Λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 22ας Μαΐου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε αφιχθεί τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, για να μεταβεί σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Επιτροπή δια την διαθνή ύφεσιν και ειρήνην», στην οποία ήταν ομιλητής.
Η κατάσταση ήταν τεταμένη.
Από τις 6 το απόγευμα πολλές δεκάδες άτομα ακραίων δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων είχαν αρχίσει να συγκροτούν αντισυγκέντρωση στα πεζοδρόμια των οδών Σπανδωτή, Ερμού και Βενιζέλου, κοντά στο κτίριο όπου επρόκειτο να γίνει η συγκέντρωση.
Είχαν προηγηθεί διαβήματα στελεχών της ΕΔΑ τόσο προληπτικά στον εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Αργυρόπουλο, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την αστυνομία, όσο και στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα, μετά τη συνάθροιση των «αντιφρονούντων».
Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες εν στολή, καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής.
Κανείς τους όμως δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση.
Έτσι ο Γρηγόρης Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ' όπου και εκφώνησε μετά από λίγο το λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των «αγανακτισμένων πολιτών», ενώ έπεφταν βροχή οι πέτρες εναντίον του.
Μέσα σ' αυτή την έκρυθμη κατάσταση, αφού ολοκλήρωσε όπως-όπως την ομιλία του για την ειρήνη, ο βουλευτής της ΕΔΑ φώναξε από το μικρόφωνο:
Προσοχή, προσοχή.
Εδώ βουλευτής Λαμπράκης.
Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου.
Στο μεταξύ, ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρουχάς, που ήταν περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε κι αυτός για τη συγκέντρωση, αλλά μόλις πλησίασε δέχθηκε άγρια επίθεση από τους «αντιφρονούντες", τραυματίστηκε κι ενώ τον μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, δέχθηκε ξανά επίθεση των παρακρατικών στοιχείων που τον κατέβασαν κάτω κι άρχισαν να τον χτυπούν και να τον κλωτσούν μανιωδώς. Πολίτες τον μετέφεραν αιμόφυρτο, στον Σταθμό Α΄ Βοηθειών.
Ο Λαμπράκης, που δεν είχε μάθει τίποτα για την περιπέτεια του Τσαρουχά, ετοιμαζόταν να φύγει.
Παρουσιάστηκε ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η περιοχή είχε εκκαθαριστεί από τους συγκεντρωμένους.
Βγαίνοντας ο Λαμπράκης συνάντησε τον συνταγματάρχη Καμουτσή, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ασυδοσία των παρακρατικών.
Βλέποντας να εκκαθαρίζεται ο χώρος μπροστά στο κτίριο, ο Λαμπράκης μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι στο ξενοδοχείο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ακούστηκε ο θόρυβος από μία τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που όρμησε με ξέφρενη ταχύτητα και έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ κάποιος που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι.
Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος.
Οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, μεταφορέας, γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Ένας από τους εθελοντές συνοδούς του Λαμπράκη, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πήδηξε μέσα στην καρότσα του τρίκυκλου και άρχισε να συμπλέκεται με το άτομο που κρατούσε τον λοστό.
Αργότερα έγινε γνωστό ότι επρόκειτο για τον Μανώλη Εμμανουηλίδη, καταδικασμένο για βιασμό, παιδεραστία, κλοπή κ.α.
Ακολούθησε άγρια πάλη.
Το τρίκυκλο σταμάτησε, ο Γκοτζαμάνης κατέβηκε και μια αστυνομική ράβδος (γκλομπ) χτύπησε τον Χατζηαποστόλου, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών.
Στο μεταξύ ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν θανάσιμα τραυματισμένος. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στη νύχτα της Αθήνας.
Η κυβέρνηση διέθεσε ειδικό αεροσκάφος για να μεταφέρει στη συμπρωτεύουσα τον ειδικό νευροχειρουργό Δώρο Οικονόμου, για να χειρουργήσει τον βουλευτή της ΕΔΑ που χαροπάλευε.
Η γνωμάτευσή του όμως ήταν παρόμοια με εκείνη του καθηγητή Νικόλαου Καβαζαράκη, του νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας.
Τέσσερις μέρες μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, στη 1:22 μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Μαΐου, ο Λαμπράκης εξέπνευσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου