Αδάμ Γιαννίκος
Οι δηλώσεις του οδηγού ταξί στις κάμερες μετά το χθεσινό τραγικό περιστατικό στη λεωφόρο Βουλιαγμένης προκάλεσαν δικαίως οργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το πλάνο δείχνει τον οδηγό και τρία μικρόφωνα απ’ τα κανάλια Star, Alpha και Ant1.
Το ταξί είναι παρκαρισμένο δεξιά, σε μικρή απόσταση είναι σταθμευμένα άλλα οχήματα, ενώ στο βάθος διακρίνονται αστυνομικοί και περαστικοί.
Οι δημοσιογράφοι ρωτούν και ο οδηγός με το bluetooth ακουστικό στο αυτί απαντά.
Έχει ενδιαφέρον πώς ο ίδιος ξεκινά:
«θα σας πω λεπτομερώς όλους μαζί».
Και συνεχίζει:
«Η κυρία μπήκε στο αυτοκίνητο μες στα αίματα να τη σώσω. Καλώς; Λοιπόν. Λέω “τι κάνετε, κυρία μου;” “Με σκοτώνει, με σκότωσε”. Εγώ ψιλοκόλλησα εκείνη τη στιγμή. Βγαίνω από το αυτοκίνητο απ’ έξω, ανοίγω την πόρτα, της λέω “περάστε έξω, κυρία μου, βγείτε έξω”.
Τότε άκουσα δύο μπιστολιές και τίποτε άλλο».
Ρωτούν οι δημοσιογράφοι: «ο άνθρωπος πού ήταν όταν πυροβόλησε;»
Ακολουθεί η σύντομη στιχομυθία:
«Ο άνθρωπος ήταν σπίτι».
«Δεν τον είδατε». «Όχι, καθόλου».
«Τι σας έλεγε η γυναίκα εκείνη τη στιγμή».
«Με σκότωσε, με σκότωσε, τίποτε άλλο».
Στη συνέχεια ο οδηγός δηλώνει ταραγμένος και απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους ανταπαντά «βρε παιδιά, εσύ τι θα ‘κανες δεν θα ήσουν ταραγμένος;»
ενώ στις παρόμοιες πια ερωτήσεις των δημοσιογράφων επαναλαμβάνει:
«μπήκε μέσα, αιμόφυρτη, μες στα αίματα είναι το αυτοκίνητο, μέσα έξω».
Δολοφονείται από τον σύζυγό της, ο οποίος στη συνέχεια στρέφει το όπλο πάνω του και αυτοκτονεί.
Η γυναίκα αυτή έχει προλάβει να βγει στον δρόμο, σταματά ένα ταξί και μπαίνει μέσα.
Είναι λογικό ο οδηγός να σοκάρεται.
Το ίδιο θα συνέβαινε σε όλους.
Δηλώνει ταραγμένος.
Φυσικά και είναι ταραγμένος.
Παίρνει πελάτη σε μια κούρσα ρουτίνας και αντικρίζει μια γυναίκα μες στα αίματα.
Μέχρι εδώ λειτουργεί το κοινό ένστικτο του καθενός.
Από αυτό, όμως, το σημείο και μετά λειτουργεί ο χαρακτήρας και η παιδεία του καθενός.
Ο οδηγός βγήκε από το ταξί του για να πει στη γυναίκα να βγει έξω.
Δεν κάλεσε τις πρώτες βοήθειες, δεν είπε να την πάει ο ίδιος στο νοσοκομείο, όπως ενδεχομένως να έχει κάνει πολλές φορές με ανθρώπους σε ανάγκη στο επάγγελμά του.
Μοιάζει σαν να τον πείραξε περισσότερο που η γυναίκα τού λέρωσε το ταξί, παρά το ότι πέθαινε μπροστά στα μάτια του.
Όσο σοκάρει το ίδιο το γεγονός, άλλο τόσο σοκάρει η αντίδραση του οδηγού.
Εδώ κανείς θα πρέπει να είναι προσεκτικός, προσπαθώντας να σχολιάσει και να ερμηνεύσει τα γεγονότα.
Στην αναζήτηση μιας κάποιας λογικής, η λογική των δικαστών του πληκτρολογίου περισσεύει.
Γιατί –κι αυτό είναι το θέμα– κανείς μας στην πραγματικότητα δεν σκοπεύει να μείνει στην αντίδραση ενός ανθρώπου, αλλά θα προσπαθήσει να την εξηγήσει και να την εντάξει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς.
Ουσιαστικά, αυτό που αμέσως σκεφτόμαστε είναι αν αυτού του είδους η αντίδραση αποτελεί ένα ευρέως διαδεδομένο κοινωνικό φαινόμενο, αν δηλαδή πλέον η ελληνική κοινωνία είναι με αυτόν τον τρόπο συντονισμένη να αντιδρά μπροστά στο δράμα του άλλου, στην ανάγκη του άλλου για βοήθεια, στη ζωή και τον θάνατό του.
Κι αυτό επιτάσσει την ψύχραιμη προσέγγιση.
Οι απαντήσεις που δίνονται τείνουν προς το απαισιόδοξο συμπέρασμα.
Οι τρόποι της αλληλεγγύης, όπως εκφράστηκαν στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης, κι όπως εκφράζονται διαχρονικά και στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης στις δομές αλληλεγγύης της οικογένειας και του εθελοντισμού, έχουν τελειώσει.
Αναμφίβολα, και στο προσφυγικό και στα καθημερινά δράματα των γηγενών η αλληλεγγύη δεν υπήρξε πάντα ο κανόνας.
Μαζί με τις συγκινητικές αντιδράσεις, τις έμπλεες ανθρωπισμού και συμπόνοιας, είδαμε και απάνθρωπες, αποκρουστικές αντιδράσεις μισανθρωπισμού και μισαλλοδοξίας.
Νιώσαμε, πιστέψαμε ή ελπίσαμε, όμως, ότι αποτελούσαν την μειοψηφία.
Η ειδησεογραφία πλέον γεμίζει από περιστατικά όπως ρατσιστικές επιθέσεις σε παιδιά, δολοφονίες γυναικών, εκδηλώσεις μίσους και με αφόρητη απογοήτευση βλέπουμε πολλούς συμπολίτες μας να επικροτούν ή στην καλύτερη περίπτωση να αιωρούνται ουδέτεροι.
Θα χρειαστεί σοβαρή επιστημονική προσέγγιση για την εξακρίβωση του τι πραγματικά συμβαίνει στα μυαλά και τις ψυχές των συμπολιτών μας.
Η δημοσιογραφική καταγραφή και ο σχολιασμός είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες για τεκμηριωμένα συμπεράσματα.
Μπορούμε, όμως, με επαρκή εγκυρότητα να πούμε ότι η αρνητική τάση εξελίσσεται και δυναμώνει.
Η συχνότητα και το πλήθος των απάνθρωπων αντιδράσεων μάς οδηγεί σε απαισιόδοξα συμπεράσματα, στρέφοντας αναπόφευκτα την έρευνά μας πια προς αυτήν την κατεύθυνση.
Και στον βαθμό που τέτοια φαινόμενα αποτελούν το αντικείμενο της κοινωνικής πολιτικής, και στον βαθμό που η πολιτική δοκιμάζεται στον ενεστώτα χρόνο, μην έχοντας την πολυτέλεια του χρόνου να περιμένει τα συμπεράσματα ημερίδων και μελετών, το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί το πολιτικό σύστημα και το σύστημα του δημόσιου λόγου να ικανοποιήσουν την παιδευτική αποστολή τους και να εκτρέψουν τους πολίτες από λογικές «περάστε έξω».
Πάλι εδώ επικρατεί μια απαισιόδοξη θεώρηση.
Μοιάζει να μην μπορούν, για να το πούμε όσο πιο καλοπροαίρετα γίνεται.
Στο τέλος δεν χρειάζεται καν η καλή προαίρεση, αρκεί ο αιφνιδιασμός από τον αιφνιδιασμό της αποβλακωμένης συνείδησης.
Θα παρατηρήσει κανείς ότι ο οδηγός ταξί μιλά στα κανάλια ως κάποιος που έχει εκπαιδευτεί να απαντά στα κανάλια.
Η εισαγωγή των δηλώσεών του είναι ενδεικτική.
Δεν ισχυρίζεται κανείς, βεβαίως, ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος κάνει δημόσιες δηλώσεις κάθε τρεις και λίγο. Μπορεί, όμως, να πει με βεβαιότητα ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι ένας σιωπηλός συνομιλητής στον καθημερινό τηλεοπτικό διάλογο.
Και αυτός ο διάλογος, του οποίου την παιδευτική αξία βολευόμαστε να παραγνωρίζουμε, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία επιβάλλουν το αφήγημα «περάστε έξω».
Επιβάλλουν το έλασσον έναντι του μείζονος, επιβάλλουν την μικροπολιτική διαχείριση έναντι της μεγάλης εικόνας, επιβάλλουν το ταπεινό ένστικτο έναντι της λογικής, επιβάλλουν την απώθηση έναντι της προσέγγισης.
Το «περάστε έξω» είναι κατά μία έννοια ένα σουπεράκι, ένας υπόρρητος τίτλος σε κάθε είδηση που μεταδίδεται.
Περάστε έξω αν είστε μετανάστες,
περάστε έξω αν είστε φτωχοί,
περάστε έξω αν είστε διαφορετικοί,
περάστε έξω αν δεν έχετε δουλειά (πόσο συλλογικά ειρωνικό ακούγεται ως κυριολεξία),
περάστε έξω όλοι όσοι δεν ταυτίζεστε με την εικόνα ενός συντετριμμένου μέσου όρου που κατοικοεδρεύει στα ουράνια μόνο και μόνο για να πέφτει από τα σύννεφα κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με μια κρίση.
Περάστε έξω από πού;
Μοιάζει η χώρα μας να έχει πάρει τη μορφή νοικιασμένου ταξί, που κάνει ατελέσφορες κούρσες σε λεωφόρους υποσχέσεων, μαζεύοντας κόμιστρα και πελάτες μόνο και μόνο για να αποδώσει τα προβλεπόμενα κόστη συντήρησης και λειτουργίας στην ιεραρχία της άδειας.
Αυτή η χώρα-ταξί που γράφει χιλιόμετρα καθημερινά, αλλάζοντας εναλλάξ βάρδιες στο τιμόνι, ακούει καθημερινά ιστορίες τις οποίες ποτέ δεν καταγράφει στο χαρτί παρά μόνο τις αποθηκεύει στη μνήμη του μυαλού, απ’ την οποία ξεθωριάζουν σχεδόν τα πάντα για να μείνει ένας σκελετός του στερεοτυπικού αφηγήματος της καθημερινότητας.
Πρόκειται για μία προϊστορική συνθήκη, κατά τον ορισμό της ιστορίας.
Γράφουμε χιλιόμετρα στην ιστορία και δεν καταγράφουμε, έχοντας περάσει στην επικράτεια της αμνησίας, της λήθης, χάνοντας την επαφή μας με την πραγματικότητα, μέσα έξω.
Και σε αυτήν την συνθήκη φύονται σκέψεις ανερμάτιστες, λόγια που εκφέρονται μόνο ως επιβεβαίωση προκαταλήψεων και συμπεριφορές που εκδηλώνονται μόνο για να περάσει με κάποιο σχετικό ενδιαφέρον το επαναλαμβανόμενο τέταρτο της ημιδημοσιότητας, όσο κρατά η ταρίφα.
Σ’ αυτή τη χώρα-ταξί που περιφέρεται κυκλικά στην αστική δυστοπία, το αίμα, που περνιέται ως ενοποιητικός παράγοντας μιας μεγάλης ιδέας (θα δώσουμε το αίμα μας για την πατρίδα, έτσι δεν λέμε;) όταν μας λερώνει την κούρσα ενεργοποιεί αντικοινωνικά αντανακλαστικά.
Τα παραπάνω είναι μια υπόθεση, ένα ρητορικό σχήμα που διεκδικεί να αποτυπώσει την αλήθεια για την κοινωνία μας.
Άλλοι θα προσπεράσουν την κούρσα, θα καταχωρήσουν το περιστατικό στα συνήθη συμβάντα της καθημερινότητας ως αναγνωριστικό μιας μεμονωμένης πράξης.
Όμως, η προοπτική να μην πρόκειται για μεμονωμένη πράξη είναι εφιαλτική.
Πιο εφιαλτική δε είναι η εξοικείωση του κοινού με τέτοιες πράξεις.
Κι εδώ υπεισέρχεται η όποια κριτική στους φορείς του δημόσιου λόγου, δημοσιογράφους και πολιτικούς.
Μεταξύ των χθεσινών σχολίων υπήρξε και η επίκληση του άρθρου 288 του Ποινικού Κώδικα περί παρεμπόδισης αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψης οφειλόμενης βοήθειας που γράφει ότι «όποιος σε περίπτωση δυστυχήματος ή κοινού κινδύνου ή κοινής ανάγκης δεν προσφέρει τη βοήθεια που του ζητήθηκε και που μπορούσε να την προσφέρει, χωρίς ο ίδιος να διατρέξει ουσιώδη κίνδυνο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών».
Άραγε, είναι αυτό το τελευταίο καταφύγιο για την εμπέδωση του ανθρωπισμού;
Το ερώτημα τίθεται από τη στιγμή που κανένας δημοσιογράφος δεν βρέθηκε να ρωτήσει –απ αυτά τουλάχιστον που είδαμε– τον οδηγό γιατί δεν βοήθησε τη γυναίκα.
Σ’ αυτό το σημείο επανέρχεται ο προβληματισμός για τον κοινωνικό ρόλο των ΜΜΕ.
Δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε ότι ο οδηγός ταξί δεν περίμενε να ακούσει μια τέτοια ερώτηση. Οι απαντήσεις του είναι τέτοιες που δείχνουν άνθρωπο συνηθισμένο σε άλλες ερωτήσεις τύπου «τι έγινε» και «πώς αισθάνεστε», αλλά όχι «τι κάνατε» ή «τι δεν κάνατε» και κυρίως την τελευταία.
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί η ίδια η φράση του οδηγού: «περάστε έξω, σας παρακαλώ».
Εδώ γινόμαστε μάρτυρες της επιτελεστικής και της διαπιστωτικής διάστασης του λόγου.
Στο πολιτικό σύμπαν των καλών αστικών τρόπων ο οδηγός ήταν ευγενής, «περάστε έξω» είπε. Τόσα χρόνια αυτό ήταν το ζητούμενο σε μερίδα του αστικού κόσμου που διαμαρτυρόταν για την αγένεια των ταξιτζήδων.
Ιδού η ευγένεια λοιπόν στα μέτρα του πολυπόθητου εκσυγχρονισμού.
Ο ερωτηθείς επιτέλεσε το καθήκον του και οι ερωτώντες το διαπίστωσαν, εκφέροντας τον αντίστοιχο αξιακό λόγο.
Στη μια πλευρά του νομίσματος-απάντηση τα γράμματα του «περάστε έξω» ως γενική κουλτούρα διαχωρισμού και αποκλεισμού του θεωρούμενου ως προβληματικού και στην άλλη η ομιλούσα κεφαλή του «περάστε έξω» ως καλών τρόπων απέναντι στο θεωρούμενο ως προβληματικό.
Οι δε ερωτήσεις ένα διαρκές ρίξιμο στην τύχη, το οποίο διαρκώς αγνοεί την αξία της έμπρακτης αλληλεγγύης και της αναγνώρισης του άλλου ως συνανθρώπου. (Και το ομόαιμον δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο).
Αρκεί εδώ να αναλογιστεί κανείς πως εξελίσσεται η όλη είδηση.
Ένας άντρας δολοφονεί τη γυναίκα του και αμέσως μετά αυτοκτονεί.
Το συμβάν πλαισιώνεται. Η σύζυγός είναι η «Βουλγάρα» και ο σύζυγος είναι ο «Αντιπτέραρχος».
Η σύζυγος είναι η «50χρονη Βουλγάρα» και ο σύζυγος είναι ο «86χρονος Αντιπτέραρχος.
Η σύζυγος είναι η «50χρονη Βουλγάρα που του έκανε τη ζωή δύσκολη» και ο σύζυγος είναι ο «86χρονος Αντιπτέραρχος που δεν άντεξε».
Κάπου εκεί η πλαισίωση λειτουργεί ως έμμεση δικαιολόγηση της πράξης, που καταργεί την αναζήτηση των αιτίων της.
Η πλαισίωση γίνεται με έτοιμα υλικά και αφορά την πώληση ενός προϊόντος ενημέρωσης ή ενημεροδιασκέδασης που προορίζεται για εφήμερη κατανάλωση μέχρι το επόμενο συμβάν.
Τα γιατί δεν μοιάζουν να ενδιαφέρουν κανέναν.
Οι ερωτοαπαντήσεις είναι προκάτ και αντανακλώνται σε ένα εφιαλτικά οικείο «περάστε έξω».
Αν είναι έτσι, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα.
Στο τέλος δεν θα έχει μείνει τίποτα από την ανθρωπιά μας.
Αξίζει, όμως, να το παλέψουμε έτσι κι αλλιώς.
Στον βαθμό που μας αναλογεί μερίδιο του δημόσιου λόγου οφείλουμε να αλλάξουμε την τύχη μας. Αλλιώς, δεν έχουμε τύχη, ρίχνοντας ο ένας τον άλλον στην πυρά.
Κι ο μοναδικός τρόπος να ξαναγίνουμε άνθρωποι, κερδίζοντας την πολιτική μας αξία, είναι να μάθουμε να λέμε «περάστε μέσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου