Του Κώστα Καναβούρη
Αν όχι από σεβασμό, τουλάχιστον από ντροπή, ας μην πούμε μεγάλα λόγια στη φετινή επέτειο της 25ηςΜαρτίου. Όταν το αυγό του φιδιού γεννάει τέρατα ανά την επικράτεια, όταν οι ικέτες αντιμετωπίζονται με φρικιαστική βαρβαρότητα, δεν απομένουν και πολλά να πούμε για εθνική υπερηφάνεια.
Όταν τα πιο απροστάτευτα πλάσματα, τα παιδιά των προσφύγων, δεν λιθοβολούνται μαζί με τους γονείς τους όπως στα Βίλια (παρουσία μάλιστα της δημάρχου, που αντί να προστατεύσει τους απροστάτευτους, νομιμοποίησε διά της παρουσίας της τον λιθοβολισμό -τον λιθοβολισμό!!- προς άγραν ρατσιστικών ψηφαλακίων),
όταν δεν δέχονται επίθεση με σιδερόβεργες όπως στην Κόνιτσα (ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, δηλαδή παντελώς και πανταχόθεν εκτεθειμένα στις κάθε λογής αγριότητες),
όταν στα Γρεβενά, όταν στο Ωραιόκαστρο, όταν στις Σέρρες, όταν αλλού… όταν δεν υφίστανται την αποτροπιαστική σωματική βιαιότητα, υφίστανται τον εξίσου αποτροπιαστικό βίαιο αποκλεισμό από το πολύτιμο αγαθό της γνώσης, που μαζί είναι και αποκλεισμός από την πρώτη προσπάθεια κοινωνικοποίησης (πλασμάτων με ρημαγμένο ήδη τον τρυφερό ψυχικό τους κόσμο), όταν λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, δεν έχουμε τίποτα να πούμε για τη γενέθλια στιγμή του νεότερου ελληνικού κράτους.
Μοιάζει σαν όλα τα ψεύδη (ζωτικά και μη) της γέννησης ενός έθνους να αγρίεψαν ταυτόχρονα για να στρεβλώσουν την έννοια της ελευθερίας και την ιερότητα των θυσιών που χρειάστηκαν στα κοντά 200 χρόνια, όχι μόνο για να αποκτηθεί αυτή η ελευθερία, αλλά και για να ανακτηθεί από φασίστες εισβολείς, από δικτάτορες δυνάστες και από πάσης μορφής αυθέντες που ανασκολόπισαν και εκμεταλλεύτηκαν το νόημά της με τα ταπεινότερα (όμως άκρως προσοδοφόρα) των ελατηρίων.
Τα φωτεινότερα μυαλά και οι καθαρότερες ψυχές έπεσαν σ’ αυτό τον αγώνα, ωστόσο -και πέραν όλων των άλλων- αυτό δεν ήταν αρκετό ώστε να νικηθούν οι δαίμονες που κατατρύχουν και υποσκάπτουν την έννοια της ελευθερίας πλήττοντας και τον πυρήνα της: την ευρυχωρία μιας δημοκρατίας που χωράει όλους και προπαντός τους απροστάτευτους.
Με χέρι παρήγορο, με μυαλό καθαρό, με ψυχική απεραντοσύνη.
Φαίνεται, όμως, πως έχει ξεμείνει από βέλη το φαρέτριον της αγωνίας μας.
Από βέλη που να πλήξουν τον πλησίστιο φασισμό που κάνει δύσκολη τη ζωή των αθώων κατά τις επιθυμίες του Άδωνι Γεωργιάδη (και πολλών -γνωστών- άλλων), με την πέτρα και τον λοστό και το λουκέτο. Με «ό,τι πιο σάπιο και σιχαμερό» όπως είπε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Δημήτρης Βίτσας για τις επιθέσεις στα προσφυγόπουλα.
Πριν λοιπόν τα μεγάλα λόγια της επετείου, ας διαβάσουμε προσεκτικά (το αλίευσα από ένα εξαιρετικό άρθρο του Παντελή Μπουκάλα) την ανακοίνωση του συλλόγου γονέων του Δημοτικού Σχολείου Άνω Βαθέος Σάμου, ως υπόδειγμα ρατσιστικής διαστροφής, τόσο μεγάλης που ντρέπεσαι να την ομολογήσεις στον εαυτό σου, καταφεύγοντας στη βοήθεια εκείνου του φονικά βολικού «αλλά». Λέει λοιπόν η ανακοίνωση:
«Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στην εκπαίδευση όλων των παιδιών ανεξαιρέτως χρώματος, φυλής, καταγωγής και θρησκείας, ΑΛΛΑ (σ.σ.: τα κεφαλαία δικά μου) όχι σε βάρος των δικαιωμάτων των ήδη φοιτούντων μαθητών και στην άμεση απειλή της δημόσιας υγείας του νησιού μας».
Σχιζοφρένεια; Ναι. Η σχιζοφρένεια του ρατσιστικού «αλλά» που τόσες φορές το βλέπουμε να σφυρίζει μπροστά στα μάτια μας. «Ανακαταλαμβάνοντας» τις πόλεις που «μας ανήκουν», διαπομπεύοντας άρρωστα κορίτσια, ελεεινολογώντας τους πνιγμένους στο Φαρμακονήσι, μιλώντας για «λαθρομετανάστες», διαμελίζοντας ξανά και ξανά τις Ζακί της διπλανής πόρτας, ονομάζοντας «οικογενειακή τραγωδία» τη γυναικοκτονία, παζαρεύοντας άθλια το ακαταδίωκτο των υπουργών, ποντάροντας στον θρησκευόμενο πατριδοκάπηλο φανατισμό και τόσα άλλα.
Είναι πολλοί βέβαια που θα ξεχάσουν το λουκέτο και θα αφήσουν κάτω τις πέτρες του λιθοβολισμού για να στολίσουν τα σχολεία των παιδιών τους με εικόνες ηρώων της Επανάστασης.
Αλλά..
Αλλά στη γιορτή της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης δεν είναι όλοι ελεύθεροι ούτε αρκετά ίσοι ώστε να πάρουν μέρος. Τα ρημαγμένα παιδάκια δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής. Είναι υγειονομικώς επικίνδυνα για την ιστορία των οφιούχων.
Αντί λοιπόν για μεγάλα λόγια, ας θυμηθούμε, στη μνήμη της ανέγγιχτης λύπης εκείνων, το ποίημα του Νίκου Καρούζου «Αρνησίκακος» από τη συλλογή «Φαρέτριον»:
«Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο / στα μεγάλα χρονικά μυστήρια / κομματιάζοντας τη νύχτα μ’ ένα σμήνος από γαλαξίες / αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας / την αλύγιστη Βαρύτητα/ δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα / τούτ’ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα / κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους».
Και του χρόνου.
Με όσο το δυνατόν λιγότερα «αλλά»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου