Από τον χρήστη του twitter @g_evgenidis
Από τον Οκτώβριο του 2013 που βρέθηκα στο Βερολίνο για να σπουδάσω πάει αρκετός καιρός. Σήμερα, περίπου 8 μήνες μετά, δεν το έχω μετανιώσει. Το γεγονός ότι πλέον ζω, κυρίως, στη γερμανική πρωτεύουσα δεν με εμποδίζει από το να παρακολουθώ τα τεκταινόμενα της ελληνικής πολιτικής σκηνής και να έχω άποψη για τα όσα γίνονται. Άλλωστε, το αντικείμενο των σπουδών μου (πολιτικές επιστήμες) αλλά και μια έμφυτη κλίση που... με δέρνει, δεν μου επιτρέπουν αποχή από την πολιτική, παρά μόνο μερικές μέρες τον χρόνο. Απλά, το καλό είναι πως ζώντας για μεγάλο μέρος του χρόνου σε μια άλλη χώρα, έχει κανείς τη δυνατότητα να αντιπαραβάλλει τις συνθήκες του πολιτικού παιχνιδιού και να εξάγει συνδυαστικά συμπεράσματα.
Όντας στο κατώφλι των ευρωεκλογών, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς και τη διαφορά στην πολιτική ρητορική. Στη Γερμανία κυριαρχούν οι λέξεις «ελευθερία» και «σύνορα» (με την έννοια της υπέρβασής τους), ενώ μια καταπληκτική αφίσα των Γερμανών Πειρατών απεικονίζει το τείχος του Βερολίνου μπροστά στην Πύλη του Βραδεμβούργου με το σλόγκαν «Grenzen sind so 80er» (Τα σύνορα είναι τόσο eighties/passé).
Αυτή είναι και η διαφορά. Στη Γερμανία μιλάνε για την Ευρώπη, για τον ρόλο του ευρωκοινοβουλίου, για όσα θα συζητηθούν τα επόμενα πέντε χρόνια και εμείς μιλάμε για σχέδιο Β, για έκτακτη εισφορά των εχόντων, για το πρωτογενές πλεόνασμα και για Ελιές και Ποτάμια. Οι κουβέντες για την ανεργία, για την τραπεζική ενοποίηση, για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, για την νέα περιβαλλοντική χάρτα της Ευρώπης είναι «ανούσιες», δεν εξυπηρετούν την πολιτική πόλωση και συνεπώς εξοβελίζονται. Και έτσι πάλι επιλέγουμε λανθασμένο focus point για τη δημόσια συζήτηση.
Υπάρχουν δυο τρόποι να μιλήσει κανείς πολιτικά. Μπορεί να μιλήσει με συγκεκριμένη ατζέντα, με πολιτικά επιχειρήματα και υπάρχει και η εναλλακτική της ακραίας πόλωσης. Τη δεύτερη προτιμούν πολιτικοί που α) δεν έχουν επιχειρήματα, β) υπολείπονται των αντιπάλων τους και ψάχνουν τρόπους για να συσπειρώσουν το ακροατήριό τους, γ) βρίσκονται σε ένα πολιτικό περιβάλλον που σχεδόν νομοτελειακά είναι εναντίον τους.
Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση από το εξωτερικό και συγκρίνοντας με την αντίστοιχη που γίνεται στη Γερμανία, απογοητεύομαι πολλές φορές. Τα πολιτικά πυροτεχνήματα που επιστρατεύονται αντί επιχειρημάτων κάνουν περισσότερο κακό, μιας και απομακρύνουν την προσοχή από τη δέουσα πολιτική συζήτηση. Γιατί, όσα έγιναν τα προηγούμενα χρόνια ενίσχυσαν την αλληλεξάρτησή μας με την Ευρώπη. Και τώρα, εδώ και περίπου έναν μήνα, δεν μιλάμε για την Ευρώπη που θέλουμε, παρά ανακυκλώνουμε τον πολιτικό διπολισμό σε όλες τους τις εκφάνσεις.
Είμαι νέος άνθρωπος, δεν έχω κλείσει τα 20 μου χρόνια και όσο να πει κανείς, μου λείπουν αρκετές παραστάσεις. Πολλές φορές, όταν είμαι στην Ελλάδα, με ρωτάνε αν θα επιστρέψω. Με την καρδιά, θέλω να απαντήσω «ναι». Με τη λογική, πρέπει να το σκεφτώ πολλές φορές. Ίσως κανείς να μην μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί να γυρίσω;». Μπορεί όμως να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί να μην φύγω;». Πρώτος ο σημερινός Πρωθυπουργός είχε μιλησει για brain-drain και είχε απόλυτο δίκιο στη διαπίστωσή του. Σήμερα αναρωτιέμαι ποια είναι η απάντηση σε τόσους και τόσους νέους-φυσικά δεν αξίζουν όλοι το ίδιο, μην ισοπεδώνουμε-που βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας και της έλλειψης προοπτικής. Δεν αξίζει να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα;
Δεν αξίζει να μιλήσουμε για την ανεργία και για τους τρόπους που μπορεί και πάλι η οικονομία να μπει σε κίνηση-όχι μόνο ταμειακά-, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας;
Δεν αξίζει να μιλήσουμε για την πολυθρύλητη ανάπτυξη, την οποία βάσει των μνημονιακών προβλέψεων πρέπει να διατηρούμε σε υψηλά επίπεδα για χρόνια; Πώς θα έρθει και πώς μπορεί να διατηρηθεί;
Δεν αξίζει να μιλήσουμε για την αξιοποίηση των ενεργειακών μας πόρων;
Δεν αξίζει να μιλήσουμε για την παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο εξασφαλίζει στη χώρα μας ορδές τουριστών κάθε χρόνο; Ίσως και να μην αξίζει τόσο, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το εκτρωματικό νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς;
Δεν αξίζει να μιλήσουμε για τον φάκελο του εργασιακού/ασφαλιστικού που θα ανοίξει ξανά από το φθινόπωρο;
Αυτό που θέλω να πω είναι πως η διαφορά της δημόσιας συζήτησης ανάμεσα σε Ελλάδα και Γερμανία είναι η εστίαση: στην Ελλάδα εστιάζουμε στο επουσιώδες και μπορούμε να συζητούμε επί μέρες, στη Γερμανία συζητούν για στρατηγικούς στόχους. Ακόμα και το αυτονόητο μπορεί να παρουσιαστεί ως σύνθετο. Αντίθετα, στη Γερμανία το αυτονόητο είναι δεδομένο, δεν αλλάζει. Υπερβαίνουμε το αυτονόητο και εκεί αρχίζει ο πολιτικός διάλογος και φτάνουμε από την Ευρώπη της σταθερότητας των Χριστιανοδημοκρατών στην Ευρώπη των λαών της γερμανικής Αριστεράς.
Όλα είναι θέμα αντίληψης. Στην Ελλάδα αντιλαμβανόμαστε την πολιτική ως αρένα. Στην Γερμανία η πολιτική είναι πολιτική. Υπάρχει σαφώς το power game, απλά συνήθως μένει στο παρασκήνιο, ως είθισται. Στην Ελλάδα κάνουμε καφενειακές συζητήσεις, ενώ θα πρέπει να συζητήσουμε για τα πραγματικά προβλήματα και τους πραγματικούς στόχους. Το πρόβλημα είναι πως ο κόσμος επηρεάζεται από αυτό το κλίμα, με αποτέλεσμα η τελική σύνθεση της ομάδας των 21 ευρωβουλευτών που θα μας εκπροσωπήσει στο ευρωκοινοβούλιο να αναμένεται αμφιβόλου ποιότητας.
Ένα μήνυμα λοιπόν: Καν’ το όπως οι Γερμανοί. Η συζήτηση ΚΑΙ για την Ευρώπη σε αφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου