ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ
Δεν απέτυχε η παράστασή μου. Απέτυχε το κοινό». Ο Οσκαρ Ουάιλντ, στον οποίο ανήκει η ρήση, φαίνεται πως είχε λύσει το πρόβλημά του:
το κοινό ευθύνεται για την αποτυχία και ο δημιουργός (μόνο) για την επιτυχία.
Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα που δύσκολα μπορεί να είναι αληθινό. Τι είναι αυτό που οδηγεί τους θεατές στην αποδοκιμασία μιας παράστασης με φωνές και χειρονομίες; Η πρόσφατη εμπειρία με τις «Βάκχες» του Ματίας Λάνγκχοφ στη Θεσσαλονίκη και στην Επίδαυρο επανέφερε στην επικαιρότητα ένα θέμα που είναι τόσο παλιό όσο και το ίδιο το θέατρο.
Την αποδοκιμασία ή αλλιώς γιουχάισμα...
Το αρχαίο και διεθνές αυτό έθιμο περιέχει πραγματικές ακρότητες που έπαιρναν κάθε φορά και διαφορετική μορφή:
στην αρχαιότητα οι αποδοκιμασίες οδηγούσαν τους θεατές να πετάξουν στους ηθοποιούς ακόμη και τα φαγητά που είχαν μαζί τους ή άλλα αντικείμενα.
Γνωστές είναι επίσης και οι ποδοκροτήσεις σε αντίθεση με το χειροκρότημα που επιδοκιμάζει.
Εξάρσεις αποδοκιμασιών παρατηρήθηκαν τον ρομαντικό αιώνα· η παράσταση του έργου του Βίκτωρος Ουγκό «Ερνάνι» έχει καταγραφεί ως μια από τις εντονότερες του 19ου αιώνα. Μεταγενέστερα «της μόδας» έγιναν τα μαξιλάρια και το γνωστό μαξιλάρωμα εξαπλώθηκε στην Ευρώπη.
Το λυρικό θέατρο κατέχει τη μερίδα του λέοντος καθώς το έθιμο αυτό είναι πάγιο: μία και μόνο λάθος νότα μπορούσε (και αυτό ως ένα βαθμό εξακολουθεί να ισχύει) να ξεσηκώσει τους γνώστες της μουσικής εναντίον των τραγουδιστών.
Είναι γνωστή η αντίδραση του κοινού στη Σκάλα του Μιλάνου όταν η Μαρία Κάλλας ερμήνευσε την άρια από την «Τόσκα» και το κοινό αποδοκιμάζοντάς την φώναζε «Κάλλας σκύλα». Και εκείνη τότε πείσμωσε και ερμήνευσε ξανά την ίδια άρια από την αρχή. Το κοινό επευφημούσε: «Κάλας ντίβα».
* Ομοιότητες και διαφορές
«Υπάρχει γιουχάισμα και γιουχάισμα» λέει ο Μίμης Κουγιουμτζής που ως ηθοποιός ξεκινούσε τη θεατρική του πορεία στην ιστορική παράσταση των «Ορνίθων» του Κάρολου Κουν το 1959 και φέτος ως σκηνοθέτης συνέβαλε στην αναβίωσή τους.
«Στους "Ορνιθες" του '59 η αντίδραση ήταν διαφορετική από αυτή που σημειώθηκε στην παράσταση του Λάνγκχοφ. Στις "Βάκχες" ήταν το γιουχάισμα της απόγνωσης και της αγανάκτησης. Τότε στην παράσταση του Κουν μια σκηνή (ένας παπάς να ψέλνει επί σκηνής) ενόχλησε ένα θεατή ο οποίος και συμπαρέσυρε τους υπόλοιπους. Βέβαια εκείνο το γιούχα δεν περιορίστηκε στο κοινό και τους καλλιτέχνες. Είχε και πολιτικές προεκτάσεις».
Με τις γνωστές προεκτάσεις για τον τότε υπουργό Προεδρίας Κωνσταντίνο Τσάτσο. «Τότε» λέει ο σκηνοθέτης του Θεάτρου Τέχνης «η αντίδραση υποκινήθηκε από το γεγονός ότι ο Κουν πρότεινε μιαν επαναστατική θέση απέναντι στην κωμωδία. Έριξε βράχο μέσα σε μια λίμνη,προκαλώντας τους έχοντες και τους κατέχοντες».
«Το κοινό όταν αντιδρά έχει πάντα δίκιο»λέει ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος.
«Η ανάλυση που ακολουθεί τηνπαράσταση που αποδοκιμάστηκε δεν αφορά το κοινό. Αλλωστε μπορεί κανείς να διαλέξει το κοινό στο οποίο απευθύνεται». Για τους «Ορνιθες» του '59, όπου ήταν παρών, θυμίζει ότι το κοινό αντέδρασε όχι μόνο διότι ήταν ανέτοιμο να δεχτεί τέτοιου είδους εκφραστικές τολμηρότητες αλλά και γιατί η ίδια η παράσταση ήταν απροετοίμαστη, ενώ θεωρεί τον παπά που έψελνε επί σκηνής «έναυσμα για να κορυφωθούν οι αντιδράσεις».
Τι εκφράζει όμως η αποδοκιμασία; Τι είναι αυτό που αποδοκιμάζεται;
Αλλοτε είναι στιγμιαία και άλλοτε διαρκεί και διακόπτει την παράσταση. Αλλοτε επικεντρώνεται στον σκηνοθέτη, που είναι και το πιο σύνηθες, ενώ αναγνωρίζεται η προσπάθεια των ηθοποιών (όπως έγινε και στις πρόσφατες «Βάκχες»).
Φθάνοντας όμως στα άκρα η αποδοκιμασία αποτελεί βίαιη πράξη: δυνατές φωνές, υβριστικές λέξεις, χειρονομίες, απειλές. Ολες οι αντιδράσεις έχουν θέση.
«Και όλες είναι θεμιτές» παρατηρεί ο σκηνοθέτης Τάσος Μπαντής που, χωρίς να έχει δεχθεί την αποδοκιμασία στην ακραία της μορφή, σε τουλάχιστον δύο έργα που ανέβασε στο «Εμπρός» με τις «Μορφές» («Σωσμένος» και«Σαν Ελληνας») «υπήρχαν θεατές που έφευγαν από το θέατρο βρίζοντας και κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω τους».
Η αποδοκιμασία και το γιουχάισμα μπορεί να έχουν ως αιτία καλλιτεχνικούς και αισθητικούς λόγους. Μπορεί να αποτελούν αντίδραση στο νέο και φόβο για τη ρήξη με το κατεστημένο. Μπορεί να εκφράζει πολιτική, κοινωνική ή θρησκευτική αντίθεση. Συνήθως ένας κάνει την αρχή, ίσως ο πιο τολμηρός. Ακολουθούν και άλλοι και σίγουρα βοηθούν οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι, όπως τα πρόσωπα δεν φαίνονται.
«Στην αποδοκιμασία λειτουργεί η ψυχολογία της μάζας» παρατηρεί ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Μιχαήλ Μαρμαρινός «και οι αντιδράσεις του κοινού είναι αλυσιδωτές. Εκφράζει δε το μέτρο της απομόνωσης και του φόβου μας προς αυτό δεν γνωρίζουμε».
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οι αντιδράσεις του ελληνικού κοινού έχουν σημειωθεί σε ανοιχτούς χώρους και κυρίως στην Επίδαυρο και αφορούν κατά πλειοψηφία παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας.
«Και αυτό» εξηγεί ο Γιάννης Χουβαρδάς «μου εδραιώνει την άποψη ότι κάποιοι άνθρωποι θεωρούν ότι το τελευταίο τους μετερίζι (στον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο) είναι η τραγωδία».
Ο ίδιος πάντως δέχθηκε το 1984 έντονη αποδοκιμασία όταν παρουσίασε σε δική του σκηνοθεσία την «Αλκηστη» του Ευριπίδη με το ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο: «Για μένα αποδοκιμασία είναι πάνω απ' όλα ο φόβος μπροστά στο ανοίκειο. Το ερώτημα είναι βέβαια τι εστί ανοίκειο. Η αποδοκιμασία δεν είναι διανοητική διεργασία αλλά φόβος.
Και αποδοκιμάζεις κάτι όταν πια φθάσεις εκτός εαυτού.Στα μεγάλα υπαίθρια θέατρα ο θεατής κινδυνεύει να γίνει οπαδός όταν είναι κακοπροαίρετος. Ομως αποδοκιμασία είναι και το σαρκαστικό γέλιο μέσα στην παράσταση, ο καγχασμός. Για μένα βασικό κριτήριο είναι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και ας μην ξεχνάμε ότι εν τέλει πρόκειται για μια θεατρική παράσταση» καταλήγει, για να βρει σύμφωνο τον Μ. Μαρμαρινό:
«Στις "Βάκχες" κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να σηκωθώ και να πω "σιγά βρε παιδιά, θέατρο είναι, δεν το κάνουν στ' αλήθεια"».
* Η αντίδραση του καλλιτέχνη
«Οι αντιδράσεις του κοινού με κάνουν να εδραιώνω ακόμη περισσότερο την άποψή μου για την επιλογή των έργων που αποδοκιμάστηκαν» σημειώνει ο Τ. Μπαντής και ο Γ. Χουβαρδάς καταγράφει «τρία σταδία» αντίδρασης του καλλιτέχνη στην αποδοκιμασία: φόβος, περισυλλογή και υπεράσπιση του καλλιτεχνικού προϊόντος.
«Η τέχνη γίνεται με αγάπη, μεράκι και κέφι· ενώ κάποιοι άλλοι το έχουν δει ως πολεμική αναμέτρηση. Αν ο καλλιτέχνης πεισθεί ότι δεν έχει κάνει λάθος τότε πεισμώνει και υπερασπίζεται την κατάθεση ψυχής που έχει κάνει».
Ο τόπος και ο χρόνος, η συγκυρία επηρεάζουν τον τρόπο αλλά και την ίδια την αντίδραση. Οι παραστάσεις που προκάλεσαν μια δεδομένη στιγμή μπορεί να περνούσαν απαρατήρητες σήμερα.
«Στην Ελλάδα η αποδοκιμασία εμφανίζεται σπανιότατα»επισημαίνει ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
«Στις περισσότερες περιπτώσεις που θυμάμαι δεν έχει προκληθεί η ευαισθησία του κοινού λόγω του αισθητικού αποτελέσματος αλλά λόγω προπέτειας. Το κοινό ενοχλείται και ερεθίζεται όταν μια παράσταση χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια και ναρκισσισμό τω συντελεστών της.
Το κοινό δεν αντιδρά στο κακό ή στο μέτριο, αλλά όταν κάτι ξεπεράσει αυτό που εκείνο θεωρεί ως μέτρο».
Από την πλευρά του ο Κ. Γεωργουσόπουλος υπενθυμίζει ότι «στη χώρα μας έχουμε υποδεχθεί τολμηρές παραστάσεις και τολμηρά θέματα. Υπάρχει ένα κριτήριο, ένα σημείο που αν ξεπερασθεί τότε το κοινό αντιδρά.
Η πρόθεση, η συνειδητή πρόθεση προκαλεί και ξεσηκώνει αντιδράσεις»ενώ παράλληλα αναφέρεται και στις αντιδράσεις ατμόσφαιρας που δημιουργούνται μέσα στο θέατρο, όταν το έργο δεν αρέσει και ο κόσμος βιάζεται να φύγει μόλις έχει τελειώσει.
«Το θέμα είναι να μη δημιουργείται πλήξη· όχι όμως προς αποφυγή της πλήξης μια παράσταση να είναι φλύαρη. Κερδισμένη παράσταση είναι εκείνη από την οποία φεύγεις με ευφορία. Το διχασμένο κοινό σημαίνει ότι ένα από τα δύο μέρη εξαπατήθηκε» καταλήγει.
Το ελληνικό κοινό πάντως δεν φημίζεται ούτε για τις υπερβολές του ούτε για τις αντιδράσεις του: «Μα δεν υπάρχει ένα κοινό» τονίζει ο Τ. Μπαντής. «Υπάρχουν ατομικότητες. Το κοινό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μωσαϊκό διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών και προσωπικοτήτων.
Δεν μπορούμε να απαιτούμε μιαν ομοιόμορφη αντίδραση. Ακόμη και όταν υπερβαίνει την κοσμιότητα». «Το ελληνικό κοινό συγκρατημένο και μικροαστικό. Ντρέπεται να φωνάξει γι' αυτό και σε κλειστούς χώρους δεν το κάνει»σημειώνει ο Κ. Γεωργουσόπουλος ενώ ο Μ. Μαρμαρινός το θεωρεί ότι «η παθητικότητα είναι χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινού».
«Το χειρότερο σε μια παράσταση είναι ηπλήξη· αυτή είναι και η μεγαλύτερη ασέβεια» λέει ο Λάκης Λαζόπουλος ο οποίος το 1986 με τη «Λυσιστράτη» του είχε προκαλέσει συζητήσεις.
«Οι αντιδράσεις ήταν από τους κριτικούς και όχι από το κοινό» λέει και τονίζει ότι «η μεγαλύτερη ασέβεια είναι η πλήξη.Οσο για το γιουχάισμα των ηθοποιών είναι αγένεια κοινού. Αλλο να γιουχάρεις μια παράσταση και τον σκηνοθέτη της και άλλο τους ηθοποιούς. Υπάρχει και η αποχώρηση, που είναι ο πιο ευγενικός και σκληρός τρόπος να δηλώσεις την αποδοκιμασία σου». Ο Γ. Χουβαρδάς προσθέτει ως μορφή αποδοκιμασίας και την αποχή: «Και αυτό έγινε στην παράσταση του Λάνγκχοφ».
Τελικά όμως οι ακραίες πράξεις αποδοκιμασίας σηματοδοτούν την αποτυχία ή τη μελλοντική δικαίωση μιας παράστασης; Αν βασιστεί κανείς στους «Ορνιθες» του Θεάτρου Τέχνης, η φετινή αναβίωσή τους επιβεβαιώνει πλήρως τη δικαίωση. Ωστόσο τα παραδείγματα δεν είναι πολλά, άρα και τα συμπεράσματα είναι αμφίβολα. Η ιστορίας πάντως (διεθνώς) που είναι γεμάτη από πάσης φύσεως τέτοια συμβάντα ακόμη και αν δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνον την τέχνη επιβεβαιώνει την άποψη ότι «η αποδοκιμασία συμβάλλει στη δικαίωση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου