Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Ο μαύρος έφηβος που φεύγει από τη σπασμένη βιτρίνα με μια οθόνη παραμάσχαλα και 2-3 κινητά, μπροστά στο μεγάλο πλιάτσικο από τους μεγάλους άρπαγες ίσως να εκτελεί μια απλή πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
















Ενδεχομένως παραβιάζω ανοιχτές πόρτες. Εγραψε το περασμένο Σάββατο ο Αρης Χατζηστεφάνου ένα εύστοχο κείμενο για το «Δικαίωμα στο πλιάτσικο», ξεκινώντας από την αγγλοσαξονική λέξη loot που χρησιμοποιείται για τη λεηλασία, την αρπαγή, κι εκεί επισήμανε την απροσδόκητη σύνδεση του looting (=πλιάτσικο) με τις οικονομικές και κοινωνικές ρίζες του ρατσισμού:

 εφόσον ιδιοκτησία στη δουλοκτητική Αμερική σήμαινε λίγο πολύ μέχρι και τον 19ο αιώνα την κατοχή γης και μαύρων δούλων, looting (=πλιάτσικο) αποκαλούνταν και η διά της βίας απελευθέρωση ενός σκλάβου από πλήθος εξεγερμένων μαύρων (ενδεχομένως με τη δειλή υποστήριξη και λίγων λευκών). Και σ’ αυτήν την αυτονόητη στις μέρες μας απελευθερωτική πράξη θεμελιώνεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ένα «δικαίωμα στο πλιάτσικο», κατά τον τίτλο του κειμένου του Α.Χ. («Εφ.Συν.» 30/5/2020).

Είτε μας ενοχλεί είτε όχι, είτε προσβάλλει την αστική, τη δημοκρατική, τη δικαιωματική, ενδεχομένως και την επαναστατική μας αισθητική ή όχι, το πλιάτσικο (η αρπαγή, η λεηλασία) ήταν και παραμένει θεμελιώδης συνιστώσα διαμόρφωσης του κόσμου μας. Από την εποχή των μεγάλων προϊστορικών μεταναστεύσεων μέχρι την εδραίωση της αποικιοκρατίας και τη μεταλαμπάδευση του αρπακτικού της πνεύματος στον σύγχρονο καπιταλισμό. 
Η ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να διαβαστεί κι έτσι: ως μια διαδοχή ανελέητων πράξεων αρπαγής, λεηλασίας, εξανδραποδισμού, βίας και μαζικής εξόντωσης πληθυσμών. Πράγμα που δεν εμπόδισε διόλου τα λαμπερά πνευματικά και τεχνολογικά επιτεύγματά της που μας κάνουν να νιώθουμε περήφανοι για το είδος μας. 
Αντιθέτως, μας αρέσει ή όχι, ο Παρθενώνας, η Καπέλα Σιστίνα και η Σίλικον Βάλεϊ προϋποθέτουν την αρπακτική ιστορία των αρχαίων Αθηναίων, του Βατικανού και της ιμπεριαλιστικής Αμερικής. Μεγαλείο και αθλιότητα συνυπάρχουν διαρκώς.
Είναι άλλωστε κάτι διαφορετικό η ιστορία του οικονομικού μας πολιτισμού; Αν υποθέσουμε ότι ο σκληρός πυρήνας της που διατρέχει όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, από τη δουλοκτησία μέχρι τον ύστερο καπιταλισμό, είναι η ιδιοκτησία, τι άλλο είναι αυτή η έννοια από μια πράξη απαλλοτρίωσης και αποκλεισμού όλων των άλλων από το ηθικά και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κτήσης πάνω σε ένα κομμάτι γης, ένα αντικείμενο ή ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο; 
(Εδώ ο Προυντόν τώρα δικαιώνεται, η ιδιοκτησία είναι πράγματι κλοπή, είναι και φόνος…)
Και παρότι κανείς -ούτε εγώ, ομολογώ- δεν είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από το δικαίωμα στα ταπεινά αποκτήματά του, υποθέτω ότι κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά ότι η ιδιοκτησία, όλες οι υλικές και άυλες περιουσίες του κόσμου, οι ελάχιστες και οι τεράστιες, είναι τάχα προϊόντα μιας ήρεμης και αναίμακτης σειράς δισεκατομμυρίων πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβίβασης, κληρονομιάς, ανταλλαγής ή δωρεάς που συνομολογήθηκαν σε ήσυχα συμβολαιογραφικά γραφεία.
Πίσω από ή ανάμεσα σ’ αυτές τις νόμιμες δραστηριότητες παρεμβάλλονται επιδρομές, λεηλασίες, αρπαγές και μικρά ή μεγάλα πλιάτσικα προγόνων και προκατόχων μας. Τα περισσότερα απλώς τα αγνοούμε. Ορισμένα τα γνωρίζουμε, τα αποσιωπούμε ή απλώς τα εξωραΐζουμε σε μια φιλοτεχνημένη ατομική, οικογενειακή, συλλογική ή εθνική μυθολογία.
Το πλιάτσικο λοιπόν (εκ της αλβανικής λέξης plaçkë ή της σλαβικής pljatška) που τόσο ενοχλεί όταν συνοδεύει μια ανεξέλεγκτη έκρηξη κοινωνικής οργής, όπως αυτή που διαδραματίζεται στις ΗΠΑ, που τόσα «ναι μεν, αλλά…» προκαλεί όταν απεικονίζεται με φλεγόμενα καταστήματα, κατεβασμένες βιτρίνες, αδειασμένα ράφια σούπερ μάρκετ, κλεμμένες τηλεοράσεις, κινητά και λάπτοπ, που τόση απέχθεια γεννά στην καθωσπρέπει Αμερική των ένοπλων ιδιοκτητών οι οποίοι δικαιούνται να ρίξουν στο ψαχνό όποιου πατάει το κατώφλι της ιδιοκτησίας τους, το μικρό πλιάτσικο των νεαρών φτωχοδιάβολων και το μεγάλο πλιάτσικο των μεγάλων αρπάγων είναι εδώ και αιώνες ο βασικός τρόπος διανομής και αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου.
Για τους νεαρούς μικρο-πλιατσικολόγους των αμερικανικών πόλεων μάλιστα ίσως αυτές οι ταπεινές και απεχθείς πράξεις ποινικά κολάσιμης κλοπής είναι το μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας αναδιανομής πλούτου.
Μια ασήμαντη πρόσβαση σε έναν πλούτο που λιμνάζει σε τρομακτικές ποσότητες στο πλουσιότερο 0,1% της αμερικανικής κοινωνίας και της υφηλίου. Πάω στοίχημα ότι, ακόμα κι αν αθροιστούν όλες οι κλοπές, οι καταστροφές και οι (ασφαλισμένες) ζημιές στις πόλεις της πολυήμερης αναταραχής και της μεγάλης ασφυξίας (I can’t breath, mama…), δεν πρόκειται να ανταγωνιστούν σε αξία ούτε την ετήσια αμοιβή του Ελον Μασκ για την επιτυχία των στόχων πώλησης και κερδών της Tesla. 
Αυτή η αμοιβή κι όλες οι αντίστοιχες αμοιβές των golden boys του τουρμπο-καπιταλισμού είναι το πραγματικό, το μεγάλο πλιάτσικο, το προκλητικά νομιμοποιημένο, το εξοργιστικά αυτονόητο. Το πλιάτσικο των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών ακινήτων από τις τράπεζες. Το πλιάτσικο του δημόσιου χρέους από τη διεθνή τοκογλυφία.
 Το πλιάτσικο της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των κοινωνικών αγαθών. 
Το πλιάτσικο της φοροδιαφυγής των πολυεθνικών. 
Το πλιάτσικο του εθνικού πλούτου των φτωχότερων χωρών. 
Το πλιάτσικο του αγροϊμπεριαλισμού που στερεί πληθυσμούς τροπικών παραδείσων από στοιχειώδη είδη διατροφής. Το πλιάτσικο της διάσωσης χρεοκοπημένων ιδιωτικών εταιρειών με πόρους των φορολογουμένων. Το πλιάτσικο της περιβαλλοντικής καταστροφής αλλά και της πράσινης υποκρισίας. Το πλιάτσικο των προσωπικών μας δεδομένων από τους ιδιοκτήτες της ψηφιακής μας ζωής. 
Το πλιάτσικο εις βάρος δισεκατομμυρίων εργαζομένων, το πλιάτσικο του εργάσιμου χρόνου, των δεξιοτήτων, των γνώσεων, της ταυτότητας των ανθρώπων. Είναι τόσο εξόφθαλμο, τόσο προφανές και χυδαίο το πραγματικό μεγάλο πλιάτσικο, που κάθε προσπάθεια να το περιγράψεις καταντάει κλισέ και μελό.
Ως εκ τούτου ο μαύρος έφηβος που φεύγει από τη σπασμένη βιτρίνα με μια οθόνη παραμάσχαλα και 2-3 κινητά στις τσέπες, μπροστά στο μεγάλο πλιάτσικο από τους μεγάλους άρπαγες ίσως να εκτελεί μια απλή πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το γλένταγε με την ψυχή του ν’ αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μια μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση ιδιοκτησίας από τους πολλούς και στη συγκέντρωσή της στα χέρια ολίγων τον πλημμύριζε μ’ ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε κάτι το πρωτόγονο μέσα του. 
Ο μόνος χώρος όπου ο Τόμας έβρισκε ακόμα μεγαλύτερη και μονιμότερη ικανοποίηση ήταν, ίσως, ο χώρος των συγχωνεύσεων και των εξαγορών εταιρειών.
Τζόναθαν Κόου, «Τι ωραίο πλιάτσικο!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου