Τις προάλλες το Ελληνικό Κοινοβούλιο συζητούσε επί πάνω από δέκα ώρες την τροπολογία του υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά να περάσουν στην Ολομέλεια του Σώματος οι αρμοδιότητες για τη διαδικασία και τον αριθμό των αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που θα παραχωρήσει σε ιδιώτες το Ελληνικό Δημόσιο. «Συζητούσε», κατ’ ευφημισμόν.
Διότι αυτά που ακούστηκαν ήταν λίγο (;) βαριά ακόμα και για τη Βουλή της τελευταίας 5ετίας των μνημονίων.
Δέκα ώρες τόσο οξείας σύγκρουσης δεν θυμάμαι ούτε όταν κοβόταν μισθοί και συντάξεις ή όταν περνούσαν Μεσοπρόθεσμα και Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου εν ριπή οφθαλμού.
Ούτε όταν αποποινικοποιήθηκαν (με τροπολογίες πάντοτε) πράξεις και τυχόν παραλείψεις διοικήσεων τραπεζών και δημοσίων οργανισμών.
Ή όταν προσφερόταν «ακατάσχετο» σε υπερδανεισμένα κόμματα για καταφανώς μη δυνάμενα να εξυπηρετηθούν κομματικά δάνεια.
Και, βεβαίως, δεν ενθυμούμαι τόσο και τέτοιο «πάθος» από βουλευτές για όλα εκείνα τα μέτρα –και επί των προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά και επί της παρούσας- που πτωχοποίησαν ένα λαό και βύθισαν στην ύφεση την οικονομία.
Τι είναι εκείνο που εξάπτει, λοιπόν, τα αντανακλαστικά των μεν και των δε για ένα θέμα που θα έπρεπε να αποτελεί κοινό τόπο όλων των κομμάτων, μνημονιακών και μη;
Ας επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε το «φαινόμενο».
Η κυβέρνηση Τσίπρα ψήφισε νόμο για την αποκατάσταση της νομιμότητας –όπως υποστηρίζει- στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Επί της ουσίας πρόκειται για την πρόθεσή της να προκηρύξει διαγωνισμό και να δοθούν νόμιμες άδειες λειτουργίας σε τηλεοπτικούς σταθμούς και να σταματήσει το καθεστώς αδιαφάνειας της τελευταίας 25ετίας, δια του οποίου κάποιοι επιχειρούν κάνοντας χρήση ενός δημοσίου αγαθού/περιουσίας (τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες) δίχως να αποδίδουν τα δέοντα στον κρατικό κορβανά.
Ό, τι, δηλαδή, νομίμως πράττουν όσοι επιχειρούν στις τηλεπικοινωνίες, ακόμα και στον τζόγο (π.χ καζίνο).
Αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα –και υποχρέωση θα προσέθετα- του κράτους ουδείς φαίνεται να το αμφισβητεί ευθέως.
Αντί, όμως, να υπάρχει στοιχειώδης συνεννόηση και έκφραση της βούλησης της Πολιτείας να εισπράξει αυτά που της αναλογούν από την παραχώρηση τμήματος της δημόσιας περιουσίας της (φανταστείτε, για παράδειγμα, η γερμανική Fraport να καταλάμβανε τα περιφερειακά αεροδρόμια και να κέρδιζε από την χρήση τους δίχως να καταβάλλει ούτε ένα ευρώ, ή η Cosco να έπραττε το ίδιο στο λιμάνι του Πειραιά), παρατηρούμε έναν λυσσαλέο πόλεμο με «επίδικο», όχι την ουσία αλλά τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών που μπορούν να παραχωρηθούν σε ιδιώτες.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση προσέρχονται σ’ αυτή τη σύγκρουση από διαφορετικές θέσεις. Ο αρμόδιος υπουργός εμμένει πως πρέπει να παραχωρηθούν το πολύ τέσσερις άδειες γενικού περιεχομένου (ενημερωτικά κατά βάση κανάλια, όπως το Mega ή ο Σκάϊ) και άγνωστος αριθμός καναλιών θεματικού περιεχομένου (αθλητικά, ψυχαγωγικά κλπ.), η Ν.Δ, το ΠΑΣΟΚ, η Ένωση Κεντρώων και το Ποτάμι τον καταγγέλλουν ως «δικτάτορα», και το Κοινοβούλιο ως «χουντικό», εισηγούμενοι απεριόριστο αριθμό καναλιών. Επισημαίνουν πως το ψηφιακό φάσμα δεν θέτει όρια και, εν τέλει, «ας ορίσει η ελεύθερη αγορά ποιοι μπορούν και ποιοι θα επιβιώσουν».
Δημιουργείται, ως εκ τούτου, η εντύπωση πως η σύγκρουση αφορά μια (σημαντική αναμφισβήτητα) τεχνική διάσταση του «επίδικου», δίχως, όμως, να παρουσιάζονται μελέτες τεχνικές ή βιωσιμότητας.
Καταλαβαίνουν, βεβαίως, όλοι πως άλλο είναι το πραγματικό επίδικο. Και είναι προφανές πως κάποιοι επιχειρηματολογούν έχοντας κατά νου τα συμφέροντα κάποιων τρίτων.
Αυτή η βαλίτσα, όμως, δεν μπορεί να πάει μακριά. Ιδιαίτερα, από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωμάτευσε πως το θέμα είναι «εθνικό».
Αφενός γιατί πρέπει να αποκατασταθεί η νομιμότητα (αυτή που ολοκληρωμένα δεν στάθηκε δυνατό να αποκατασταθεί παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης Καραμανλή, για ευνόητους πολιτικούς και επιχειρηματικούς λόγους) και αφετέρου διότι δεν μπορεί να ορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις, είτε η «ομηρία» επιχειρηματιών σε καθεστώς προσωρινότητας, είτε οι απαιτήσεις άλλων να παρατείνουν την κατάσταση ασυδοσίας.
Χρειάζονται βήματα και από τις δύο πλευρές. Εάν το θέμα είναι τεχνικής φύσεως, ας υποβάλλουν οι δύο πλευρές ενώπιον του κοινοβουλίου τις σχετικές μελέτες που είναι γνωστό πως υπάρχουν στα συρτάρια. Ας υποστηρίξει ο κ. Παππάς γιατί θεωρεί πως πρέπει να υπάρξουν τέσσερις άδειες γενικού περιεχομένου, κι ας εξηγήσουν οι άλλοι γιατί μπορούν να υπάρχουν «άπειρα» κανάλια.
Στην Ιταλία, για παράδειγμα, του μπερλουσκονισμού ισχύει το δεύτερο. Στην υπόλοιπη Ευρώπη λειτουργούν 4-6 κανάλια γενικού περιεχομένου και μεγάλος αριθμός θεματικών καναλιών.
Αλλά, ας τελειώνουμε. Και μετά ας αφήσουν το (συναινετικό) ΕΣΡ να «τρέξει» τον διαγωνισμό.
Διότι η συγκεκριμένη εκκρεμότητα τείνει να ναρκοθετήσει τις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο ανεπίστρεπτο. Και να υπονομεύσει, εν κατακλείδι, την αναγκαιότητα (σχετικής) πολιτικής σταθερότητας.
Γιατί, κάποιοι ήδη ψελλίζουν ότι η υπόθεση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε εκλογές. Τις χρειαζόμαστε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου