Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Φως










Πιτσιρίκο
διάβαζα ξανά ένα παλιότερο κείμενό σου όπου μιλούσες για την καλοσύνη
Έλεγες ότι υπάρχει, πολλή καλοσύνη υπάρχει γύρω μας. 
Είναι αλήθεια. 
Δε φωνάζει, ούτε επιδεικνύεται με κάποιον άλλο τρόπο. 
Η φύση της είναι κυρίως σιωπηλή. 
Άλλωστε οι καλοί άνθρωποι δε νιώθουν καλοί. 
Επίσης έχουν ανθρώπινα πάθη.
 Ευτυχώς.


Δεν ξέρω πώς ορίζεται η καλοσύνη. 
Ίσως είναι απλά το αχνάρι που αφήνει πίσω του κάποιος. 
Δυο λόγια, σταράτα πάντα. 
Βλέμμα πονετικό, για τον φύσει ή θέσει αδύναμο πιο πολύ ακόμα. 
Πράξεις προς βοήθεια ή ανακούφιση.
 Που τις γνωρίζουν ελάχιστοι, ποιος ο λόγος;

Γνώρισα πολλούς καλούς ανθρώπους στη ζωή μου τώρα που το σκέφτομαι.
Θυμάμαι μια μέρα περπατούσα στο κέντρο της μικρομεσαίας μας πόλης. 
Μια γυναίκα κοντοκουρεμένη απροσδιόριστης ηλικίας, με μάτια φλογερά, έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε. Ένα τραγούδι που έμοιαζε παραδοσιακό. 
Στα ρουμάνικα νομίζω. 
Πρόσφυγας. 

Τραγουδούσε τόσο όμορφα. 
Έμεινα αρκετή ώρα ακίνητη να την ακούω και δεν ήθελα να τελειώσει. 
Δεν ήξερα τη γλώσσα. Μα ήταν ένα μαγικό τραγούδι.

Πλησίασα να της αφήσω λίγα χρήματα στο ποτηράκι και ντράπηκα ταυτόχρονα, που έμοιαζε με ελεημοσύνη ενώ έπαιρνα δώρο. 
Της κράτησα λίγο το χέρι. 
Βαθιά μάτια που είχε. 
Αδάμαστα επίσης, πρέπει να το πω.

Λίγο πιο κει ήταν το μαγαζί του Πασχάλη, πέρασα. 
Ο άνθρωπός μου, δε χρειαζόταν παρά ελάχιστα λόγια για να μπει καταμεσής στο νόημα. Πήγε, άκουσε. Ρίγησε. Ξανά και ξανά.

Ο Πασχάλης. 
Δε γινόταν Πάσχα χωρίς εκείνον στο σπίτι. Εκείνες οι Πασχαλιές. 
Παρέες αδερφικές, μεζέδες και πιώματα, μέχρι τελικής πτώσεως, Γ
έλια, χοροί, συγκίνηση. Επεισόδια απίθανα, συλλεκτικά. Αποχαιρετισμός στην αυλόπορτα με δυσκολία πάντα. Ενίοτε και με δάκρυα, ποτισμένα με άφθονο μπρούσκο κρασί.

Ένα βράδυ, σε γιορταστικό τραπέζι πριν το γάμο του αδερφού μου, στην αυλή μας, τραβούσε φωτογραφίες συνέχεια. 
Δεν καθόταν με τους υπόλοιπους καλεσμένους, καθόλου σχεδόν. 
Τον πλησίασα, τον ρώτησα. Μου είπε δυο γυμνές κουβέντες, και ίσια μέσα στα μάτια κοιτούσε πάντα. Ποτέ δεν τις ξέχασα.

Χρόνια στην αγορά, από παιδάκι στη δουλειά και χωρίς στηρίγματα, μάτι αετίσιο. 
Έβλεπε πολλά, χωρίς ωραιοποιήσεις, η κουβέντα του είχε ουσία. 
Και ήταν δίκαιη. 
Όχι απορριπτική, ποτέ. 
Μα δίκαιη.

Έδινε πολλά σε πολλούς. 
Φυσικά, όπως δίνεις ένα ποτήρι νερό στον άνθρωπό σου που διψά. 
Δεν πήρε πάντα πίσω, ευγνωμοσύνη έστω, αλλά νομίζω δεν τον ένοιαζε.

Βαθιά ψυχή, πονετική ματιά, πίσω απ’ όλα αυτά ένα φορτίο ζωής που μόνο εκείνος γνώριζε. 
Έφυγε νέος.
Εκείνο το απόγευμα, μετά την εκκλησία, σταθμεύσαμε στον τόπο της τελευταίας κατοικίας που λένε, για να τον αποχαιρετήσουμε. 
Κι αυτή τη φορά δε θα κόβαμε τη συγκίνηση στα δυο.
Χειμώνας, κι έξω μια κατακλυσμιαία νεροποντή. 
Αναγκαστικά περιμέναμε να σταματήσει. 
Κάποιος άνοιξε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. 

Και τότε ξεκίνησε, από ποια σταλμένη από ψηλά συγκυρία δεν ξέρω να σου πω, το τραγούδι Πέρασμα. Από το δίσκο του Αλκίνοου Νεροποντή.

Σου αντιγράφω το τέλος:
«Γλιστράμε και περνούμε
κι αν μένει κάτι εδώ
είναι το φως που μας χαρίστηκε να δούμε
μες στη ζωή εσύ κι εγώ.


Τα χρόνια θα μας λιώσουν
κι αν μένει κάτι εδώ
θα ναι το φως που είχαν οι μέρες πριν τελειώσουν
μόνο το φως.»


Ένα ταιριαστό ρέκβιεμ για έναν καλό άνθρωπο. 
Τέλειωσε το τραγούδι. 
Σώπασε και η βροχή. 
Βγήκαμε και πήραμε το δρόμο για κει που μας περίμεναν οι υπόλοιποι.
Στον ουρανό είχε ζωγραφιστεί ήδη ένα θεσπέσιο ουράνιο τόξο.
Σε φιλώ, να προσέχεις πάντα. Την αγάπη μου,
Λίλα

(Αγαπητή φίλη, φυσικά και υπάρχει καλοσύνη. 
Αλλά δεν φωνάζει. Όπως υπάρχει και φως. Και αυτό καλούμαστε να κάνουμε το πέρασμά μας από τη ζωή: πιο φωτεινό. Να είστε καλά. Την αγάπη μου.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου