Σήμερα λοιπόν φιλοξενούμε ένα κείμενο του Γιάννη Μακριδάκη που, όπως είναι φυσικό, πολλούς θα ενοχλήσει και ακόμα περισσότερους θα βάλει σε σκέψεις. Αφορμή για να το γράψει ήταν το άρθρο του Αντώνη Καρακούση που δημοσιεύτηκε στο «BHMA» την Πέμπτη (20 Νοεμβρίου) με τίτλο «Η μεγάλη κρίση της Δεξιάς παράταξης».
Το ανεβάζουμε και αυτό το άρθρο, αμέσως μετά το κείμενο του Μακριδάκη, για να γίνουν οι απαραίτητοι συνειρμοί που πάντα είναι χρήσιμοι εφ’ όσον ενεργοποιούν την σκέψη μας.
Θα βρείτε ακόμα ένα κείμενο με τίτλο «Τι θα γίνει με τα χρέη της Ελλάδας;» που είναι στην ουσία προδημοσίευση από το βιβλίο των Κέρστιν Γκάμελιν & Ράιμουντ Λεβ και δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr πριν λίγες μέρες και ένα κείμενο του Γιώργου Μπιλλίνη που, κάνοντας μιαν αναδρομή στην πρόσφατη νεοελληνική μας περιπέτεια, καταλήγει και αυτό σε κάποια συμπεράσματα. Τίτλος του: «Όταν παίζεις εκτός έδρας, το πιθανότερο είναι να χάσεις».
Τα τρία από τα τέσσερα κείμενα στα οποία αναφέρθηκα είναι δημοσιευμένα.
Αυτό του Μακριδάκη είναι αδημοσίευτο, γραμμένο χτές - και είναι αυτό που, για την αριστερά τουλάχιστον, είναι και το πιο «ενοχλητικό». Γιατί ο Μακριδάκης βλέπει τα πράγματα από μια οπτική γωνία εντελώς άλλη απ’ αυτήν που έχουμε συνηθίσει να τα παρατηρούμε εμείς οι υπόλοιποι.
Εμείς, δεξιοί και αριστεροί, πλούσιοι και φτωχοί, σε όλες τις κλίμακες της κοινωνίας μας και σε ολόκληρη την Ελλάδα, έχουμε τώρα και δυό-τρείς τουλάχιστον γενιές θεοποιήσει το χρήμα σε τέτοιο βαθμό που μας φαίνεται παράξενο να σκέφτεται κανείς διαφορετικά, τοποθετώντας στο κέντρο του κόσμου του άλλες προτεραιότητες, αξιακές, ηθικές, φιλοσοφικές, επιστημονικές – ή κοινωνικές. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που υπήρχαν ακόμα Έλληνες που βάζανε άλλες αξίες πολύ πιο πάνω απ’ τα «λεφτά».
Έλα όμως που ο Ανδρέας Παπανδρέου με τα «Τσοβόλα δώστα όλα», ο Σημίτης με τα χρηματιστήρια και την euro-Ελλάδα που εξέθρεψε και κανάκεψε για περισσότερο από μία οκταετία, ο Μητσοτάκης με τον Θατσερισμό και τον νεοφιλελευθερισμό του και όλος αυτός ο επαρχιώτικος μιμητισμός μας στα καμώματα του Lifestyle όπως τα βλέπαμε και τα φαντασιώναμε από μακριά μέσα από τα γυαλιστερά περιοδικά της εποχής, κυριολεκτικά μας «έστειλαν» όλους μαζί, στον βαθμό που μπορούσαμε ο καθένας, ντουγρού σε μια καταναλωτική μανία που έφτανε τον βαθμό της υστερίας κάποιες στιγμές.
Τίποτα δεν έμεινε όρθιο –ούτε καν η «Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος» του (δεξιού και αστού ) Παναγιώτη Κανελλόπουλου που στην εισαγωγή του, αναφερόμενος στην Κύθνο όπου έζησε για τρία χρόνια εξόριστος σημείωνε: «Στη μοναξιά της (δηλαδή της εξορίας απο το 1937-1940) είδα εμπρός μου την πιο μεγάλη και την πιο σταθερή κοινωνία των πνευμάτων. Δεν την είδα μόνο, την έζησα [...] έκανα δικές μου τις φαινομενικά οξύτατες αντιθέσεις της, και το αμάρτημά μου είναι ότι τ΄ αγάπησα όλα, δηλαδή και κείνα της ιστορίας των πνευμάτων, που μοιάζουν σα να ζουν ασυμφιλίωτα. Με τους κλασικούς αγάπησα το φως, με τους ρομαντικούς τη νύχτα. Με τους λογικούς αγάπησα την ορθογώνια σκέψη, με τους μυστικούς την άδηλη αλήθεια».
Εμείς οι νεοέλληνες Ευρωπαίοι με το euro, την λαμογιά και την κομπίνα ως κύριο εργαλείο επιβίωσης (και όχι αληθινής ζωής βέβαια) δεν βρήκαμε καιρό ούτε καν να την διαβάσουμε την «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» - δεν είχαμε μυαλό για τέτοια. Στην πλατεία Ομονοίας, εκεί που υπήρχε ένα μεγάλο επταώροφο ξενοδοχείο, υψώσαμε ένα μνημειώδες «Hondos Center» και τρέχανε οι κυρίες μας με πούλμαν από τα χωριά να αγοράσουν με τις πλαστικές τους κάρτες κρέμες νυκτός, κρέμες ημέρας, κρέμες για τις ρυτίδες, κρέμες για αποτρίχωση. Οι αγροτικές δουλειές στους Αλβανούς, το νοικοκυριό στις Φιλιππινέζες και σ’ όποιες άλλες φτωχές γυναίκες κατεβαίνανε προς τα μέρη μας μετά την πτώση του τείχους, να βρούνε να φάνε και να ταΐσουν τα παιδιά τους.
Είχαμε πολλές διαφωνίες, μπλε και πράσινα καφενεία, το ζήτημα όμως πια ήτανε «τα λεφτά» - και μόνο αυτά. Να τη χωθούμε σε κάποιο κόμμα (από τα δύο ισχυρά βεβαίως) και «να κάνουμε δουλειές».
Ας μην φλυαρώ με εξυπνακίστικες μάλιστα ευκολίες. Το αποτέλεσμα είναι πως πολύ γρήγορα και αποτελεσματικά, με συνοπτικές διαδικασίες, γίναμε όλοι «συστημικοί», αποδεχτήκαμε πλήρως την νέα εξέλιξη και σταματήσαμε να σκεφτόμαστε.
Ζήσαμε για δεκαετίες σε κενό σκέψης – άλλης από το πώς «θα βγάλουμε λεφτά». Και όταν ήρθε η κρίση, σαν μια πολύ γερή σφαλιάρα, είδαμε τον ουρανό σφοντύλι και καταλάβαμε (αν το καταλάβαμε) ότι ζωή δεν είναι να έχεις λεφτά να ξοδεύεις, ζωή είναι να έχεις συνείδηση του θαύματος αυτού που βιώνεις κάθε μέρα συμμετέχοντας για κάποια χρόνια με το σώμα, το μυαλό και την ψυχή σου, σ’ αυτό το συμπαντικό χάος που δημιουργεί αρμονία και σού δίνει την ευκαιρία να ζήσεις σαν ανθρώπινο πλάσμα δίπλα και μαζί με τα άλλα πλάσματα με τα οποία συναποτελείς ένα θαυμαστό οικοσύστημα όπου όλα είναι πολύτιμα γιατί όλα παίζουν έναν ρόλο σ’ αυτήν την αλυσίδα της ζωής πάνω στον πλανήτη.
Και τώρα; Που βρισκόμαστε -και γιατί κάποιοι, σαν τον Μακριδάκη, ανησυχούν ότι έτσι θα συνεχίσουμε, σαν γρανάζια ενός χρηματοοικονομικού συστήματος και όχι σαν συνειδητοποιημένα ανθρώπινα όντα – ακόμα και αν εκλεγεί «αριστερή» κυβέρνηση στην Ελλάδα;
Ο Μακριδάκης είναι πολύ κοντά στο χώμα, τους σπόρους, τους καρπούς, τα έντομα, τις μέλισσες και τα κοτσύφια γι’ αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα. Συγχρόνως είναι και πάρα πολύ κοντά στον Λόγο, αφού του έλαχε να είναι ένας από τους ελάχιστους πια λογοτέχνες που δεν γράφουν «για να πουλήσουν» αλλά γιατί αυτό του «δόθηκε», να είναι γραφιάς – και να πρέπει να εργάζεται με τις λέξεις όπως εργάζεται και με το χωράφι του, για να καταφέρει να βγάλει καλό καρπό, αντάξιο του «δώρου» που του χαρίστηκε.
Για τον Γιάννη η τέχνη του καλλιεργητή της γής και αυτή του λογοτέχνη δεν διέπονται από άλλες αξίες και προτεραιότητες ούτε είναι η μία πιο «σπουδαία και σοβαρή» από την άλλη. Γι’ αυτό δεν μπορεί να καταλάβει πως η αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα, ετοιμάζεται να γίνει κυβέρνηση και να μετακομίσει στου Μαξίμου, συνεχίζοντας να στηρίζει αυτό το «σύστημα» που καταστρέφει όλη την ανθρωπότητα – δείχνοντας μόνο κάποια μεγαλύτερη ευαισθησία σε θέματα κοινωνικά, αν το καταφέρει κι’ αυτό και δεν τον μπλοκάρουν οι τρόϊκες και οι ήδη υπογεγραμμένες συμφωνίες. Ανησυχεί διότι δεν βλέπει και δεν ακούει σήματα και σημάδια που να μας δίνουν την ελπίδα πως, αν κερδίσει τις εκλογές η αριστερά, θα προτάξει άλλα ζητήματα, άλλης τάξεως – όχι χρηματοοικονομικά.
Κι’ εγώ, το ομολογώ, βρίσκομαι στα 61 μου χρόνια με το ένα πόδι στο χωράφι του Γιάννη και με το άλλο στο γραφείο του Αλέξη και έχω και για τους δύο (κι’ ας είναι και οι δύο πολύ νεώτεροι μου) αληθινή εκτίμηση, σεβασμό και αγάπη.
Στον Αλέξη εκτιμώ και θαυμάζω τον απόλυτα «γειωμένο» τρόπο με τον οποίον είναι έτοιμος να σηκώσει την Ελλάδα στην πλάτη του – στην χειρότερη μάλιστα στιγμή της. Είμαι δίπλα του κα θα είμαι δίπλα του με όλες μου τις δυνάμεις –και αν τα γράφω αυτά που γράφω είναι γιατί είμαι δίπλα του.
Ο Γιάννης από την άλλη μας δείχνει με επιμονή μεγάλη ένα άλλο μονοπάτι που αν το περπατήσουμε πολλοί μαζί, θα γίνει μια φωτεινή λεωφόρος για να απογειώνουμε και να προσγειώνουμε την ευτυχία που ο καθένας από μας δικαιούται.
Λέει όμως (και γράφει) πως αν δεν σκεφτούμε διαφορετικά, εντελώς διαφορετικά, αν δεν διαχωρίσουμε την θέση μας από αυτόν τον άθλιο μηχανισμό «δουλειάς-αμοιβής-κατανάλωσης», αν δεν πάψουμε να «καταναλώνουμε» τρόφιμα, ανθρώπινες σχέσεις και υποσχέσεις αμάσητες, δεν έχουμε ελπίδα να νοιώσουμε όντα ανθρώπινα, φυσικά όντα, ενταγμένα στο οικοσύστημα που κρατάει αυτόν τον πλανήτη ζωντανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου