Ο Νίκος Μωραΐτης είναι ένας εξαιρετικός στιχουργός με πολύ σπουδαίες συνεργασίες στο ενεργητικό του. Και όσοι δεν ξέρετε ποιους στίχους έχει υπογράψει, σίγουρα έχετε ακούσει το όνομά του από τον σάλο που είχε ξεσπάσει όταν, ξαφνικά και την τελευταία στιγμή, εκδιώχθηκε από κριτής του talent show του ΑΝΤ1 «The Final 4».
Πέρα από τα αμήχανα ψελλίσματα του καναλιού, η ουσία ήταν πως εκδιώχθηκε επί «φιλοσυριζαϊσμώ» για κάποια tweet υπέρ του Αλέξη Τσίπρα και κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς. «Τα πιστεύω μου δεν είναι προς πώληση» είχε γράψει τότε σε ανάρτησή του στο Facebook.
Ο Νίκος Μωραΐτης -τον οποίο δεν έχω την τιμή και τη χαρά να έχω γνωρίσει - είναι επίσης ένας εξαιρετικός γραφιάς και αποτελεί αναγνωστική απόλαυση η ανάγνωση των ιοβόλων κειμένων του. Στάθηκα λοιπόν με ενδιαφέρον να διαβάσω το κείμενό του με τίτλο «Καμιά δεκαριά».
«Δεν ξέρω», γράφει αρχίζοντας, «αν έχει νόημα που καμιά δεκαριά άνθρωποι βάζουμε το κεφάλι μας στον ντορβά ενθυμούμενοι τα φαγωμένα λεφτά της Ηλείας, τον διορισμό του αρχηγού της Αστυνομίας στο Μάτι ως γενικού γραμματέα Δημόσιας Τάξης επί Μητσοτάκη, που ρωτάμε για ποιο ακριβώς πράγμα επιβραβεύτηκε αν όχι επειδή στο Μάτι έκανε ακριβώς αυτό που κάποιοι ήθελαν;».
Λέει κι άλλα το κείμενο, περιγράφοντας την προφασιστική κατάσταση παραδημοκρατίας των ημερών μας. Λέει γι’ αυτούς που δεν κάθονται ήσυχοι, γι’ αυτούς που κάθονται, λέει για πρόσωπα και πράγματα, λέει για τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση, λέει για την κοινωνία που καθεύδει, λέει για την αδήριτη ανάγκη «να σπάσει η ομερτά»...
Και τι δεν λέει.
Ωστόσο, εμένα το μάτι μου και η ψυχή μου καρφώθηκαν σε κείνο το πικρό «δεν ξέρω αν έχει νόημα» που επανέρχεται διαρκώς σαν ακίδα και σε βγάζει από την ησυχία της σιγουριάς.
Και ομολογώ ότι η διατύπωση του κόσμου και της αγωνίας γι’ αυτόν, διευρυμένη μέσα από μια λύπη που δεν είπε και ούτε πρόκειται να πει την τελευταία της λέξη. Ακόμα κι αν πεις -λέει ο μέγας λυπημένος Τσαρλς Μπουκόφσκι στο «Σπλάτερ» αν θυμάμαι καλά- ότι τίποτε δεν έχει νόημα, αυτό είναι ήδη μια έκφραση νοήματος, μια οπτιμιστική απαισιοδοξία.
Συγκινήθηκα λοιπόν από το έξοχο «δεν ξέρω αν έχει νόημα πια», που δεν είναι έκφραση λιποψυχίας, αλλά ακριβώς η δύναμη από την οποία προέρχεται η πρόοδος, η πελώρια ανάσα που κάνει τον κόσμο έναν κόσμο της εφικτής ουτοπίας. Δεν ξέρω όχι τι θα είχε γίνει, αλλά τι θα είχαμε απογίνει χωρίς τη λυγρή ικανότητα της αμφιβολίας. Αυτό το «δεν ξέρω αν», που σε οδηγεί στην ανακάλυψη νέων ηπείρων του νου και της καρδιάς, νέων δυνατοτήτων που υπάρχουν μέσα στον άπειρο Άλλο Άνθρωπο.
Δεν είναι εύκολες η προσπάθεια και η ευθύνη. Πάντοτε «καμιά δεκαριά» την αναλάμβαναν. Κι ούτε είναι όλα ηρωικά. Ακριβώς αυτό, όμως, το μεγαλείο της αμφιβολίας και της λύπης κρατάει την ευθύνη στο σωστό της ύψος και την εξανθρωπίζει. Αλλιώς γίνεται δόγμα, υποταγή και τυφλότητα.
Από ποιον άλλωστε περιμένουμε να έχει αμφιβολίες αν όχι από τον λυπημένο άνθρωπο, που δεν εννοεί να μεταθέσει τις ευθύνες της σκέψης σ’ εκείνους «που ξέρουν», γιατί αυτό λέγεται φασισμός. Πράγμα που σημαίνει ότι ο σκεπτόμενος άνθρωπος αναλαμβάνει τις ευθύνες των αισθημάτων του και δεν εκπίπτει στο άθυρμα εκείνο που οι «γνωρίζοντες» του λένε τι να αισθάνεται.
Στο άθυρμα εκείνο που χωρίς αμφιβολία χτυπάει τον Βασίλη Μάγγο, τον Θωμά Λάλο, τον Αλέξανδρο Τιτκώβ και όλα τα λαμπρά παιδιά της επόμενης αμφιβολίας. Δεν έχει αμφιβολίες η Ιερά Σύνοδος όταν χαρίζει στον στρατό θερμικές κάμερες για να βρίσκει τους κυνηγημένους μέσα στο σκοτάδι. Δεν έχουν αμφιβολίες οι κατά συρροήν αθώοι των λευκών εγκλημάτων. Αυτοί που δεν θα βρουν ποτέ το νόημα της ζωής με την πολύτιμη πληρωμή της λύπης. Έτσι κι αλλιώς, πληρώνει αυτός που έχει. Ακόμα και με τη ζωή του πληρώνει αυτός που ζει.
Με τη ζωή του, όμως, όπως το θέτει ο μεγάλος Μεξικανός ποιητής Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο στο ποίημά του «Εσχάτη προδοσία» (μετ. Γιώργος Ρούβαλης): «Δεν αγαπώ την πατρίδα μου / Η αφηρημένη λάμψη της / δεν προσφέρει ερείσματα. / όμως (κι ας ηχεί άσχημα) / θα ’δινα τη ζωή μου / για δέκα δικά της μέρη, / κάποιους ανθρώπους / λιμάνια, πευκιάδες, ερημιές / φρούρια, / μια κατεστραμμένη πόλη, / γκρίζα, τερατώδη, / πολλές μορφές της ιστορίας της, / βουνά/ - και τρία τέσσερα ποτάμια».
Οπότε, τελικά τι; «Στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα» έχει νόημα να γράφουμε ποιήματα;
Νομίζω πως αν απαντήσουμε, τότε θα πάψουν να γράφονται ποιήματα.
Και τότε θα έχουμε πεθάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου