Δε μας έλειψαν τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού σχετικά με τη διαχείριση του COVID-19.
Παρά το γεγονός βέβαια πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι «ένας και μοναδικός», σύμφωνα με τον Υφυπουργό Υγείας του, θα ήταν ψέματα αν ισχυριστούμε ότι, «μας έλειψε».
Από την άλλη, θα ήταν σαφώς ακόμα μεγαλύτερο ψέμα, αν ισχυριζόμασταν πως μας έλειψε η πολιτική επικοινωνία, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα δηλαδή, που «πάνε πακέτο» μαζί με τα διαγγέλματα του κ. Μητσοτάκη. Ασφαλώς, για τα τεχνάσματα αυτά δεν είναι υπεύθυνος ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αλλά το ικανότατο (και πανούργο) επικοινωνιακό επιτελείο του.
Και εξηγούμαι ως εξής:
Η καθηγήτρια Καϊτατζή-Γουίτλοκ (2010, 101) γράφει σχετικά με τα διαγγέλματα πως:
«Το περιεχόμενο, το ύφος του λόγου, ο τρόπος που μεταδίδεται ένα τέτοιο μήνυμα από όλα τα διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας και η όλη ατμόσφαιρα σοβαρότητας και πολιτικής ευθύνης που δημιουργεί σηματοδοτούν το σημαίνοντα πανεθνικό του χαρακτήρα».
Ένα διάγγελμα λοιπόν, δημιουργεί από μόνο του, μια ατμόσφαιρα σοβαρότητας και πολιτικής ευθύνης.
Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται πως οι έννοιες της σοβαρότητας και της ευθύνης, έχουν μετατοπιστεί από τον πρωθυπουργό στους πολίτες της χώρας.
Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Πέτσας δήλωνε νωρίτερα σήμερα πως «πάνω απ’ όλα, δεν νοείται καμία αμέλεια και δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε ανευθυνότητα» και ότι «η τιμωρία όσων δεν τηρούν τα μέτρα θα είναι παραδειγματική».
Βλέπουμε λοιπόν πως , οι λέξεις «αμέλεια» και «ανευθυνότητα», δε νοούνται και δε δικαιολογούνται, όταν όμως σχετίζονται με τις πράξεις των πολιτών, αλλά όχι του πολιτικού κόμματος που κυβερνά την Ελλάδα.
Περίεργο βέβαια για ένα κόμμα που ανήλθε στην εξουσία, στρέφοντας μεγάλο μέρος της επικοινωνιακής του προεκλογικής εκστρατείας γύρω από τις λέξεις «κανονικότητα» και «σοβαρότητα».
Σε κάθε περίπτωση, λίγες ώρες πριν από τις δηλώσεις του κ. Πέτσα, ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Άδωνις Γεωργιάδης, έκανε τις δικές του δηλώσεις.
Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ειρωνικά πως «κι εγώ λέω να πάρουμε ένα εκατομμύριο λεωφορεία και να κόψουμε τις συντάξεις και τους μισθούς των Ελλήνων».
Άρα επί της ουσίας, τι μας λένε οι κύριοι Πέτσας και Γεωργιάδης;
Ότι, εμείς «νίπτουμε τας χείρας μας» ως κυβέρνηση, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα,
λεφτά για λεωφορεία δεν μπορούμε να δώσουμε,
λεφτά για δασκάλους και περαιτέρω εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις δεν μπορούμε να δώσουμε , γιατί ΑΝ δώσουμε, θα κοπούν οι συντάξεις.
Βέβαια, η φράση «θα κοπούν οι συντάξεις», δεν είναι τυχαία από τον κ. Γεωργιάδη (και ενδεχομένως από το επικοινωνιακό επιτελείο που ενδεχομένως να του τη «ψιθύρισε» σε γενικές γραμμές).
Ο κ. Γεωργιάδης, όλη η κυβέρνηση ΝΔ και φυσικά το επικοινωνιακό της επιτελείο, γνωρίζει ότι ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων τους, είναι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι λαμβάνουν συντάξεις.
Μάλιστα, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας είναι και εκείνοι (κυρίως), οι οποίοι παρακολουθούσαν το κανάλι «Βlue Sky», την ώρα που ο κ. Γεωργιάδης προέβαινε στις συγκεκριμένες δηλώσεις.
Περνάμε τώρα από τη δήλωση του κ. Γεωργιάδη σε μια άλλη δήλωση του κ. Πέτσα.
Χαρακτηριστικά, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε σήμερα, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, πως «δεν είναι ούτε στα σχολεία ούτε στα μέσα μαζικής μεταφορά το πρόβλημα μετάδοσης».
Άρα επί της ουσίας, με λιγότερο συναισθηματισμό, ειρωνεία και κυνισμό σε σχέση με τον συνάδελφο του, κύριο Γεωργιάδη, ο Στέλιος Πέτσας μας λέει ότι, ούτε τα σχολεία, ούτε τα ΜΜΜ αποτελούν πηγή μετάδοσης του ιού.
Άρα επί της ουσίας, συμπληρώνοντας τις δηλώσεις Γεωργιάδη, δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι για τα ζητήματα αυτά (αφού ούτως ή άλλως, δεν μπορούμε, καθώς θα χρειαστεί να κόψουμε συντάξεις).
Βέβαια, αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μπορούσε να δώσει δεκάδες εκατομμύρια σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, επομένως τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είναι το πρόβλημα.
Ασφαλώς, μιλάμε για χρήματα κρατικά, «δικά μας» και αυτό είναι επίσης κάτι που πρέπει να σημειωθεί.
Η σημερινή κυβέρνηση λοιπόν, τα πηγαίνει καλύτερα με τα ΜΜΕ σε σχέση με τα ΜΜΜ.
Ίσως τα πολλά «Μ» να τη μπερδεύουν.
Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι αλήθεια ότι μπόρεσε να δώσει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Γιατί να το κάνει αυτό;
Η απάντηση, αν και φαντάζει προφανής, έχει ενδεχομένως μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο πολιτικής επικοινωνίας.
Σύμφωνα και πάλι με την καθηγήτρια Καϊτατζή-Γουίτλοκ (2011,27), όταν μιλάμε για πολιτική επικοινωνία, μιλάμε επί της ουσίας για τρεις δρώντες-παράγοντες.
Ο πρώτος είναι οι πολιτικοί, ο δεύτερος τα ΜΜΕ και ο τρίτος, οι πολίτες.
Δίχως να αναλύσουμε ιδιαίτερα το ζήτημα της σχέσης ΝΔ-ΜΜΕ, το οποίο έχει αναλυθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό προηγουμένως από το tvxs, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε σε δύο στοιχεία.
Πρώτον, διαβάζουμε από αρκετά μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα της χώρας πως σήμερα (όπως και χθες), «περιμένουμε» μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων.
Τα Μέσα αυτά, επιτελώντας μεν τον «δημοσιογραφικό» τους ρόλο, πράττουν δε (ηθελημένα ή μη) μια «προετοιμασία του εδάφους» για τους πολίτες, οι οποίοι περιμένουν το διάγγελμα του πρωθυπουργού.
Με άλλα λόγια, προσπαθούν να πουν στους πολίτες να μην «πέσουν και από τα σύννεφα», εάν σήμερα τα κρούσματα φτάσουν τα 1.000 .
Ταυτόχρονα όμως με την προαναφερθείσα «προετοιμασία του εδάφους», συντελείται και μια «αποποίηση πολιτικών ευθυνών», την οποία αναλύσαμε προηγουμένως.
Η συγκεκριμένη αποποίηση, πραγματοποιείται δια στόματος των κυρίων Πέτσα και Γεωργιάδη. Βλέπουμε λοιπόν πως δύο από τους τρεις παράγοντες της πολιτικής επικοινωνίας (ΜΜΕ και πολιτικοί), συμπληρώνονται (συνεργαζόμενοι ;).
Από τη μια, έχουμε μια ατμόσφαιρα σοβαρότητας και ευθύνης που πηγάζει μόνο και μόνο από το γεγονός ότι υπάρχει ένα πανελλαδικό διάγγελμα-μήνυμα.
Από την άλλη, έχουμε τα συγκεκριμένα πολιτικά στελέχη της ΝΔ, τα οποία «πατάνε» πάνω στη σοβαρότητα της κατάστασης, έτσι ώστε να δημιουργήσουν την εντύπωση πως ακόμα και οι τομείς όπου η κυβέρνηση έχει αποτύχει παταγωδώς (ΜΜΜ, Σχολεία), είναι άσχετοι με την αύξηση των κρουσμάτων, άρα με την επιβολή νέων μέτρων.
Επομένως, φταίνε και ευθύνονται οι πολίτες και μόνο.
Τέλος, έχουμε και τα ΜΜΕ, τα οποία (ιδίως τα φιλοκυβερνητικά), έχουν ανεβάσει δεκάδες ειδήσεις τις τελευταίες μέρες σχετικά με τους ανυπάκουους πολίτες, για να δώσουν την ευκαιρία στην κυβέρνηση, να βρει έναν άλλο αποδιοπομπαίο τράγο για τα 865 κρούσματα.
Αφού όμως αναλύσαμε αρκετά το πώς λειτουργούν οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ, αξίζει, πριν ολοκληρωθεί το άρθρο αυτό, να πούμε και δύο λόγια για τους πολίτες.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Marie-Pierre Fourquet-Courbet (2009,258), τρεις είναι οι σημαντικότερες μεταβλητές για την επεξεργασία ενός πολιτικού μηνύματος από τους πολίτες. Η πρώτη, είναι η εμπλοκή τους στο ζήτημα του πολιτικού μηνύματος. Η δεύτερη, σχετίζεται με την στρατηγική που καθορίζεται από τους παραγωγούς των μηνυμάτων.
Όσον αφορά την πρώτη, η έννοια της «εμπλοκής» των πολιτών είναι δεδομένη, καθότι μιλάμε για ένα ζήτημα δημόσιας υγείας αλλά και για τον καθολικό χαρακτήρα των μέτρων που θα επηρεάσουν όλους τους πολίτες της χώρας.
Η έννοια αυτή βέβαια παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι εμπλέκονται διπλά.
Τόσο γιατί , εάν η κυβέρνηση πράξει τα αυτονόητα στα ΜΜΜ, θα τους «κοπούν οι συντάξεις», αλλά και γιατί είναι εκείνοι που κινδυνεύουν πρωτίστως από τον COVID-19.
Για τη δεύτερη έννοια, της στρατηγικής του επικοινωνιακού επιτελείου της κυβέρνησης, έγινε αρκετός λόγος έως τώρα. Θα περάσουμε όμως και θα κλείσουμε με την τρίτη έννοια που εκθέτει η καθηγήτρια, την έννοια του χωροχρονικού πλαισίου.
Αφού λοιπόν, τα ΜΜΕ , «έστρωσαν τον δρόμο» με την άκρως-συνειδητή υπερ-προβολή ανεύθυνων συμπεριφορών αλλά και πληροφοριών για σημερινή αύξηση των κρουσμάτων, αφού οι κ. Πέτσας και Γεωργιάδης αποποιήθηκαν τις ευθύνες τους, έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε, γιατί το διάγγελμα του πρωθυπουργού θα πραγματοποιηθεί ακριβώς μετά την ανακοίνωση των –αυξημένων- κρουσμάτων; Γιατί επιλέχθηκε αυτό το χρονικό πλαίσιο;
Μήπως γιατί το επικοινωνιακό επιτελείο του πρωθυπουργού γνωρίζει ότι , στο άκουσμα των 1.000 κρουσμάτων για παράδειγμα, τα μέτρα που θα πάρει ο πρωθυπουργός θα παρουσιαστούν ως «απαραίτητα» και «σωτήρια»;
Μαθήματα πολιτικής επικοινωνίας (και κοροϊδίας) λοιπόν από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με ομολογουμένως, εξαιρετικά περίτεχνο τρόπο.
Το ζήτημα είναι πως, πέρα από την «παραδειγματική τιμωρία των ανεύθυνων πολιτών», δεν πρέπει να προχωρήσουμε και στην «παραδειγματική τιμωρία των ανεύθυνων πολιτικών;»
Βιβλιογραφία:
- Καϊτατζή-Γουίτλοκ Σ. (2010). Μορφές και μέσα πολιτικής επικοινωνίας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
- Marchand P.(Ed.) (2009) . Κοινωνική Ψυχολογία των Μ.Μ.Ε. (μεταφρασμένο) . Αθήνα. Εκδόσεις Πεδίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου