πρόεδρος Ε. Αβέρωφ.29 Στις εσωκομματικές εκλογές τής 1/9/1984 εκλέχτηκε πάντως νέος πρόεδρος της Ν.Δ. ο Κ. Μητσοτάκης με 70 ψήφους έναντι 41 που έλαβε ο Κ. Στεφανόπουλος.
Σύμφωνα με τον στενό συνεργάτη του Καραμανλή, πρέσβη Πέτρο Μολυβιάτη, «οι φίλοι του Ε. Αβέρωφ επιχείρησαν να καλλιεργήσουν ένα πνεύμα “αντικαραμανλισμού” μέσα στο κόμμα [...και] αποφάσισαν να ψηφίσουν τον Κ. Μητσοτάκη για αρχηγό του κόμματος, πλανώμενοι ότι ο Κ. Μητσοτάκης θα ήταν εχθρικός προς τον Κ. Καραμανλή και παραβλέποντας ότι ο κ. Μητσοτάκης είχε αγωνισθεί για την ανατροπή του κ. Αβέρωφ, τον οποίο αντίθετα ο Κ. Καραμανλής υπεστήριζε».30
Η υπαναχώρηση του Α. Παπανδρέου τον Μάρτιο του 1985 στην υπόσχεσή του ότι θα πρότεινε την επανεκλογή του Κ. Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας έδωσε τη δυνατότητα στον Μητσοτάκη να τον προτείνει αυτός.
Ομως ο Καραμανλής αρνήθηκε και μάλιστα παραιτήθηκε πρόωρα από το αξίωμά του. Πέντε μήνες μετά την εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη, ο Καραμανλής σημείωνε ότι δεν είχε πρόβλημα μόνο με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και με «ορισμένους κύκλους της Ν.Δ., εκ των οποίων άλλοι ηύχοντο την επανεκλογήν μου και άλλοι επιθυμούσαν να την αρνηθώ, για να μην την εκμεταλλευθεί ο κ. Παπανδρέου, όπως λέγεται ότι συνέβη στις εκλογές του 1981».31
Οι σχετικές διαρροές στον Τύπο υποχρέωσαν τον Μητσοτάκη να τις διαψεύσει με μια σιβυλλική δήλωση στις 24/4/1985: «Στη Ν.Δ. δεν υπάρχουν ούτε “Καραμανλικοί” ούτε “Αντικαραμανλικοί”. Ολοι είμεθα “Καραμανλικοί” υπό την έννοια του σεβασμού που έχουμε γι’ αυτόν»...32
Μετά τις εκλογές, στις 29/8/1985, επανεκλέχθηκε ο Κ. Μητσοτάκης αρχηγός της Ν.Δ. και ο Κ. Στεφανόπουλος, ο οποίος στηριζόταν στην καραμανλική πτέρυγα, αποχώρησε από το κόμμα.
Τον Οκτώβριο του 1986 ο Μητσοτάκης επισκέφτηκε τον Καραμανλή και επιδίωξε να εμφανιστεί ως αποδέκτης των συμβουλών του για την πορεία της παράταξης, κάτι που διέψευσε το «περιβάλλον» του ιδρυτή.33 Λίγους μήνες αργότερα, στις 15/5/1987, διαγράφτηκε από τη Ν.Δ. ο βουλευτής Αν. Παπαληγούρας, επειδή έγραψε άρθρο στο οποίο αναφερόταν ότι «τα μάτια όλων στρέφονται ολοένα και πιο έντονα στον Κ. Καραμανλή.
Γιατί αποτελεί την ισχυρότερη ηθική εφεδρεία, την ύστατη αντίσταση στη σήψη».34Διαμαρτυρόμενος για τη διαγραφή αυτή, θα δηλώσει ανεξαρτητοποίηση ο Γ. Ράλλης. Ο Μητσοτάκης θα υποχρεωθεί να απαντήσει: «Αν ο Κ. Καραμανλής χρειαστεί οτιδήποτε από τη Ν.Δ. θα το γνωρίζω πρώτος εγώ, όπως το απαιτεί η ιεραρχική τάξη».
Σε όλη αυτή την περίοδο θα υποχρεώνονται κάθε τόσο ο Μητσοτάκης και ο Καραμανλής να διαψεύδουν τις φήμες για αλληλοϋπονόμευση. Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρείται στην επικαιρότητα η προσωπική τους αντιπαράθεση. Χαρακτηριστική η διατύπωση του «Αρχείου» Καραμανλή: «Χωρίς να εκδοθεί επίσημη ανακοίνωση, θα χρειαστεί, έκτοτε, να διαψευστούν επανειλημμένα, από το περιβάλλον του Κ. Καραμανλή, φήμες περί δήθεν αναμίξεώς του σε εσωτερικές διεργασίες της Ν.Δ., με στόχο την υπονόμευση του προέδρου του κόμματος, Κ. Μητσοτάκη».35
1988-1990: Από το «unfair» στην πρωθυπουργία
Στις 2/2/1988 ο Μητσοτάκης έκανε στο Λονδίνο την περιβόητη δήλωση ότι το δημοψήφισμα του 1974 υπήρξε «unfair» για τον τέως. Ξεσηκώθηκε σάλος, γιατί θεωρήθηκε ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αμφισβητεί το πολίτευμα.
Στο εσωτερικό της Ν.Δ. προκλήθηκε μεγάλη αντίδραση, γιατί ερμηνεύτηκε η δήλωση ως ευθεία επίθεση στον Κ. Καραμανλή. Υποχρεώθηκε ο Μητσοτάκης να επισκεφτεί τον ιδρυτή του κόμματος για εξηγήσεις (κάτι που αποσιωπά επιδεικτικά το «Αρχείο Καραμανλή»), αλλά τέθηκε ακόμα και θέμα απομάκρυνσής του από την ηγεσία του κόμματος και αντικατάστασής του από τον Ε. Αβέρωφ. Τελικά η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό του, αλλά ξεκαθάρισε ότι δεν τίθεται ζήτημα νομιμότητας του δημοψηφίσματος.36
Στις 10/4/1990 ο Μητσοτάκης, πρωθυπουργός πλέον, έστειλε στον Καραμανλή τον Γιάννη Παλαιοκρασσά και τον Νίκο Γκατζογιάννη (Νικ Γκέιτζ) για να του μεταφέρουν την πρόταση να είναι υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο Καραμανλής δέχτηκε, αλλά -όπως αποδεικνύει ένα εκπληκτικό δικό του σημείωμα τον Ιούλιο του 1990- οι σχέσεις των δύο ανδρών παρέμεναν στο χειρότερο δυνατό σημείο: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρωτοβουλία του κ. Μητσοτάκη να με προτείνει για πρόεδρο, παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις μας ήταν, για διαφόρους λόγους, ψυχρές μέχρι δυσάρεστες, ήταν τιμητική για μένα.
»Δεν νομίζω όμως ότι εστερείτο προσωπικής πολιτικής σκοπιμότητος. Ο κ. Μητσοτάκης επίστευε, πράγματι, ότι η παρουσία μου στην Προεδρία της Δημοκρατίας θα ήταν χρήσιμη στον τόπο. Εγνώριζε όμως, παράλληλα, ότι θα ενίσχυε και τον ίδιο και την κυβέρνησή του έναντι της κοινής γνώμης.
Και, προπαντός, εγνώριζε ότι η παρουσία μου στην Προεδρία θ’ αποτελούσε εγγύηση για τη συνοχή του κόμματος και συνεπώς και για τη σταθεροποίηση της ηγεσίας του. Γι’ αυτό και του είπα μια μέρα ότι στο πρόσωπό μου έκαμε την πιο έξυπνη επένδυση της ζωής του.
Ελπίζω να την αξιοποιήσει και να μην ανακύψει στη διαδρομή του χρόνου το γνωστό φαινόμενο του συμπλέγματος, απ’ το οποίο κατέχεται ο διάδοχος ενός ισχυρού προκατόχου, όταν μάλιστα ο προκάτοχος αυτός διατηρεί το κύρος και την επιρροή του στο κόμμα και στο λαό».37
Η ήττα της Ν.Δ. στις εκλογές του 1993 οδήγησε τον Κ. Μητσοτάκη σε παραίτηση. Το χρίσμα του αρχηγού διεκδίκησαν δύο καραμανλικοί, ο Μ. Εβερτ και ο Ι. Βαρβιτσιώτης.
Επικράτησε ο πρώτος, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε βασικό εσωκομματικό αντίπαλο του Μητσοτάκη και είχε απομακρυνθεί από την κυβέρνηση το 1992. Και μάλιστα, προκειμένου να σηματοδοτηθεί το περιεχόμενο της νίκης του, ο Μ. Εβερτ επισκέφτηκε αμέσως τον Καραμανλή και του φίλησε επιδεικτικά το χέρι.
Πάντως, είχε προηγηθεί συμφωνία ανάμεσα στον Εβερτ και την Ντόρα Μπακογιάννη, με διαμεσολαβητή τον Γ. Βουλγαράκη, στις 13 Οκτωβρίου 1993, η οποία πρόβλεπε ουδετερότητα της Ντόρας Μπακογιάννη στην αναμέτρηση για την ηγεσία.38 Αυτό το προσωρινό μορατόριουμ διήρκεσε λίγες βδομάδες.
Στις 28/1/1994, συζητήθηκε στη Βουλή πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής που θα εξέταζε τις τηλεφωνικές υποκλοπές, τις οποίες φέρεται ότι οργάνωσαν ο κ. Μητσοτάκης και η κυρία Μπακογιάννη εις βάρος των εσωκομματικών τους αντιπάλων. Η στάση του Μ. Εβερτ ήταν υποχρεωτικά μεσοβέζικη, εφόσον σε δικές του καταγγελίες στηρίχτηκε η αρχική αποκάλυψη των υποκλοπών.
Από τότε ξεκίνησε ένας νέος γύρος διαμάχης στη Ν.Δ. Στις 9/3/1995 ο Μητσοτάκης δήλωσε σε δημοσιογράφους για τον Εβερτ: «Καλά, είναι αντιπολίτευση αυτό που κάνει; Δεν προτίθεμαι να επιστρέψω στην ηγεσία, αλλά δεν θα αφήσω τον Εβερτ να διαλύσει το κόμμα».39 Μάλιστα, με εντολή Μητσοτάκη διενεργήθηκε δημοσκόπηση για το ενδεχόμενο επανόδου του στην ηγεσία, κάτι που συνοδεύτηκε από τη δήλωσή του ότι «δεν συνταξιοδοτήθηκε».
1998: Η εκδίκηση του ανιψιού
Μετά την ήττα στις εκλογές της 22/9/1996 ο Εβερτ επανεκλέχθηκε προσωρινά, ενώ στις 11/11/1996 δημοσιοποιήθηκε πρώτη φορά η επιθυμία του Κώστα Καραμανλή του νεότερου να διεκδικήσει την ηγεσία.
Η απάντηση του Μητσοτάκη ήταν να αναφερθεί στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, λέγοντας ότι «δεν έγινε αρχηγός της Δεξιάς μόνο με την αξία του, αλλά έγινε αρχηγός στηριζόμενος στην επιλογή του βασιλέως». Υποχρεώθηκε να απαντήσει ο Προκόπης Παυλόπουλος με σκληρά λόγια: «Η Ιστορία έχει καταγράψει με σαφήνεια και ακρίβεια την πολιτική προσφορά και την πολιτική συνέπεια τόσο του κ. Καραμανλή όσο και του κ. Μητσοτάκη».40
Ο Κώστας Καραμανλής εκλέχτηκε πανηγυρικά πρόεδρος της Ν.Δ. τον Μάρτιο του 1997, αλλά ο Κ. Μητσοτάκης εξαρχής αντιτάχθηκε στην πολιτική του με δηλώσεις και διαφοροποίηση στη Βουλή.
Η κατάσταση οδηγήθηκε γρήγορα σε αδιέξοδο και στις 3/2/1998 το Πειθαρχικό της Ν.Δ. διέγραψε έξι βουλευτές, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης αποκαθηλώθηκε από κάθε κομματικό όργανο. Από την πλευρά του, ο Μητσοτάκης απέδωσε στον Καραμανλή ότι ανήκει σ’ αυτούς που «επιχειρούν να μετατρέψουν τα κόμματα, από κυψέλες πολιτικής δημιουργίας σε κομματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης».41
Τον Νοέμβριο του 1998 επιχειρήθηκε να επανακάμψει στη Ν.Δ. ο Αντώνης Σαμαράς, τον οποίο θεωρεί ο Κ. Μητσοτάκης υπεύθυνο για την υπονόμευση της κυβέρνησής του. Με δηλώσεις του τύπου «δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξω στο ίδιο κόμμα με τον άνθρωπο που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Ν.Δ. για οικονομικά συμφέροντα», ο Κ. Μητσοτάκης απέτρεψε προσωρινά την επάνοδο του προσωπικού του εχθρού.
Η αδύνατη χειραφέτηση των επιγόνων
Οι αντιθέσεις προσωρινά κουκουλώθηκαν μετά τη νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές του 2004, αλλά ακόμα και σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραπονείται που δεν πήρε «ούτε μισό υφυπουργείο» στις κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή, αν και είχε τους περισσότερους σταυρούς.42
Η Ντόρα Μπακογιάννη είχε την υπομονή να περιμένει ως δήμαρχος Αθήνας και στη συνέχεια ως υπουργός Εξωτερικών τη σειρά της, αλλά με έκπληξή της διαπίστωσε ότι, όταν ήρθε η ώρα να διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος μετά την ήττα του 2009 και την παραίτηση του Κώστα Καραμανλή, βρήκε μπροστά της τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος αν και αποσυνάγωγος μέχρι το 2004 κατόρθωσε να επικρατήσει βασισμένος σε «καραμανλικές» ψήφους και φυσικά στον ελιγμό της τελευταίας στιγμής από τον συνυποψήφιό τους Δημήτρη Αβραμόπουλο.
Η πιο πρόσφατη πράξη αυτού του εμφύλιου της Ν.Δ. παίχτηκε τον Φεβρουάριο του 2015, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρνήθηκε επιδεικτικά να ψηφίσει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του καραμανλικού ρεύματος Προκόπη Παυλόπουλο.
Και βέβαια τα λάθη που του καταλόγισε (στήριξη στο πελατειακό κράτος, ήπια αντιμετώπιση της νεανικής εξέγερσης του 2008) υπήρξαν κεντρικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Καραμανλή.
Οποια κι αν είναι η τελική έκβαση της αυριανής αναμέτρησης, είναι σαφές ότι ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο πολιτικές φαμίλιες θα συνεχιστεί. Και όπως αποδεικνύει αυτή η μακρά περίοδος ψυχρού εσωκομματικού πολέμου, δεν είναι κάποιες πολιτικές διαφορές που περιχαρακώνουν τα δύο στρατόπεδα όσο το γεγονός ότι πρόκειται για δύο διαρκώς αναπαραγόμενες φατρίες, που διεκδικούν για λογαριασμό της η καθεμιά την αποκλειστικότητα της συντηρητικής εκλογικής πελατείας αλλά και την προνομιακή εκπροσώπηση της οικονομικής ελίτ του τόπου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Δημήτρης Δημητράκος, «Κώστας Μητσοτάκης, Πολιτική Βιογραφία», (1918-1961), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1990, τ. 1, σ. 327-331.
2 Στο ίδιο, σ. 336-337.
3 Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον Εμφύλιο στη χούντα», εκδ. Παπαζήσης, τ. Γ΄, Αθήνα 1978, σ. 509.
4 Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος (επιμ.), «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Γεγονότα και Κείμενα», εκδ. Καθημερινή, Αθήνα 2005, τ. 1, σ. 186-187 και 226-227.
5 Στο ίδιο, τ. 6, σ. 44.
6 Στο ίδιο, τ. 5, σ. 223.
7 Στο ίδιο, τ. 5, σ. 360.
8 Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Κώστας Μητσοτάκης, Πολιτική Βιογραφία», (1961-1974, τ. Β', εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1990, σ. 81.
9 Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος (επιμ.), «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή»…, τ. 6, σ. 164-165.
10 Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Κώστας Μητσοτάκης»…, ό.π., σ. 84.
11 Στο ίδιο.
12 Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος (επιμ.), «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή»…, ό.π., τ. 6, σ. 258.
13 Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Κώστας Μητσοτάκης»…, ό.π., σ. 276.
14 Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος (επιμ.), «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή»…, ό.π., τ. 6, σ. 256-257.
15 Στο ίδιο, τ. 7, σ. 80.
16 Πρόλογος, στο Δημήτρης Δημητράκος, «Κώστας Μητσοτάκης»…, ό.π., σ. 11.
17 Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», εκδ. Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1999, σ. 131.
18 Στο ίδιο, σ. 199.
19 Στο ίδιο, σ. 251.
20 Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη, «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σ. 32.
21 Στο ίδιο, σ. 124 και 129.
22 Πρόλογος, στο Δημήτρης Δημητράκος, «Κώστας Μητσοτάκης»…, ό.π., σ. 12.
23 Τάσος Κωστόπουλος, «Οι πρώτοι Νεοφιλελεύθεροι», «Εφ.Συν.» ++++++++
24 Αρχείο Τάσου Κωστόπουλου.
25 Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος (επιμ.), «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή»…, ό.π., τ. 10, σ. 86.
26 Στο ίδιο, τ. 10, σ. 222.
27 Στο ίδιο, τ. 11, σ. 472.
28 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 389.
29 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 393.
30 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 395.
31 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 460.
32 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 466.
33 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 498.
34 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 499.
35 Στο ίδιο, τ. 12, σ. 497.
36 Αγγελος Μπρατάκος, «Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2002.
37 Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος (επιμ.), «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή»…, ό.π., τ. 12, σ. 514.
38 Νίκος Μαράκης, «Η μυστική συμμαχία Εβερτ-Ντόρας», εφ. «Το Βήμα», 24.10.1993. Η συμφωνία επιβεβαιώνεται στο Αγγελος Μπρατάκος, «Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2002, σ. 606.
39 Αγγελος Μπρατάκος, «Η ιστορία»…, ό.π., σ. 654.
40 Στο ίδιο, σ. 707.
41 Στο ίδιο, σ. 762.
42 Συνέντευξη στον Δημήτρη Δανίκα, εφ. «Πρώτο Θέμα», 3.1.2015.
ΠΗΓΕΣ
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή
Αρχείο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
- Εμμανουήλ Αλεξάκης, «Δομή και ιδεολογία της Νέας Δημοκρατίας (1974-1993)», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2001.
- Δημήτρης Δημητράκος, «Κώστας Μητσοτάκης, Πολιτική Βιογραφία», (1918-1961), τ. Α', εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1990.
- Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Κώστας Μητσοτάκης, Πολιτική Βιογραφία», (1961-1974, τ. Β', εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1990.
- Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον Εμφύλιο στη χούντα», εκδ. Παπαζήσης, τ. Α'-Δ', Αθήνα 1977-1986.
- Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη, «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.
- Αγγελος Μπρατάκος, «Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2002.
- Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος (επιμ.), «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Γεγονότα και Κείμενα», εκδ. Καθημερινή, Αθήνα 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου