Αν υπάρχει ένα σπιράλ που συνδέει όσα κατατέθηκαν αυτό το τριήμερο στο συνέδριο «Μέσα- Πόλις Αγορά», είναι ότι η δημοσιογραφία βρίσκεται σε κρίση και μπροστά σε νέες προκλήσεις. Ζητείται επειγόντως τρόπος να ανακτήσει ρόλο της και ταυτόχρονα απειλείται από ποικίλες εξουσίες.
Ο πλούτος διαπιστώσεων, προβληματισμών και προτάσεων ακούγεται για πρώτη φορά τόσο συστηματικά και με τόση πληρότητα και γι’ αυτό οι οργανωτές προσφέρουν υπηρεσία στην ελληνική δημοσιογραφία.
Πολλοί πιστεύουν ότι το μέλλον της δημοσιογραφίας βρίσκεται στην ενσωμάτωση των νέων εργαλείων που της προσφέρονται από την τεχνολογική εξέλιξη. Ίσως και στην πλήρη μετακίνησή της από τις παραδοσιακές μορφές άσκησης της, στα νέα εργαλεία που προσφέρει η ψηφιακή εποχή και οι θεσμοί της, αν μπορώ να χαρακτηρίσω έτσι τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Προφανώς η δημοσιογραφία και η συνολικότερη λειτουργία των ΜΜΕ οφείλει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Αλλά αυτό που λείπει δεν είναι οι τεχνικές δυνατότητες. Η έννοια της δημοσιογραφίας παραμένει αυτό που ήταν πάντα: η αναζήτηση και μετάδοση της αλήθειας, η κριτική, η καταγγελία και η αποκάλυψη όσων οι εξουσίες δεν θέλουν να γίνουν γνωστά. Με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό έπεται.
Προέχει να γίνει και να γίνει με τρόπο υπεύθυνο έγκυρο και αδιάψευστο. Ακόμη και όταν πρέπει να αναληφθεί ρίσκο από αυτόν που το κάνει.
Πιστεύω ότι το μέλλον της ελληνικής δημοσιογραφίας βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο στο παρελθόν της. Για την ακρίβεια βρίσκεται στην ανάγκη να πιάσει το νήμα από το σημείο που κόπηκε. Είναι το σημείο πέρα από το οποίο τα εγχώρια ΜΜΕ έπαψαν να είναι φορείς ενημέρωσης –με τις αδυναμίες τους– και έγιναν παραρτήματα άλλων δραστηριοτήτων.
Έγιναν μηχανισμοί διαμεσολάβησης για την ευθεία εξυπηρέτηση συμφερόντων του ιδιοκτήτη τους, που δεν είναι πλέον ο τυπικός εκδότης, ή έστω ο επιχειρηματίας που επενδύει στα ΜΜΕ. Συνήθως έχει αλλά συμφέροντα, που δεσμεύουν τα ΜΜΕ που ελέγχει.
Και αλλού στον κόσμο, επιχειρηματικοί όμιλοι και ολιγάρχες απέκτησαν ΜΜΕ. Αλλά δεν αλλοίωσαν το χαρακτήρα τους, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου σε πολλά ΜΜΕ δεν υφίσταται το βασικό στοιχείο της φυσιογνωμίας τους -και ταυτόχρονα το βασικό λόγο ύπαρξής τους: η ελευθερία. Δεν υπάρχει ελευθερία όταν εκ των προτέρων προορίζονται να υπηρετούν συμφέροντα.
Αυτό απομακρύνει την έννοια της ενημέρωσης από την αλήθεια, από την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από την αξιοπιστία, αλλά και από τον επαγγελματισμό και την ανεμπόδιστη διακίνηση της πληροφορίας.
Είναι παράδοξο ότι ενώ διευρύνεται η ελευθεροτυπία, περιορίζεται η ελευθερία ενός μέσου ενημέρωσης να παίξει το ρόλο του. Ευνοείται η παραδημοσιογραφία, που ενίοτε εμφανίζεται ως αντίπαλος του κράτους. Είναι παράδοξο ότι ενώ υπάρχει υπερπληροφόρηση μεγαλώνει το κενό πληροφόρησης- ή τουλάχιστον η εμπιστοσύνη στη διαχεομένη πληροφόρηση.
Όπως είναι παράδοξο ότι υποχωρεί η ποιότητα στην ενημέρωση ενώ το ανθρώπινο δυναμικό είναι καλύτερο από κάθε άλλη περίοδο. Οι νέοι δημοσιογράφοι είναι καλύτερα εξοπλισμένοι σε γνώσεις και δυνατότητες, αλλά η δημοσιογραφία υστερεί.
Στην ψηφιακή εποχή, οι νέες μορφές ενημέρωσης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διακινούν πληροφορίες, αλλά δεν είναι δημοσιογραφία με την έννοια της υπεύθυνης ενημέρωσης. Οι τεχνικές δυνατότητες που διαρκώς εξελίσσονται, είναι αυτές που είναι και θα είναι πάντα διαθέσιμες. Το ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση αξιοποιούνται: για να πούμε την αλήθεια ή για να την κρύψουμε; Για να ασκήσουμε κριτική ή για την αποτρέψουμε;
Αυτό δεν είναι τεχνικό θέμα. Σχετίζεται με το είδος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε ένα ΜΜΕ και με τον σκοπό της επένδυσης που έγινε για την ανάπτυξή του. Με άλλα λόγια το ερώτημα είναι ποιοι κατέχουν τα ΜΜΕ και για ποιο λόγο. Τελικά αν κάποιοι ελέγχουν την ενημέρωση, δεν είναι ενημέρωση -ακόμη και στην εποχή που κανείς δεν μπορεί να ελέγχει την διακίνηση της πληροφορίας και να φιμώσει οποιονδήποτε θέλει να πει κάτι.
Για να υπάρχει μέλλον στη δημοσιογραφία, ως επάγγελμα ή ως λειτούργημα, πρέπει να επιτρέψουμε στην κατάσταση όταν οι εφημερίδες – μόνο εφημερίδες υπήρχαν τότε – ήταν επιχειρήσεις που επιβίωναν ανάλογα με την αποδοχή τους από το κοινό. Έτσι όπως θα έπρεπε να είναι από την ύπαρξή τους και οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, αλλά στην Ελλάδα δεν πρόλαβαν: γεννήθηκαν κατ’ ευθείαν ως θυγατρικές άλλων επιχειρήσεων. Και βέβαια όπως θα πρέπει να γίνουν τα ψηφιακά μέσα ενημέρωσης -η τελική μορφή λειτουργίας των οποίων τελεί υπό διαμόρφωση και υπάρχει ελπίδα- καθώς δεν απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις για την ανάπτυξή τους.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι δυναμικό τμήμα της δημόσιας σφαίρας, φέρνουν στο προσκήνιο τη συμμετοχή του πολίτη στην ενημέρωση, απελευθερώνουν φωνές που δεν θα ακούγονται ποτέ στα συμβατικά μέσα, είναι ενημέρωση, είναι διακίνηση ιδεών και πληροφορίας, αλλά δεν είναι δημοσιογραφία. Είναι κοινωνικό φαινόμενο που γεννήθηκε από την τεχνολογία και εξελίσσεται αυτοδύναμα και όχι πάντα υπέρ της κοινωνίας, υπέρ της αλήθειας και της δημοκρατίας.
Δεν πιστεύω ότι η απέραντη ελευθερία της διακίνησης πληροφορίας και τα ΜΚΔ θα αντικαταστήσουν τη δημοσιογραφία. Η σχέση Μέσα- Πόλις- Αγορά θα εξελίσσεται πάντα υπέρ των μέσων. Η πολιτική και η δημόσια σφαίρα θα αποτυπώνονται επαρκώς και έγκυρα μόνο με την επαγγελματική ανάπτυξη της δημοσιογραφίας.
Η ψηφιακή εποχή δεν θα φέρει το τέλος της έντυπης ενημέρωσης, ή της ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης. Η ουσία βρίσκεται στην πρώτη ύλη της ενημέρωσης. Αυτή δεν αλλάζει, ανεξάρτητα από τον τρόπο και την ταχύτητα μεταφοράς της, από το είδος του μέσου και από την τεχνολογία.
Η αλήθεια είναι αυτή που είναι, όπως και αν μεταδίδεται. Η είδηση έχει την αξία της ανεξάρτητα από το μέσο που την αναδεικνύει. Η ικανότητα αξιολόγησης και ανάλυσης διατηρεί τη σημασία της και μάλιστα κατά τρόπο που ευνοεί περισσότερο την έντυπη δημοσιογραφία. Αλλάζει η τεχνική, το όχημα, το περιτύλιγμα, αλλά δεν αλλάζει το μεταφερόμενο αγαθό της ενημέρωσης.
Αυτό το αγαθό είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το ρόλο και την προσωπική υπόσταση του επαγγελματία δημοσιογράφου -πρακτικά είναι συνδεδεμένο με την επάρκεια, την ηθική και εν τέλει την ανεξαρτησία του.
Το μέλλον βρίσκεται στη εδραίωση μιας κατάστασης στην οποία οι δημοσιογράφοι είναι αφοσιωμένοι σ’ αυτή τη δύσκολη και απαιτητική δουλειά, ζουν μόνο με το μισθό τους και δεν απολογούνται σε κανέναν άλλον εκτός από τη συνείδησή τους και από τον διευθυντή τους -στον δεύτερο για την επάρκειά τους. Όπως τα πάντα στη Δημοκρατία, έτσι και στην δημοσιογραφία η ευθύνη είναι εξατομικευμένη.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν, περισσότερες προϋποθέσεις για την άσκηση της δημοσιογραφίας, αλλά οι δημοσιογράφοι έχουν μικρότερα περιθώρια να μάθουν αυτό που θέλουν, να δημοσιεύσουν αυτό που έμαθαν και να υπερασπιστούν αυτό που δημοσίευσαν.
Ο λόγος είναι η στρέβλωση στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ που μεταδίδεται ως μοντέλο και στις νέες μορφές ενημέρωσης. Οι παιδικές αρρώστιες της ενημέρωσης μεταφέρονται από το χαρτί, το γυαλί και από το μικρόφωνο στο πληκτρολόγιο.
Η δημοσιογραφία θα διεκπεραιώσει το ρόλο της -με τις ελλείψεις, τις αδυναμίες, τις αντιδράσεις και τις γκρίζες πλευρές που πάντα υπήρχαν- όταν η τυπική μιντιακή επιχείρηση θα αντιλαμβάνεται ότι η επιτυχία της βρίσκεται στην αποδοχή των ΜΜΕ που χρηματοδοτεί το κοινό. Και ότι αυτή η αποδοχή εξαρτάται από την ελευθερία των δημοσιογράφων να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς χειραγώγηση.
Πρόσφατα στον κινηματογράφο ο Σπίλμπεργκ μας υπενθύμισε ότι η Κάθριν Γκράχαμ κλήθηκε να αποφασίσει αν θα δημοσιευτεί μια πληροφορία που έθιγε φίλους και συνδαιτημόνες της -και το έκανε. Όποιος θέλει μπορεί να βάλει στοίχημα τι συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις στα ελληνικά ΜΜΕ.
*Εισήγηση στο συνέδριο «Μέσα -Πόλις -Αγορά» που οργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη το Advanced Media Institute, το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΑΠΚΥ), το Εργαστήριο Σπουδών και Εφαρμοσμένων Ερευνών (Laboratoire d’ Études et de Recherches Appliquées en Sciences Sociales) του Université Toulouse III – Paul Sabatier και τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης & Επικοινωνίας .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου