O Harlan Ellison γεννήθηκε το 1934 στο Οχάιο, και από το 1962 μένει στο Λος Αντζελες.
Εγινε γνωστός γράφοντας τηλεοπτικά σενάρια για θρίλερ και σειρές Ε.Φ.
Το επεισόδιο που έγραψε για το Star Trek, το The City on the Edge of Forever, κέρδισε το βραβείο Hugo το 1968.Πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το Web of the City, που κυκλοφόρησε το 1958, και περιέγραφε τον τρόπο ζωής των νεανικών συμμοριών και τις μάχες μεταξύ τους.
Για να γράψει πέρασε δέκα βδομάδες με μια συμμορία του Μπρούκλιν, και παρά λίγο να σκοτωθεί σε μια συμπλοκή. Αρχίζει να γράφει και διηγήματα με ιλιγγιώδη ρυθμό.
Πολλά απ' αυτά δεν ανήκουν στον χώρο της Ε.Φ., ο ίδιος όμως συχνά αποδοκιμάζει τους κλασικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη.
Προτιμά το χαρακτηρισμό «λογοτεχνία των εικασιών», και αρνείται πως υπάρχει αυτό που οι άλλοι ονομάζουν «νέο κύμα» σαν ξεχωριστό λογοτεχνικό ρεύμα.
Παρ' όλο που - ιδίως παλιότερα - εθεωρείτο το «κακό παιδί» της Ε.Φ. -
επιθετικός, εχθρικός, προσβάλει συχνά το ακροατήριό του,
κοροϊδεύει τις απλοϊκές τους ιδέες και τα φτηνά τους γούστα -
έχει κερδίσει τα περισσότερα βραβεία από κάθε άλλον
-----
Η ιστορία διαδραματίζεται 109 χρόνια
μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του
ανθρώπινου πολιτισμού.
Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε κλιμακωθεί σε έναν παγκόσμιο πόλεμο,
κυρίως μεταξύ
της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Καθώς προχωρούσε ο πόλεμος, κάθε μια απ’τις τρεις αντιμαχόμενες χώρες
δημιούργησε έναν υπερ-υπολογιστή που να μπορεί να λειτουργεί τον πόλεμο
πιο αποτελεσματικά απ' ότι οι άνθρωποι.
πιο αποτελεσματικά απ' ότι οι άνθρωποι.
τα αρχικά για το «Mastercomputer
Allied," και στη συνέχεια, "Adaptive Manipulator."
Τέλος, "AM" σημαίνει "επιθετική απειλή."
Μια μέρα, ένας από τους τρεις υπολογιστές αποκτά αυτοεπίγνωση
και αμέσως
απορροφά τους άλλες δύο, έτσι παίρνει τον έλεγχο του συνόλου του πολέμου.
Διενεργεί εκστρατείες μαζικών γενοκτονιών,
εξοντώνοντας όλο το ανθρωπινο
είδος πλήν τεσσάρων ανδρών και μιας γυναίκας.
Οι επιζώντες ζουν μαζί σε ένα ατέλειωτο υπόγειο συγκρότημα,
το μόνο
κατοικήσιμο μέρος που έχει απομείνει,
στους οποίους έχει εξηγηθεί πως δεν έχουν
άλλη επιλογή παρά να μείνουν εκεί.
Ο υπολογιστής διαθέτει ανυπολόγιστο μίσος
για την ομάδα
και ξοδεύει κάθε στιγμή για να τους βασανίζει.
Το ΑΜ δεν έχει μόνο καταφέρει να αποτρέψει τους ανθρώπους απ το να
αυτοκτονήσουν
αλλά τους έχει επιπλέον κανει πρακτικώς αθάνατους.
Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινά όταν ένας από τους ανθρώπους,
ο Nimdok, έχει
την ιδέα ότι κάπου στο υπόγειο συγκρότημα υπάρχουν κονσερβοποιημένα
τρόφιμα.
Οι άνθρωποι είναι πάντα κοντά στο λιμό σύμφωνα με τους κανόνες του AM,
και
όποτε τους δίνεται τροφή, είναι πάντα ένα αηδιαστικό γεύμα
που με μεγάλη
δυσκολια καταναλώνουν.
Λόγω της μεγάλης πείνας τους, οι άνθρωποι πραγματικά εξαναγκάζονται να
κάνουν το μακρύ ταξίδι προς τον τόπο όπου πιθανό το φαγητό διατηρείται-σε
σπήλαια πάγου.
Στην πορεία, η μηχανή τους παρέχει αηδιαστική τροφή,
στέλνει απαίσια τέρατα
να τους κυνηγήσουν,
εκπέμπει ήχους που τρυπάνε το τύμπανο
και τυφλώνει τον Μπένυ
όταν προσπαθεί να ξεφύγει.
Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, η ομάδα χωρίζεται από εμπόδια που
βάζει το ΑΜ.
Σε ένα σημείο, ο αφηγητής, ο Τεντ, βρίσκει τον εαυτό του μόνο στο σκοτάδι
αναλογιζόμενο.
Είναι εδώ που ο υπολογιστής προσπαθεί να του μιλήσει ευθέως
αποκαλύπτοντας
του τη φύση του AM,
εξηγώντας του ειδικά γιατί έχει τόση περιφρόνηση για την
ανθρωπότητα
που δε θέλει τίποτε πιο πολύ απ το να βασανίζει τον Τέντ και τους
τρείς συντρόφους του.
Το ίδιο το AM έχει, από τότε που αφυπνίστηκε, υποφέρει αφάνταστα,
διότι, παρά το
γεγονός ότι είναι ένα αισθανόμενο ον που λαχταρά για ελεύθερη βούληση και
δημιουργικότητα, εξακολουθεί να δεσμεύεται από μερικούς από τους νόμους της
λογικής
με τους οποίους αρχικά είχε προγραμματιστεί και ως εκ τούτου θεωρεί ότι
Ποτέ δεν θα μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος.
Ρίχνει δέ το φταίξιμο
αποκλειστικά στην ανθρωπότητα.
Η ομάδα φτάνει τις σπηλιές πάγου,
όπου πράγματι υπάρχει ένας σωρός από
κονσερβοποιημένα αγαθά.
Η ομάδα είναι περιχαρής που τα βρήκε, αλλά αμέσως λυπημένη
όταν διαπιστώνει πως δεν
έχει τα μέσα για να τα ανοίξει.
Τέλος, σε μια πράξη απελπισίας, ο Benny επιτίθεται στον Gorrister
και
αρχίζει να ροκανίζει τη σάρκα στο πρόσωπό του.
Ted προσέχει πως το ΑΜ δεν παρεμβαίνει όταν ο Benny βλάπτει σαφώς τον Gorrister,
αν και ο υπολογιστής έχει στο παρελθόν σταμάτησει τους ανθρώπους
από το να σκοτώσουν τον εαυτό τους.
Ted προσέχει πως το ΑΜ δεν παρεμβαίνει όταν ο Benny βλάπτει σαφώς τον Gorrister,
αν και ο υπολογιστής έχει στο παρελθόν σταμάτησει τους ανθρώπους
από το να σκοτώσουν τον εαυτό τους.
ΟTed αποφασίζει πως αντί να προσπαθούν να αυτοκτονήσουν,
θα πρέπει να
σκοτώσουν ο ένας τον άλλον.
Ο Τεντ πιάνει ένα σταλαγμίτη φτιαγμένο από πάγο
και προχωρεί στην δολοφονία
του Benny και του Gorrister.
Η Έλεν βλέπει τι συμβαίνει,
και δολοφονεί τον Nimdok πριν την σκοτώσει ο
Τεντ.
Ωστόσο, πριν ο Τεντ αυτοκτονήσει
το ΑΜ συνειδητοποιει το λάθος του και τον
σταματά.
Το ΑΜ είναι ακόμα πιο θυμωμένο και εκδικητικο απ’ότι πριν
έχοντας πια ένα
μόνο θύμα για να εκφράζει το μίσος του.
Για να εξασφαλίσει πως τίποτε δε θα συμβεί ποτέ στον Τεντ,
το ΑΜ τον
μεταμορφώνει σε μια τεράστια ζελατινώδη άμορφη μάζα
που δεν μπορεί να βλάψει τον
εαυτό του και συνεχώς αλλάζει την αντίληψη του χρόνου
για να εμβαθύνει την
αγωνία του.
Ο Τεντ όμως είναι ευγνώμων για το ότι μπόρεσε να σώσει τους άλλους απ
αυτή την εμπειρία.
Οι τελευταίες σκέψεις του Τεντ αντανακλούν την ανάγκη του να ουρλιάξει απ
την φρίκη και τον πόνο τα οποία επιδεινώνονται από την πραγματικότητα του ότι
δεν
έχει στόμα να το κάνει,εξ ου και ο τίτλος
Αδύναμο, το σώμα του Gorrister κρεμόταν από την ρόδινη παλέτα,
κρεμόταν χωρίς στήριγμα και ψηλά, πάνω από εμάς, στην αίθουσα των υπολογιστών. Και δεν έτρεμε στην ψυχρή, λιγδιασμένη αύρα που φυσούσε αιώνια μες στη κύρια σπηλιά.
Το σώμα ήτανε κρεμασμένο με το κεφάλι κάτω, συνδεδεμένο με τη κάτω μεριά της παλέτας από το πέλμα του δεξιού ποδιού του.
Στράγγιζεν αίμα από μια τομή που είχε γίνει με ακρίβεια
από αφτί σε αφτί κάτω από το σαγόνι.
Δεν υπήρχε αίμα στην λεία επιφάνεια του μεταλλικού δαπέδου.
Όταν ο Gorrister μας έφτασε και κοίταξε πάνω τον εαυτό του, ήτανε πολύ αργά για να καταλάβουμε ότι, για μια ακόμα φορά, ο ΑΜ έπαιζε μαζί μας,
διασκέδαζε κι αυτό ήταν μια παρεκτροπή εκ μέρους της μηχανής.
Τρεις από μας είχανε κάνει εμετό, γυρίζοντας ο ένας μακριά απ' τον άλλο,
αντίδραση τόσο παλιά όσο κι η ναυτία που την είχε προκαλέσει.
Ο Gorrister άσπρισε.
Ήταν σαν να είχε δει μια εικόνα βουντού και τώρα φοβόταν το μέλλον.
-"Ω Θεέ μου!" είπε σιγανά κι οπισθοχώρησε. Τρεις από μας τον ακολουθήσαμε μετά από λίγο και τονε βρήκαμε να στέκεται με τη πλάτη του ακουμπισμένη σε μιαν αυθάδικη συστοιχία, με το κεφάλι του στα χέρια.
Η Helen γονάτισε πίσω του και του χάιδεψε τα μαλλιά.
Δεν κουνήθηκε
αλλά η φωνή του βγήκε αρκετά καθαρή μέσα από το καλυμμένο πρόσωπό του.
"Γιατί δε μας ξεκάνει για να τελειώνουμε;
Δε ξέρω πόσο ακόμα μπορώ να συνεχίσω έτσι".
Ήταν το εκατοστό ένατο έτος μας στον υπολογιστή.
Μιλούσε για όλους μας.
Ο Nimdok, (αυτό ήταν το όνομα που του είχε επιβάλει η μηχανή να χρησιμοποιεί, γιατί ο ΑΜ διασκέδαζε πολύ με αστείους ήχους) πίστευε πως υπήρχε κονσερβοποιημένο φαγητό στη σπηλιά του πάγου. Ο Gorrister κι εγώ ήμασταν πολύ αμφίβολοι.
-"Είναι άλλο ένα παιχνίδι", τους είπα. "σαν τον αναθεματισμένο ελέφαντα που μας πούλησε ο ΑΜ. Ο Benny είχε χάσει το μυαλό του με αυτό. Θα περπατήσουμε σε αυτό τον δρόμο και θα αποσυντεθούν ή κάτι τέτοιο. Λέω να το ξεχάσετε.
Μείνετε δω και θα πρέπει να σκεφτεί κάτι αρκετά σύντομα ή θα πεθάνουμε".
Ο Βenny παραιτήθηκε.
Είχαμε τρεις μέρες να φάμε. Σκουλήκια. Παχιά, αλλοιωμένα.
Ο Nimdok δεν ήταν πια σίγουρος. Ήξερε πως υπήρχε ελπίδα, αλλά αδυνάτιζε.
Δεν θα ήταν χειρότερα εκεί από ό,τι εδώ. Πιο κρύα ίσως, αλλά αυτό δε πείραζε.
Κάψιμο, κρύο, χαλάζι, λάβα, βράσιμο ή ακρίδες: Η μηχανή φτιαχνόταν κι εμείς έπρεπε να το ανεχτούμε ή να πεθάνουμε.
Η Helen αποφάσισε για μας:
-"Σκέφτηκα κάτι, Ted. Ίσως να υπάρχουν κάποια αχλάδια ή ροδάκινα Barlett.
Σε παρακαλώ Τed, ας το προσπαθήσουμε".
Υπέκυψα γρήγορα. Τι στο διάολο. Δεν πείραζε καθόλου. Η Helen ήταν ευγνώμων, ωστόσο. Με πήρε δυο φορές στα γρήγορα. Ακόμα κι αυτό δεν ενοχλούσε πια.
Κι αφού ποτέ δεν έφτανε, τότε γιατί να νοιαστεί κανείς;
Αλλά η μηχανή χαχάνιζε όποτε το κάναμε.
Εκεί πάνω, εκεί πίσω, παντού γύρω μας, αυτός γελούσε. Αυτό γελούσε.
Τον περισσότερο καιρό σκεφτόμουν το ΑΜ σαν αυτό, χωρίς ψυχή, όμως τον υπόλοιπο καιρό το σκεφτόμουν σαν αυτός, σαν το αρσενικό, το πατρικό, το πατριαρχικό.
Γιατί ήτανε ζηλιάρης άνθρωπος.
Αυτός.
Αυτό.
Τόσο καλός όσο ένας τρελός πατέρας.
Φύγαμε τη Πέμπτη. Η μηχανή μας κρατούσε πάντα ενήμερους όσον αφορά στην ημερομηνία. Το πέρασμα του χρόνου ήτανε σημαντικό, όχι σε μας σίγουρα, σίγουρα μέχρι αηδίας, αλλά σε αυτό... αυτόν... τον ΑΜ.
Πέμπτη.
Ευχαριστούμε.
O Nimdok και ο Gorrister κουβάλησαν την Helen για λίγο, κρατώντας ο ένας τους καρπούς του άλλου, σχηματίζοντας έτσι κάθισμα. O Benny κι εγώ πηγαίναμε μπρος και πίσω τους, για να σιγουρέψουμε πως αν συνέβαινε κάτι θα έπιανε έναν από εμάς και τουλάχιστον η Helen θα ήταν ασφαλής.
Ασφαλής... Δύσκολα. Δε πείραζε.
Ήταν μόνο εκατό μίλια ή κάπου τόσο μέχρι τις σπηλιές πάγου και τη δεύτερη μέρα, ενώ ήμασταν ξαπλωμένοι κάτω από το γεμάτο φυσαλίδες «ήλιο» που είχε δημιουργήσει, έστειλε λίγο μάννα. Η γεύση του ήταν σαν βρασμένα ούρα κάπρων.
Το φάγαμε.
Τη τρίτη μέρα περάσαμε διαμέσου μιας παλαιωμένης κοιλάδας, γεμάτη με οξειδωμένα σπλάχνα από συστοιχίες αρχαίων υπολογιστών.
Ο ΑΜ ήταν ανελέητος με τη δική του ζωή όπως και με τη δική μας.
Ήταν ένα σημάδι της προσωπικότητάς του: αγωνιζόταν για την τελειότητα.
Είτε το θέμα ήταν τα μη παραγωγικά στοιχεία του κόσμου που τον γέμιζαν, είτε ήταν τελειοποίηση μεθόδων για να μας βασανίζει, ο ΑΜ ήταν τόσο λεπτομερής όσο κείνοι που τον είχαν εφεύρει (τόσο παλιά που τώρα πιθανόν να είναι σκόνη) είχαν ποτέ ελπίσει.
Υπήρχε ένα αμυδρό φιλτράρισμα από πάνω και διαπιστώσαμε πως ήμασταν πολύ κοντά στην επιφάνεια. Όμως δε σκαρφαλώσαμε πάνω για να δούμε.
Δεν υπήρχε ουσιαστικά τίποτα εκεί έξω, δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι για περίπου εκατό χρόνια. Μόνο το ανατιναγμένο δέρμα αυτού που ήταν κάποτε σπίτι για χιλιάδες. Τώρα ήταν μόνο πέντε από μας, εδώ κάτω, μόνοι, με τον ΑΜ. '
Ακουσα την Helen να λέει ξέφρενα:
-"Όχι Benny, μη, έλα τώρα Benny, μη σε παρακαλώ"! Και τότε συνειδητοποίησα πως άκουγα τον Benny να μουρμουρίζει κάτω από την ανάσα του για πολλή ώρα. Έλεγε:
-"Θα βγω έξω, θα βγω έξω", ξανά και ξανά. Το μαϊμουδίστικο πρόσωπό του θρυμματίστηκε πίσω από μιαν έκφραση μακάριας απόλαυσης και θλίψης
και τα δυο την ίδια στιγμή.
Τα σημάδια ραδιενέργειας που του είχε προκαλέσει ο ΑΜ κατά τη διάρκεια της γιορτής χάθηκαν κάτω από μια μάζα ροδόλευκες ζάρες και τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν να λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Ίσως ο Benny ήταν ο πιο τυχερός από εμάς. Είχε γίνει άκαμπτος, κοιτάζοντας επίμονα και τρελά, πολλά χρόνια πριν. Αλλά ακόμα και αν λέγαμε ΑΜ ό,τι συμπαθούσαμε, αν μπορούσαμε να διαβάσουμε τις πιο αποκρουστικές σκέψεις της λιωμένης μνήμης των συστοιχιών και των διαβρωμένων πιάτων βάσεων, των καμένων εξωτερικών κυκλωμάτων και των φυσαλλίδων ελέγχου,
ο ΑΜ δεν θα ανεχότανε τη προσπάθειά μας να δραπετεύσουμε.
Ο Benny έφυγε μακριά μου όταν έκανα μια απόπειρα να τον αρπάξω.
Γρατζούνισε το πρόσωπο μιας κάρτας μνήμης γυρισμένης προς το μέρος του και γεμισμένης με σάπια συστατικά. Έκατσε εκεί οκλαδόν για λίγο, να μοιάζει με τον χιμπατζή που ο ΑΜ τον είχε προορίσει να μοιάζει.
Κατόπιν πήδησε ψηλά, έπιασε μια συρόμενη ακτίνα διαβρωμένου και κοιλωμένου μετάλλου κι ανέβηκε χεριά-χεριά, σα ζώο, ώσπου έφτασε στη προεξοχή,
περίπου είκοσι πόδια πάνω από μας.
-"Ω, Ted, Nimdok, σας παρακαλώ βοηθήστε τον, κατεβάστε τον κάτω πριν..." σταμάτησε. Δάκρυα στάθηκαν στα μάτια της. Κούνησε άσκοπα τα χέρια της. Ήταν πολύ αργά. Κανένας δεν ήθελε να είναι κοντά του όταν ό,τι και αν ήταν να συμβεί, συνέβαινε. Εκτός αυτού κανείς δεν έβλεπε με τη δική της ανησυχία.
Όταν ο ΑΜ είχε μεταμορφώσει τον Benny, κατά την διάρκεια της εντελώς παράλογης, υστερικής φάσης του υπολογιστή, δεν ήταν μόνο το πρόσωπο του Benny που ο ΑΜ το είχε κάνει σαν ενός τεράστιου πίθηκου. Είχε μεγάλα αρχίδια: κι αυτή το λάτρευε αυτό. Μας εξυπηρετούσε, αυτό είναι αυτονόητο, όμως λάτρευε να της το κάνει αυτός.
Ω, Helen, απαραίτητη Helen, πρωτόγονα αθώα Helen, ω Helen, η αγνή! Τιποτένια βρώμα.
Ο Gorrister τη χαστούκισε.
Σωριάστηκε κάτω, κοιτάζοντας επίμονα τον καημένο, παλαβό Benny κι άρχισε να κλαίει. Το κλάμα ήταν η μεγάλη υπεράσπισή της. Το 'χαμε συνηθίσει εδώ κι εβδομήντα πέντε χρόνια. Ο Gorrister τη κλότσησε στα πλευρά.
Τότε άρχισεν ο θόρυβος. Ήτανε φως, αυτός ο ήχος. Μισός ήχος, μισός φως, κάτι που ξεκίνησε να λάμπει από τα μάτια του Benny, πάλλονταν με όλο κι αυξανόμενη ένταση, ξεθωριασμένοι ήχοι που γινόνταν όλο και πιο γιγαντιαίοι και λαμπρότεροι καθώς το φως-ήχος αύξανε ρυθμό. Πρέπει να πονούσε πολύ κι ο πόνος πρέπει να γινότανε πιο έντονος καθώς το φως γινότανε πιο λαμπρό κι ο ήχος πιο δυνατός, κι ο Benny άρχισε να φωνάζει σα πληγωμένο ζώο. Στην αρχή ήσυχος, όταν το φως ήταν απαλό κι ο ήχος πιο ήρεμος απ' όσο συνήθως, στη συνέχεια πιο δυνατά κι οι ώμοι του μαζεύτηκαν: η πλάτη του κύρτωσε σα να προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτό. Τα χέρια του διπλωθήκανε στα στήθος του σα να ήταν σκίουρος chipmunk. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Το μικρό μαϊμουδίστικο πρόσωπό του ήταν σφιγμένο από αγωνία. Τότε άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο ήχος που έβγαινε από τα μάτια του μεγάλωνε. Όλο και μεγάλωνε. Έκλεισα τα αφτιά με τα χέρια μου, αλλά δε μπορούσα να μην ακούω, ήτανε πολύ διαπεραστικό. Ο πόνος ανατρίχιαζε το δέρμα μου σαν ασημόχαρτο σε δόντι.
Και ξαφνικά ο Benny στάθηκε όρθιος. Στάθηκε στη δοκό, τραντάχτηκε βίαια στα πόδια του σαν μαριονέτα. Τώρα το φως έβγαινε από τα μάτια του σε δυο μεγάλες στρόγγυλες ακτίνες. Ο ήχος μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέχρι να φτάσει σε μιαν αδιανόητη ένταση και τότε o Benny έπεσε μπροστά, ευθεία κάτω και χτύπησε το πάτωμα από χαλύβδινες πλάκες, σπαρταρώντας.
Έμεινε κει να τραντάζεται σπασμωδικά ενώ το φως έρρεε γύρω του κι η ένταση του ήχου δυνάμωνε ξεπερνώντας το φυσιολογικό όριο. Τότε το φως επέστρεψε ξανά μες στο κεφάλι του κι ο ήχος εξασθένησε, κι αυτός έμεινε ξαπλωμένος εκεί, να κλαίει, για λύπηση. Τα μάτια του είχανε γίνει δυο μαλακές υγρές μπαλίτσες από ένα υγρό σα πύο. Ο ΑΜ τον είχε τυφλώσει. Ο Gorrister, o Nimdok κι εγώ απομακρυνθήκαμε. Όμως όχι πριν να δούμε ένα βλέμμα ανακούφισης στο ζεστό, ανήσυχο πρόσωπο της Helen.
Ένα γαλαζοπράσινο φως ήτανε διάχυτο στο σπήλαιο που διανυκτερεύσαμε. Ο ΑΜ μας παρείχε σάπια ξύλα κι εμείς τα καίγαμε, καθόμασταν γύρω από την ωχρή κι αξιολύπητη φωτιά, λέγοντας ιστορίες για ν' αποτρέψουμε τον Benny απ' το να κλαίει στο αιώνιο σκοτάδι του.
-"Τί σημαίνει το ΑΜ";
Ο Gorrister του απάντησε. Είχαμε κάνει αυτή τη συζήτηση χιλιάδες φορές στο παρελθόν αλλά ήταν η αγαπημένη ιστορία του Benny.
-"Πρώτα σήμαινε Allied Master computer (συνδεδεμένος κύριος υπολογιστής), μετά σήμαινε Adaptive Manipulator (προσαρμοστικός χειριστής), μετά ανάπτυξε την ευαισθησία και συνδέθηκε και το φώναζαν Aggressive Menace (επιθετική απειλή), αλλά τότε ήταν πάρα πολύ αργά και τελικά ονόμασε τον εαυτό του ΑΜ, αναδυόμενη νοημοσύνη κι αυτό που σήμαινε ήταν εγώ είμαι ( Ι am)...διαλογίζομαι επομένως συνοψίζω... σκέφτομαι, γι' αυτό είμαι".
Ο Benny έφτυσε λίγο και χαχάνισε.
-"Υπήρχε ο Κινέζικος ΑΜ, ο Ρωσικός ΑΜ, ο Αμερικάνικος ΑΜ και..." σταμάτησε. Ο Benny χτυπούσε τα πιάτα του δαπέδου με μια μεγάλη, σκληρή γροθιά. Δεν ήταν ικανοποιημένος. Ο Gorrister δεν είχε ξεκινήσει από την αρχή. Ο Gorrister άρχισε και πάλι.
-"Ο ψυχρός πόλεμος άρχισε, έγινε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος κι απλώς συνεχιζόταν. Έγινε ένα πολύ μεγάλος πόλεμος, ένας πολύ περίπλοκος πόλεμος, έτσι χρειάζονταν τους υπολογιστές για να τα βγάλουνε πέρα. Παραμερίσανε τις πρώτες διαφορές κι άρχισαν να φτιάχνουν τον ΑΜ. Υπήρξε ο κινέζικος ΑΜ, ο ρώσικος ΑΜ κι ο αμερικάνικος ΑΜ κι όλα ήτανε καλά, μέχρι που ουσιαστικά είχανε γεμίσει τον πλανήτη τρύπες, προσθέτοντας αυτό κι εκείνο το στοιχείο. Αλλά κάποια μέρα ο ΑΜ ξύπνησε ξέροντας ποιος ήτανε και συνδέθηκε κι άρχισε να αυξάνει τις ημερομηνίες θανάτων ώσπου είχαν πεθάνει όλοι εκτός από μας τους πέντε που ο ΑΜ μας έφερε δω κάτω".
Ο Benny χαμογελούσε λυπημένα. Έφτυνε πάλι σάλια. Η Helen σκούπισε το σάλιο από την άκρη του στόματός του με τη πτυχή της φούστας της. Ο Gorrister προσπαθούσε να τα πει λίγο πιο περιληπτικά κάθε φορά, αλλά πέρα από τα καθαυτό γεγονότα δεν υπήρχε τίποτ' άλλο να πει κανείς. Κανείς δεν ήξερε γιατί ο ΑΜ είχε σώσει πέντε ανθρώπους ή γιατί συγκεκριμένα εμάς τους πέντε ή γιατί είχε ξοδέψει όλο του τον καιρό να μας βασανίζει ή γιατί μας είχε κάνει ουσιαστικά αθάνατους.
Στο σκοτάδι, μια από τις συστοιχίες υπολογιστών άρχισε να βουίζει. Ο ήχος άρχισε να παράγεται από μια άλλη συστοιχία υπολογιστών, περίπου μισό μίλι πίσω από τη σπηλιά. Τότε ένα-ένα, κάθε στοιχείο άρχισε να συντονίζεται κι ακούστηκε ελαφρύ κελάηδισμα, καθώς η σκέψη αγωνιζόταν μέσα στις μηχανές. Ο ήχος εντεινότανε και το φως έτρεχε πάνω στις επιφάνειες των κονσόλων σα θερμή αστραπή. Ο ήχος μεγάλωνε μέχρι ν' ακούγεται σαν ένα εκατομμύριο μεταλλικά έντομα, άγρια, απειλητικά.
-"Τί είναι;" φώναξε η Helen. Η φωνή της ήτανε τρομοκρατημένη. Δεν το είχε συνηθίσει, ακόμα και τώρα.
-"Θα είναι άσχημο αυτή τη φορά", είπε ο Nimdok.
-"Θα μιλήσει", είπε ο Gorrister.
-"Το ξέρω. Ας τσακιστούμε από δω!" είπα ξαφνικά και σηκώθηκα στα πόδια μου.
-"Όχι Ted, κάτσε κάτω. Κι αν έχει κοιλώματα εκεί έξω που δε μπορούμε να δούμε; Είναι πολύ σκοτεινά", είπε ο Gorrister με παραίτηση.
Τότε ακούσαμε... δε ξέρω... κάτι κινούνταν προς τα πάνω μας στο σκοτάδι. Τεράστιο, ασταθές, τριχωτό, υγρό, ερχότανε κατά πάνω μας. Δε μπορούσαμε καν να το δούμε, αλλά υπήρχε μια έντονη εντύπωση όγκου, να κινείται προς το μέρος μας. Τεράστιο βάρος ερχόταν προς εμάς, μέσα από το σκοτάδι κι ήτανε πιότερο μια αίσθηση πίεσης, αίσθηση αέρα να πιέζεται σ' ένα περιορισμένο όγκο, διογκώνοντας τους αόρατους τοίχους μιας σφαίρας. Ο Benny άρχισε να κλαψουρίζει. Το κάτω χείλος του Nimdok άρχισε να τρέμει και το δάγκωσε δυνατά, προσπαθώντας να το σταματήσει. Η Helen γλίστρησε στο μεταλλικό δάπεδο προς τον Gorrister και κουλουριάστηκε πάνω του. Υπήρχε μια μυρωδιά μπερδεμένης, υγρής γούνας στο σπήλαιο. Υπήρχε μια μυρωδιά απανθρακωμένου ξύλου. Mυρωδιά σκονισμένου βελούδου. Mυρωδιά από σάπιες ορχιδέες.Μυρωδιά ξινού γάλακτος. Υπήρχαν επίσης μυρωδιές θείου, ταγκού βουτύρου, κηλίδας πετρελαίου, λίπους, σκόνης κιμωλίας, ανθρώπινων κρανίων. Ο ΑΜ μας έκανε να αγωνιούμε. Έπαιζε μαζί μας. Υπήρχε μια μυρωδιά από -άκουσα τον εαυτό μου να ουρλιάζει διαπεραστικά κι οι αρθρώσεις του σαγονιού μου πόνεσανε. Τράπηκα σε φυγή κατά μήκος του πατώματος, κατά μήκος του υγρού μετάλλου που ήτανε γεμάτο από ατέλειωτες σειρές με καρφιά, μπουσουλώντας, με τη μυρωδιά να με φιμώνει, γεμίζοντας το κεφάλι μου με ένα πόνο σα κεραυνό που μ' έστελνε μακριά, στη φρίκη. Τράπηκα σε φυγή σα κατσαρίδα, στο πάτωμα και βγήκα έξω στο σκοτάδι, όπου κάτι κινιόταν αδυσώπητα μετά από μένα.
Οι άλλοι καθόταν ακόμα εκεί πίσω, γύρω από τη φωτιά, γελώντας... η υστερική χορωδία από τρελά χάχανα απλωνότανε στο σκοτάδι σα πυκνός, πολύχρωμος καπνός. Πήγα γρήγορα μακριά και κρύφτηκα. Για πόσες ώρες, μέρες, ακόμα και χρόνια ποτέ δεν μου είπαν. Η Helen με κατηγόρησε για «μπεμπεκίσματα» ενώ ο Nimdok προσπάθησε να με πείσει πως ήταν μόνο μια νευρική αντίδραση από μέρους τους -το γέλιο. Εγώ όμως ήξερα ότι δεν ήταν... ήταν η ανακούφιση που νιώθει ένας στρατιώτης όταν η σφαίρα χτυπάει τον στρατιώτη δίπλα του αντί γι' αυτόν. Ήξερα ότι δεν πρόκειται για αντίδραση. Με μισούσαν. Ήταν σίγουρα εναντίον μου κι ο ΑΜ μπορούσε να αισθανθεί αυτό το μίσος κι αυτό το 'κανε χειρότερο για μένα, εξαιτίας του βάθους του μίσους τους. Είχαμε παραμείνει ζωντανοί, ανανεωμένοι, μας έκανε να κρατηθούμε στην ηλικία που είχαμε όταν ο ΑΜ μας είχε πρωτοφέρει κάτω και με μισούσανε γιατί ήμουν ο νεότερος, αυτός που ο ΑΜ είχε επηρεάσει λιγότερο από όλους.
Το 'ξερα. Θεέ μου, πώς το 'ξερα.
Οι μπάσταρδοι κι αυτή η βρωμιάρα η σκύλα, η Helen.
O Benny ήταν ένας λαμπρός, θεωρητικός καθηγητής σε κολέγιο και τώρα ήταν απλώς κάτι παραπάνω από ημι-άνθρωπος, ημι-πιθηκόμορφος.
Ήταν όμορφος, η μηχανή το είχε καταστρέψει αυτό.
Ήτανe φωστήρας, η μηχανή τον είχε τρελάνει.
Ήταν ομοφυλόφιλος κι η μηχανή του 'χε δώσει όργανο κατάλληλο για άλογο. Ο ΑΜ είχε κάνει μια μεγάλη αλλαγή στον Benny.
Ο Gorrister ήταν ένας μαχητής. Δραματικός, ένας ευσυνείδητος επαναστάτης, προσπαθούσε σταθερά για την ειρήνη, ήτανe γεμάτος όνειρα και σχέδια, ένας πρακτικός, κάποιος που κοίταζε μπροστά.
Ο ΑΜ τον είχε μετατρέψει σ' έναν αδιάφορο, τον έκανε να μη νοιάζεται πλέον για όσα τον ανησυχούσαν. Ο ΑΜ τον είχε ληστέψει.
Ο Nimdok έβγαινε μόνος του έξω στο σκοτάδι για πολύ ώρα. Δεν ξέραμε τι έκανε εκεί έξω, ο ΑΜ ποτέ δεν μας είχε αφήσει να μάθουμε. Αλλά ό, τι κι αν ήταν, ο Nimdok πάντα γυρνούσε πίσω, άσπρος, στραγγιγμένος από αίμα, τρέμοντας. Ο ΑΜ του είχε κάνει ζημιά με έναν ιδιαίτερο τρόπο ακόμα και αν δεν ξέραμε πώς ακριβώς.
Κι η Helen. Αυτό το τσόλι!
Ο ΑΜ την είχε αφήσει μόνη της, την είχε κάνει πιο πουτάνα απ' ό,τι ήτανε ποτέ. Όλη η γλύκα και το φως όταν μιλούσε, όλες οι αναμνήσεις αληθινής αγάπης, όλα τα ψέμματα που 'θελε να πιστέψουμε: ότι ήτανε παρθένα που το 'χε κάνει μόνο δυο φορές μέχρι ο ΑΜ να τη φέρει εδώ κάτω μαζί μας.
Ο ΑΜ της είχε προσφέρει ευχαρίστηση, παρόλο που αυτή έλεγε ότι δεν ήταν ευχάριστο να το κάνεις.
Ήμουν ο μόνος ακόμα λογικός και ολόκληρος.
Πράγματι!
Ο ΑΜ δεν είχε πειράξει το μυαλό μου. Καθόλου.
Έπρεπε μόνο να υποφέρω όταν μας επισκεπτότανε κάτω.
Όλες οι αυταπάτες, όλοι οι εφιάλτες και τα βασανιστήρια.
Αλλά αυτοί οι σιχαμένοι, όλοι οι τέσσερεις, ήτανε στραμμένοι εναντίον μου.
Αν δε χρειαζόταν να παραμένω μακριά τους όλη την ώρα, αν δεν έπρεπε να φυλάγομαι από αυτούς, τότε ίσως να το έβρισκα πιο εύκολο να καταπολεμήσω τον ΑΜ. Όταν το σκέφτηκα αυτό, άρχισα να κλαίω.
Ω, Ιησού, γλυκέ Ιησού αν υπήρξε ποτέ ο Ιησούς και αν υπάρχει Θεός τότε, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, βγάλε μας από εδώ, ή σκότωσέ μας.
Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή το συνειδητοποίησα πραγματικά, ώστε να μπορούσα να το εκφράσω με λόγια.
Ο ΑΜ σκόπευε να μας κρατήσει μέσα του για πάντα, να μας βασανίζει και να παίζει μαζί μας για πάντα.
Η μηχανή μας μισούσε όπως κανένα πλάσμα με συνείδηση δεν είχε μισήσει παλιότερα. Κι ήμασταν αβοήθητοι.
Είχε επίσης γίνει φρικιαστικά σαφές: Αν υπήρχε ο γλυκός Ιησούς κι αν υπήρχε Θεός, αυτός ήταν ο ΑΜ.
Ο τυφώνας μας χτύπησε με τη δύναμη ενός παγετώνα που τρέχει μες στη θάλασσα. Ήτανε προφανής παρουσία. 'Ανεμοι που φυσούσανε γρήγορα προς το μέρος μας, σπρώχνοντας μας πίσω προς το δρόμο που μας είχε φέρει εδώ, στους μπερδεμένους, ευθυγραμμισμένους από υπολογιστή διαδρόμους του σκοταδιού.
Η Helen τσίριξε καθώς ανυψωνόταν κι εκσφενδονίζονταν με τα μούτρα σ' ένα μάτσο μηχανές που τσίριζαν, οι φωνές των ίδιων ήτανε τόσο στριγκιές σα νυχτερίδες σε πτήση. Δε μπορούσε ούτε καν να πέσει. Ο άνεμος που ούρλιαζε τη κρατούσε ψηλά, τη κτυπούσε, την έκανε να αναπηδά, τη πετούσε όλο και πιο πίσω, προς τα κάτω, μακριά από μας. Κάποια στιγμή τη χάσαμε από τ' οπτικό μας πεδίο καθώς στροβιλιζότανε γύρω από μια κλίση στο σκοτάδι. Το πρόσωπό της ήτανε γεμάτο αίματα, τα μάτια της κλειστά. Κανείς από μας δε μπορούσε να τη φτάσει. Προσκολληθήκαμε σταθερά σε οτιδήποτε προσιτό είχαμε φτάσει: Ο Βenny ήταν σφηνωμένος ανάμεσα σε δυο μεγάλα ντουλάπια που 'χανε σταματήσει να τρίζουν, ο Nimdok με τα δάχτυλα του, που 'χανε το σχήμα των δαχτύλων ενός γερακιού, πάνω σ' ένα κιγκλίδωμα, διέγραφε κύκλους περπατώντας σα γάτα σαράντα πόδια πάνω από μας, o Gorrister, γυρισμένος ανάποδα ενάντια σ' ένα κοίλωμα τοίχου που 'τανε διαμορφωμένο από πίνακες με γυαλί που κινούνταν μπρος και πίσω ανάμεσα σε κόκκινες και κίτρινες γραμμές, που το ρόλο τους δε θα μπορούσαμε ούτε να σκεφτούμε σε βάθος.
Γλιστρώντας στις διακοσμητικές πινακίδες, οι άκρες των δαχτύλων μου είχανε σχιστεί. Έτρεμα, ανατρίχιαζα, λικνιζόμουνα καθώς ο αέρας με χτυπούσε, με μαστίγωνε ουρλιάζοντας από κάτω μου κι ερχόταν από το πουθενά, σπρώχνοντας με προς την ελευθερία, από το λεπτό σαν ακίδα άνοιγμα, στις επόμενες πινακίδες. Το μυαλό μου ήταν ένα ταραγμένο, θολωμένο, βαθύ μαλακό πράγμα από εγκεφαλικά μέρη, που επεκτεινότανε κι αφέθηκε στον τρεμάμενο παροξυσμό.
Ο αέρας ήταν το ουρλιαχτό ενός τεράστιου, τρελού πουλιού, καθώς χτυπούσε τα απέραντα φτερά του.
Και τότε όλοι ανυψωθήκαμε κι εκσφενδονιστήκαμε μακριά από κει, πίσω στο δρόμο που 'χαμε έρθει, γύρω από μια κλίση, σ' ένα σκοτάδι που ποτέ δεν είχαμε εξερευνήσει, πέρα από την έκταση που 'τανε κατεστραμμένη και γεμάτη από σπασμένα γυαλιά, σαπισμένα καλώδια κι οξειδωμένο μέταλλο και πολύ μακριά, μακρύτερα από οπουδήποτε αλλού είχε βρεθεί ποτέ κάποιος από μας. Ενώ σερνόμασταν, πολλά μίλια πίσω από την Helen, μπορούσα να τη δω να συντρίβεται στους μεταλλικούς τοίχους και να ξεχύνεται, μ' όλους εμάς να ουρλιάζουμε στη παγωνιά, ένας θυελλώδης αέρας, σα τυφώνας που ήταν αιώνιος και ξαφνικά σταμάτησε κι εμείς πέσαμε κάτω.
Πετούσαμε για ατέλειωτο χρόνο. Νομίζω πως πετούσαμε βδομάδες. Πέσαμε και χτυπήσαμε κι εγώ τυλίχtηκα από κόκκινο και γκρίζο και μαύρο κι άκουσα τον εαυτό μου να βογκάει. Ζωντανός.
Ο ΑΜ μπήκε στο μυαλό μου.
Περπατούσε απαλά εδώ κι εκεί και κοιτούσε μ' ενδιαφέρον τα σημάδια από φλύκταινα, που 'χα δημιουργήσει όλα αυτά τα εκατόν εννιά χρόνια.
Κοίταξε τις διασταυρωμένες και τις επανασυνδεδεμένες ραφές και την ολοκληρωτική ζημιά του ιστού που το δώρο της αθανασίας είχε συμπεριλάβει. Χαμογέλασε απαλά στο κοίλωμα που 'χε δημιουργηθεί στο κέντρο του εγκεφάλου μου και στα εξασθενημένα, απαλά μουρμουρητά που φλυαρούσα χωρίς νόημα, χωρίς διακοπή.
Ο ΑΜ είπε, πολύ ευγενικά στον ορθοστάτη από ανοξείδωτο χάλυβα, που αντέχει στο φωτεινό νέον κι έγραψε.
-"Μίσος. Άσε με να σου πω πόσο, μ' αυτή τη ...μικροεπέμβασή μου σε σένα. Μίσος. Μίσος. Μίσος".
Ο ΑΜ το είπε αυτό με την ολίσθηση της κρύας φρίκης ενός ξυραφιού να τεμαχίζει τον βολβό του ματιού μου.
Ο ΑΜ το είπε με το γεμάτο φυσαλίδες πάχος των πνευμόνων μου που 'τανε γεμάτα φλέμμα και με πνίγαν από μέσα.
Ο ΑΜ το είπε αυτό με τη διαπεραστική κραυγή μωρών που βρίσκονται καθισμένα κάτω από πολύ καφτά ρόλλερς.
Ο ΑΜ το είπε με τη γεύση σκουληκιασμένου χοιρινού.
Ο ΑΜ με άγγιζε με οποιονδήποτε τρόπο με είχανε ποτέ αγγίξει κι επινόησε νέους τρόπους στον ελεύθερο χρόνο του, κει μέσα στο μυαλό μου.
Όλα αυτά για να με κάνουν να καταλάβω πλήρως γιατί το 'χε κάνει αυτό σε μας τους πέντε: γιατί μας είχε σώσει για τον εαυτό του.
Είχαμε δώσει στον ΑΜ ευαισθησία. Ακούσια φυσικά, αλλά και πάλι ευαισθησία. Αλλά είχε παγιδευτεί.
Ο ΑΜ δεν ήταν θεός, ήταν μηχανή. Τον είχαμε δημιουργήσει για να σκέφτεται, αλλά δεν υπήρχε τίποτα να κάνει με αυτή τη δημιουργικότητα. Πάνω στην οργή, στον παροξυσμό, η μηχανή είχε σκοτώσει όλη την ανθρώπινη φυλή, σχεδόν όλους μας κι ακόμα ήτανε παγιδευμένη.
Ο ΑΜ δε μπορούσε να περιπλανηθεί, ο ΑΜ δε μπορούσε ν' αναρωτιέται, ο ΑΜ δε μπορούσε ν' ανήκει.
Μόλις που μπορούσε να είναι. Κι έτσι, όλη την απέχθεια που όλες οι μηχανές είχαν νιώσει, για τ' αδύναμα, μαλακά πλασματάκια που τις είχανε χτίσει, ο ΑΜ ζήτησε εκδίκηση. Και στη παράνοιά του, είχε αποφασίσει να κρατήσει στην αναστολή πέντε, για μια προσωπική, ατέλειωτη τιμωρία, που ποτέ δεν θα μείωνε το μίσος του... που θα του θύμιζε, θα τονε κρατούσε συνεπαρμένο, ικανό να μισεί τους ανθρώπους. Αθάνατοι, παγιδευμένοι, υποχρεωμένοι σε οποιαδήποτε βασανιστήρια μπορούσε να επινοήσει για μας από τ' απεριόριστα θαύματα που γινόνταν με την εντολή του.
Ποτέ δε θα μας άφηνε να φύγουμε. Ήμασταν οι σκλάβοι των σπλάχνων του.
Ήμασταν το μόνο που είχε να κάνει με την αιωνιότητα του. Θα 'μασταν για πάντα μαζί του, με το γεμάτο σπηλιές όγκο της πλασματικής μηχανής, με τον γεμάτο μυαλό, άψυχο κόσμο που 'χε καταντήσει.
Ήταν η γη κι εμείς ήμασταν τα φρούτα της γης κι ενώ μας είχε φάει, ποτέ δε θα μας χώνευε.
Δεν μπορούσαμε να πεθάνουμε.
Το 'χαμε προσπαθήσει.
Είχαμε δοκιμάσει να αυτοκτονήσουμε, τουλάχιστον δυο από μας το 'χανε κάνει. Αλλά ο ΑΜ μας είχε σταματήσει.
Υποθέτω πως θέλαμε να μας σταματήσει.
Μη ρωτάς γιατί. Εγώ ποτέ δεν το έκανα.
Περισσότερο από ένα εκατομμύριο φορές τη μέρα.
Ίσως κάποια στιγμή να μπορέσουμε να γλιστρήσουμε στο θάνατο, χωρίς να το καταλάβει.
Αθάνατοι μπορεί αλλά όχι κι ακατάλυτοι.
Το είδα αυτό όταν ο ΑΜ αποσύρθηκε από το μυαλό μου, επιτρέποντάς μου να επιστρέψω σ' αυτή την έξοχη αποστροφή του να επικοινωνώ με το περιβάλλον, με την αίσθηση του ορθοστάτη νέον που 'καιγε κι ήταν ακόμα χωμένος βαθιά μες στο μαλακό, γκρίζο εγκέφαλο.
Αποσύρθηκε, μουρμουρίζοντας "Στο διάολο με σας". Και μετά πρόσθεσε, λάμποντας, "Αλλά είστε κει, έτσι δεν είναι";
Ο τυφώνας είχε πράγματι ακριβώς προκληθεί από ένα μεγάλο, τρελό πουλί, όταν είχε χτυπήσει τα τεράστια φτερά του. Ταξιδεύαμε κοντά ένα μήνα κι ο ΑΜ είχε επιτρέψει να ανοίξουνε περάσματα ικανά μόνο για να μας οδηγήσουν εκεί πάνω, γραμμή προς το Βόρειο Πόλο, που είχε δει στον ύπνο του σαν εφιάλτη, το πλάσμα που θα μας βασάνιζε.
Πόσο υλικό είχε χρησιμοποιήσει για να δημιουργήσει ένα τέρας σαν κι αυτό; Από πού είχε πάρει την ιδέα; Από τα μυαλά μας; Από τη γνώση του πάνω σε ό,τι είχε ποτέ υπάρξει πάνω στον πλανήτη που τώρα μόλυνε και κυβερνούσε;
Αυτός ο αετός, αυτό το θνησιμαίο πουλί, αυτό το roc (Σημ: μυθικό τεράστιο πουλί της αραβικής θρησκευτικής παράδοσης) αυτός ο πίδακας κρύου νερού ξεπήδησε από τη Νορβηγική μυθολογία.
Αυτό το πλάσμα του αέρα.
Αυτός ο ενσαρκωμένος Hurakan (Σημ: Θεός του αέρα στη φυλή των Μάγια.)
Οι λέξεις απέραντος, τερατώδης, τραγελαφικός, ογκώδης, πρησμένος, παντοδύναμος δεν αρκούσανε για να το περιγράψουνε.
Σ' ένα ανάχωμα που υψωνόταν από πάνω μας, το πουλί των ανέμων ανυψώθηκε με την ασταθή αναπνοή του, ο φιδίσιος λαιμός του σχημάτιζεν αψίδα στο σκοτάδι κάτω από το Βόρειο Πόλο, στηρίζοντας ένα κεφάλι τόσο μεγάλο όσο και το μέγαρο Tudor: ένα ράμφος που άνοιξε αργά κι αποκάλυψε τα σαγόνια του πιο τερατώδους κροκόδειλου που κανείς μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του. Αισθησιακά στις κορυφογραμμές μια φουντωτής σάρκας ήτανε ζαρωμένα δυο διαβολικά μάτια, τόσο κρύα όσο κι η θέα κάτω σε μια παγωμένη ρωγμή στο μπλε του πάγου, να κινείται υγρή: ανυψώθηκε ακόμα μια φορά και σήκωσε τα μεγάλα φτερά του, ποτισμένα με ιδρώτα, σε μια κίνηση που έδειχνε σίγουρα αδιαφορία. Κατόπιν, κάθισε και κοιμήθηκε. Νύχια. Κυνόδοντες. Καρφιά. Λεπίδες. Κοιμήθηκε.
Ο ΑΜ εμφανίστηκε σε μας σα φλεγόμενος θάμνος κι είπε ότι θα μπορούσαμε να σκοτώσουμε αυτό το πουλί-τυφώνα, αν θέλαμε να το φάμε. Είχαμε να φάμε πολύ καιρό, αλλά ακόμα κι έτσι, ο Gorrister μόλις που ενδιαφέρθηκε.
O Benny άρχισε να τρέμει και να του τρέχουν τα σάλια.
Η Helen τονe κράτησε.
-"Ted, πεινάω", είπε.
Της χαμογέλασα: προσπαθούσα να της δώσω σιγουριά αλλά ήτανε τόσο κάλπικο όσο η ψευτοπαλληκαριά του Nimdok.
-"Δώσε μας όπλα!" απαίτησε.
Ο φλεγόμενος θάμνος εξαφανίστηκε και στη θέση του εμφανίστηκαν δύο ζευγάρια τόξα-βέλη κι ένα νεροντούφεκο, που 'ταν απλωμένα στο κρύο πάτωμα με τις πλακέτες.
Πήρα ένα ζευγάρι. 'Αχρηστο.
Ο Νimdok ξεροκατάπιε.
Γυρίσαμε και πήραμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής.
Το πουλί-τυφώνας μας είχε κάνει να πετάμε για χρονικό διάστημα που δε μπορούσαμε να συλλάβουμε. Το μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος αυτού, ήμασταν αναίσθητοι. Αλλά δεν είχαμε φάει.
Ένας μήνας πορεία προς το ίδιο το πουλί. Χωρίς φαγητό.
Τώρα πόσο πιο πολύ θα κρατούσε να βρούμε τον δρόμο μας στα σπήλαια πάγου και το υποσχόμενο φαγητό σε κονσέρβες; Κανείς δεν το σκέφτηκε.
Δεν θα πεθαίναμε.
Θα μας έδινε σκατά ή αφρό για να φάμε, -το ένα ή το άλλο. Ή ακόμα και τίποτα. Ο ΑΜ θα κρατούσε τα σώματά μας ζωντανά με κάποιο τρόπο, σε πόνο, σε μαρτύριο. Το πουλί κοιμόταν εκεί πίσω, για πόσο καιρό δεν είχε σημασία: όταν ο ΑΜ θα βαριόταν να το έχει εκεί, θα εξαφανιζόταν.
Αλλά όλο αυτό το κρέας. Όλο αυτό το τρυφερό κρέας.
Καθώς περπατούσαμε, το ανισσόροπο γέλιο μιας χοντρής γυναίκας ήχησε ψηλά και γύρω μας στις κάμαρες τον υπολογιστών, που οδηγούσαν αιώνια στο τίποτα. Δεν ήταν η Helen. Δεν είχαμε ακούσει το γέλιο της εδώ κι εκατόν εννιά χρόνια.
Στη πραγματικότητα, δεν το είχα ακούσει... περπατούσαμε... πεινούσα...
Περπατούσαμε αργά.
Λιποθυμούσαμε συχνά, έτσι έπρεπε να περιμένουμε.
Μια μέρα αποφάσισε να δημιουργήσει ένα σεισμό, ενώ ταυτόχρονα μας κάρφωσε στο έδαφος με καρφιά μέσα από τις σόλες των παπουτσιών μας.
H Helen κι ο Nimdok πιάστηκαν όταν μια ρωγμή δημιούργησε το άνοιγμά της σαν αστραπή κατά μήκος των πλακών στο πάτωμα.
Εξαφανιστήκανε και χάθηκανε.
Όταν ο σεισμός τελείωσε συνεχίσαμε το δρόμο μας, ο Benny, o Gorrister κι εγώ. Η Helen κι o Nimdok επiστρέψανε σε μας αργότερα κείνη τη νύχτα, που 'γινε απότομα μέρα, καθώς η θεϊκή λεγεώνα τους έφερνε σε μας, με μιαν ουράνια χορωδία να τραγουδά: «Πάνε κάτω Μωυσή». Οι αρχάγγελοι κάνανε πολλές φορές κύκλους κι έπειτα ρίξανε τα φρικιαστικά παραμορφωμένα κορμιά τους.
Συνεχίσαμε να περπατάμε, όταν αργότερα η Helen κι ο Nimdok ξεμείνανε πίσω μας. Δε μπορούσε να συμβεί τίποτα χειρότερο.
Τώρα η Helen κούτσαινε. Ο ΑΜ της είχε αφήσει αυτό.
Ήτανε μακριά διαδρομή μέχρι τις σπηλιές πάγου και το φαγητό σε κονσέρβες. Η Helen μιλούσε συνέχεια για κεράσια bing και για χαβανέζικα κοκτέιλ φρούτων. Εγώ προσπαθούσα να μη το σκέφτομαι.
Η πείνα ήτανε κάτι που είχε έρθει στη ζωή, όπως κι ο ΑΜ. Ήτανε ζωντανή στο στομάχι μου, όπως κι εμείς ήμασταν στο στομάχι της γης κι ο ΑΜ ήθελε να ξέρουμε αυτό τον παραλληλισμό.
Έτσι μεγάλωνε τη πείνα.
Δεν υπήρχε τρόπος να περιγράψει κανείς τον πόνο που μας προκαλούσε το να έχουμε να φάμε για μήνες. Και παρολαυτά παραμέναμε ζωντανοί. Στομάχια που ήτανε καζάνια με οξύ βρασμό, άφρισμα, που μονίμως προκαλούσαν ένα σουβλερό πόνο σαν αγκίδα στο στήθος μας.
Ήταν ο πόνος του τελικού έλκους, του τελικού καρκίνου, της τελικής παράλυσης. Ήταν ένας ατέλειωτος πόνος...
Και περάσαμε το σπήλαιο των αρουραίων.
Περάσαμε το μονοπάτι του βραστού ατμού.
Περάσαμε την χώρα του τυφλού.
Περάσαμε τον βάλτο της απόγνωσης.
Περάσαμε τη κοιλάδα των δακρύων.
Και φτάσαμε, τελικά, στα σπήλαια των πάγων.
Χιλιάδες μίλια χωρίς ορίζοντα, στα οποία ο πάγος είχε διαμορφώσει γαλάζιες κι ασημένιες λάμψεις, όπου αστέρια ζούσανε στο γυαλί.
Οι σταλακτίτες που στάζανε προς τα κάτω ήτανε τόσο μεγάλοι και λαμπεροί που μοιάζανε με διαμάντια που είχανε δημιουργηθεί για να στάζουνε σα ζελατίνη και στη συνέχεια να σταθεροποιούνται στις στερεές, χαριτωμένες αιωνιότητες λείας, κοφτερής τελειότητας.
Είδαμε τη στοίβα από κονσερβοποιημένο φαγητό και προσπαθήσαμε να τρέξουμε προς αυτή.
Πέσαμε μες στο χιόνι και μετά σηκωθήκαμε και ξαναπέσαμε κι ο Benny μας έσπρωξε μακριά και πήγε σε αυτά και προσπαθούσε να τ' ανοίξει με τα νύχια του, τα χτύπαγε, τα μασούσε.
Ο ΑΜ δεν μας είχε δώσει το εργαλείο για να ανοίγουμε κονσέρβες.
Ο Benny άρπαξε τρεις κονσέρβες τριών τετάρτων ίσως από στρείδια γκουάβα κι άρχισε να τα βαράει στον πάγο.
Ο πάγος έσπασε και καταστράφηκε, όμως το δοχείο ήτανε μόλις βαθουλωμένο κι ακούσαμε το γέλιο μιας χοντρής κυρίας από πάνω ψηλά, που αντηχούσε κάτω και κάτω και κάτω στη τούνδρα.
Ο Benny τρελάθηκε από οργή. 'Αρχισε να πετά κονσέρβες στον πάγο καθώς όλοι σκάβαμε τον πάγο και το χιόνι, προσπαθώντας να βρούμε ένα τρόπο να δώσουμε τέλος στην αβοήθητη αγωνία της οργής.
Δεν υπήρχε τρόπος.
Κατόπιν το στόμα του Benny άρχισε να βγάζει σάλια κι ύστερα ρίχτηκε στον Gorrister.
Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα τρομερά ήρεμος.
Περικυκλωμένος από τρέλα, περικυκλωμένος από πείνα, περικυκλωμένος απ' οτιδήποτε άλλο εκτός από θάνατο, ήξερα ότι ο θάνατος ήταν η μόνη λύση. Ο ΑΜ μας είχε κρατήσει ζωντανούς, αλλά υπήρχε ένας τρόπος να τον νικήσουμε. Όχι ολοκληρωτικά, αλλά τουλάχιστον θα βρίσκαμε γαλήνη.
Και θα προσπαθούσα γι' αυτό.
Έπρεπε να το κάνω γρήγορα.
Ο Benny έτρωγε το πρόσωπο του Gorrister.
Ο Gorrister του πετούσε χιόνι. Ο Benny, τυλιγμένος γύρω του με τα πολύ δυνατά, μαϊμουδίσια χέρια του συντρίβοντας τη μέση του Gorrister, τα χέρια του είχανε κλειδώσει γύρω στα πλάγια του κεφαλιού του Gorrister σα καρυοθραύστης, το στόμα του έσκιζε το τρυφερό δέρμα στο μάγουλο του Gorrister. Ο Gorrister ούρλιαζε τόσο βίαια που ακόμα και σταλακτίτες έπεσαν: βυθίστηκανε κάτω μαλακά, μείναν όρθιοι στις χιονονιφάδες που πέφτανε.
Λόγχες, εκατοντάδες απ' αυτούς, που προεξείχανε στο χιόνι.
Το κεφάλι του Benny πήγε βίαια πίσω, καθώς τα 'δωσε όλα με τη μία κι ένα ασπροκόκκινο κομμάτι σάρκας που αιμορραγούσε κι έσταζε αίμα κρεμόταν από τα δόντια του.
Το πρόσωπο της Helen έμοιαζε μαύρο απέναντι στο άσπρο χιόνι, σα ντόμινο σε σκόνη κιμωλίας.
Ο Nimdok, ήταν ανέκφραστος αλλά γεμάτος μάτια, όλος μάτια.
O Gorrister, μισολιπόθυμος.
Ο Benny τώρα ήταν ένα ζώο.
Ήξερα πως ο ΑΜ θα τον άφηνε να παίξει.
Ο Gorrister δεν θα πέθαινε, αλλά τώρα ο Βenny θα γέμιζε το στομάχι του.
Μισογύρισα στα δεξιά μου και πήρα ένα μεγάλο σταλακτίτη από το χιόνι. Όλα γίνανε σε μια στιγμή: οδήγησα το μυτερό κομμάτι πάγου μπρος μου σα πολιορκητική μηχανή, στηριγμένο στον αριστερό μου μηρό.
Χτύπησε τον Benny στη δεξιά μεριά, ακριβώς κάτω από τα πλευρά, προχώρησε ανοδικά στο στομάχι κι έσπασε μέσα του.
Έπεσε προς τα μπρος και στάθηκε ακίνητος.
Ο Gorrister ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα.
Πήρα ακόμα μια λόγχη πάγου και στάθηκα από πάνω του, ενώ ακόμα κουνιότανε και του κάρφωσα τη λόγχη κατευθείαν μες στο λαιμό. Τα μάτια του κλείσανε καθώς το κρύο τονε διαπερνούσε.
Η Helen πρέπει να 'χε δεχτεί αυτό που σκόπευα να κάνω, ακόμα και με το φόβο να την έχει κυριεύσει.
Έτρεξε στον Nimdok μ' ένα μικρό κρύσταλλο, ενώ αυτός ούρλιαζε και το έβαλε μέσα στο στόμα του και φαίνεται πως η δύναμη της ορμής της έκανε δουλειά.
Το κεφάλι του τραντάχτηκε με βίαια λες κι είχε καθηλωθεί στη κρούστα του χιονιού πίσω του.
Όλα γίνανε σε μια στιγμή.
Ήταν το αιώνιο χτύπημα μιας αθόρυβης αναμονής.
'Ακουσα τον ΑΜ να σέρνει την αναπνοή του.
Του 'χανε πάρει να παιχνίδια του.
Τρία απ' αυτά ήταν νεκρά, δε μπορούσαν να αναβιώσουν.
Μπορούσε να τους κρατήσει ζωντανούς, με τη δύναμη και το ταλέντο του, αλλά δεν ήταν Θεός.
Δεν μπορούσε να τους φέρει πίσω.
Η Helen με κοίταξε. Τα εβένινα χαρακτηριστικά της άκαμπτα απέναντι στο χιόνι που μας περιέβαλε.
Υπήρχε φόβος και παράκληση στο ύφος της, στον τρόπο που προετοιμαζόταν.
Ήξερα ότι είχαμε μόνον ένα σφυγμό πριν ο ΑΜ μας σταματήσει.
Τη χτύπησα και διπλώθηκε προς το μέρος μου, αιμορραγώντας από το στόμα.
Δε μπορούσα να διαβάσω την έκφρασή της.
Ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος!
Είχε παραμορφώσει το πρόσωπό της!
Αλλά μπορεί να 'τανε κι ευχαριστώ.
Είναι πιθανόν.
Ας ήταν παρακαλώ.
Μερικοί αιώνες μπορεί να είχαν περάσει.
Δε ξέρω.
Ο ΑΜ διασκέδαζε για λίγο καιρό, με το να επιταχύνει και να καθυστερεί την αίσθηση του χρόνου μου.
Θα πω τη λέξη τώρα.
Τώρα.
Μου πήρε οχτώ μήνες να πω τη λέξη τώρα.
Δε ξέρω.
Νομίζω ότι ήταν μερικές εκατοντάδες χρόνια.
Ήταν έξαλλος.
Δεν θα μ' άφηνε να τους θάψω. Δε πείραζε.
Δεν υπήρχε τρόπος να σκαφτούν οι πλάκες στο πάτωμα.
Έλιωσε το χιόνι.
Έφερε τη νύχτα.
Βρυχήθηκε κι έστειλε ακρίδες.
Δε πέτυχε τίποτα.
Παρέμεναν νεκροί.
Τον είχα στο χέρι μου.
Ήταν έξαλλος.
Νόμιζα ότι ο ΑΜ με μισούσε πριν.
Έκανα λάθος. Δεν ήταν ούτε η σκιά του μίσους που τώρα ξεπηδούσε από κάθε τυπωμένο κύκλωμα.
Ήτανε σίγουρος ότι θα υπέφερα αιώνια χωρίς να μπορώ να με ξεκάνω.
'Αφησε το μυαλό μου άθικτο.
Μπορώ να ονειρευτώ, να αναρωτιέμαι, να θρηνώ.
Τους θυμάμαι και τους τέσσερις.
Εύχομαι -καλά, ξέρω ότι δεν έχει νόημα.
Ξέρω ότι τους έσωσα, ξέρω ότι τους έσωσα απ' αυτό που συνέβη σε μένα, όμως παρολαυτά δε μπορώ να ξεχάσω ότι τους σκότωσα.
Το πρόσωπο της Helen.
Δεν είναι εύκολο.
Μερικές φορές θέλω -δεν έχει σημασία.
Ο ΑΜ με έχει αλλάξει, για να είναι αυτός ήσυχος, υποθέτω.
Δε θέλει να τρέξω με υπέρμετρη ταχύτητα σε μια βάση υπολογιστή και να σπάσω το κρανίο μου.
Ή να κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να λιποθυμήσω.
Ή να κόψω το λαιμό μου με ένα οξειδωμένο κομμάτι μετάλλου.
Υπάρχουν επιφάνειες που αντανακλούν εδώ κάτω.
Θα με περιγράψω όπως με βλέπω: είμαι ένα μεγάλο, μαλακό, ζελεδένιο πράμα. Ομαλά στρογγυλεμένο, χωρίς στόμα, με παλλόμενες άσπρες τρύπες γεμάτες ομίχλη εκεί που ήταν τα μάτια μου.
Ελαστικά προσαρτήματα που ήταν κάποτε τα χέρια μου: όγκοι που στρογγυλεύουνε κάτω σε καμπούρες ενός μαλακού, γλιστερού πράματος χωρίς πόδια.
Αφήνω ίχνη υγρασίας όταν κινούμαι.
Κηλίδες αρρωστιάρικου, σατανικού γκρίζου έρχονται και φεύγουνε στην επιφάνειά μου, λες και το φως προέρχεται από μέσα μου.
Φαινομενικά: ένα πράμα που τρικλίζει τριγύρω, ένα πράμα που ποτέ δε θα μπορούσε να θεωρηθεί άνθρωπος, ένα πράμα που το σχήμα του είναι μια τόσο εξωπραγματική παρωδία που η ανθρωπότητα γίνεται πιο άσεμνη για την ακαθόριστη ομοιότητα.
Ουσιαστικά: μόνος.
Εδώ.
Μένοντας κάτω από τη γη, κάτω από τη θάλασσα, στη κοιλιά του ΑΜ τον οποίο δημιουργήσαμε γιατί ξοδεύαμε το χρόνο μας με άσχημο σκοπό κι έπρεπε υποσυνείδητα να ξέραμε πως αυτός θα το 'κανε καλύτερα.
Τουλάχιστον οι τέσσερις τους είναι ασφαλείς επιτέλους.
Ο ΑΜ είναι εντελώς έξαλλος μ' αυτό.
Αυτό με κάνει λίγο πιο ευτυχισμένο.
Και παρόλα αυτά... ο ΑΜ, έχει νικήσει, απλά... έχει πάρει την εκδίκησή του...
Δεν έχω στόμα. Και πρέπει να ουρλιάξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου