Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: από την ηθογραφία στην ηθικολογία-Μια γενιά πεζογράφων που αναδείχθηκαν την εποχή της «πλαστής ευημερίας» και της άνθησης των ιδιωτικών ΜΜΕ εκφράζονται σήμερα με οξύτητα και μένος, ανεξάρτητα από τις θέσεις τις οποίες υποστηρίζουν. Πώς συνδέεται όμως η πολιτική τους ηθικολογία με τη λογοτεχνική τους ηθογραφία;












































































http://users.sch.gr/symfo/sholio/diafora/e/lit.i-sigrafis_organiki-dianoumeni.htm
Της Έφης Γιαννοπούλου και του Θεόφιλου Τραμπούλη

Έχουν περάσει πια τρία χρόνια συνεχούς πολιτικής όξυνσης και επικίνδυνης, ενίοτε και νοσηρής, πόλωσης και θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι εργαλεία έχουν χρησιμοποιήσει για να μιλήσουν για την κρίση οι άνθρωποι του πολιτισμού, 
ποιες θέσεις έχουν υιοθετήσει κι εάν οι απόψεις τους συνδέονται συστηματικά με τα γνωρίσματα του πεδίου στο οποίο ανήκουν. 

Και να εξετάσουμε τα δομικά αυτά χαρακτηριστικά ως σταθερές που διατρέχουν το κοινωνικό σώμα για πολύ περισσότερο καιρό από το τελευταίο διάστημα και σε μεγαλύτερο εύρος από τις συγκυριακές και μάλλον εφήμερες συγκλίσεις ή αποκλίσεις των προσώπων που τα εκφράζουν. 

Για παράδειγμα, υπάρχει κάποιου είδους οργανική σχέση ανάμεσα στη γεμάτη στερεότυπα και μεγαλοστομίες «αντιμνημονιακή» αγωνιστικότητα των περισσοτέρων μουσικών του «εντέχνου» και τις μουσικές ή στιχουργικές μορφές τις οποίες τόσα χρόνια διακονούσαν; 

Ή τι σημαίνει για την πραγματική πολιτική και καλλιτεχνική οξύτητα του Μάνου Χατζιδάκι το γεγονός πως τον επικαλούνται ως την κορυφαία τάχα απούσα φωνή κάθε λογιών άνθρωποι για να υποστηρίξουν τις πιο αντίθετες απόψεις; 

Ή, σε άλλο πλαίσιο, τι προδίδει το γεγονός πως, εκτός από κάποιους πανταχού παρόντες ζωγράφους (και έναν ή δύο γλύπτες) παλαιότερης γενιάς, οι παράγοντες του πεδίου των εικαστικών, το οποίο διακηρύσσει την επίμονή του ενασχόληση με την πολιτική και το πολιτικό, τηρούν ως επί το πλείστον αιδήμονα σιγή; 

Μια τέτοια έρευνα δεν θα φώτιζε μόνο καλύτερα τις σημερινές θέσεις αλλά και θα βοηθούσε στην επαναπλαισίωση των πολιτικών και ορισμένων καλλιτεχνικών επιλογών της τελευταίας εικοσαετίας. Και ίσως έδειχνε πως απόψεις που μοιάζουν σε πρώτο επίπεδο αντίθετες ή και συγκρουόμενες έχουν στην πραγματικότητα βαθιά δομική συγγένεια. 

Από τα καλλιτεχνικά πεδία το λογοτεχνικό είναι εξαιρετικά πρόσφορο για συστηματικότερη ανάλυση. Μεταξύ άλλων γιατί ο τρόπος με τον οποίον πολλοί συγγραφείς είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να αναλάβουν κάποιο ρόλο οργανικού διανοούμενου –ο Τ. Θεοδωρόπουλος, ο Χ. Χωμενίδης, ο Π. Τατσόπουλος, η Σ. Τριανταφύλλου κ.ά– προδίδει θεμελιώδη γνωρίσματα τόσο του λογοτεχνικού πεδίου όσο και της μηχανικής του καθεστωτικού λόγου.

Είναι έτσι ιδιαίτερα ενδεικτική η επιθετική αμηχανία με την οποία οι πεζογράφοι αυτοί βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στις επάλξεις ενός λόγου ηθικολογικού απόλυτα ταιριαστού με την ηθογραφία που χαρακτηρίζει τον αφηγηματικό τους τρόπο. 

Αυτό που έχει εν προκειμένω ενδιαφέρον δεν είναι οι θέσεις καθαυτές που υποστηρίζουν, αλλά το είδος της επιχειρηματολογίας τους και η οξύτητα των αποφάνσεών τους στον παραδοσιακό τύπο, τα free press ή τα κοινωνικά δίκτυα.

 Για να καταλάβουμε την ένταση αυτή και, δευτερευόντως, τη διάτρητη διαλεκτική τους, θα πρέπει να αναλογιστούμε ορισμένα σημαίνοντα κοινωνιολογικά τους γνωρίσματα.

Πράγματι, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 εμφανίζεται στο χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας μια νέα γενιά συγγραφέων με συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά. Για την ακρίβεια τότε καταξιώνεται και αποκτά κεντρική θέση στο λογοτεχνικό πεδίο. 

Οι αλλαγές ωστόσο προοικονομούνται από την προηγούμενη δεκαετία και τις οικονομικές, συμβολικές, κοινωνικές ανακατατάξεις στην ελληνική κοινωνία μετά το 1981.

 Ήδη το 1986, φερειπείν, οι εκδόσεις Υάκινθος εκδίδουν μια συλλογή νέων πεζογράφων και ποιητών, σε ανθολόγηση Πέτρου Ρεζή, στην οποία συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, λογοτέχνες όπως ο Π. Τατσόπουλος, ο Τ. Θεοδωρόπουλος, ο Β. Ραπτόπουλος ή ο Α. Σφακιανάκης, προτείνοντας έτσι μια συγκρότηση στη βάση της νεότητας, όπως επιτάσσουν οι νέες κοινωνικές διαστρωματώσεις και το τότε αναδυόμενο life style.

Στην πρώτη πενταετία της δεκαετίας του ’90, η νέα αυτή πεζογραφία θα αποκτήσει πιο συγκεκριμένη μορφή, μεγαλύτερη απήχηση και κάποια ουσιαστικά εξωλογοτεχνικά χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν ριζικά από τις προηγούμενες γενιές· κατ’ αρχάς φαίνεται να απελευθερώνεται από ιστορικές και πολιτικές θεματικές που στοίχειωναν μέχρι τότε τη νεοελληνική πεζογραφία, στρέφεται προς τη σύγχρονη αστική ζωή, κυρίως την ελληνική και δη την αθηναϊκή, αν και συχνά η πλοκή μεταφέρεται στην Ευρώπη ή και στις ΗΠΑ. 

Σε επίπεδο λογοτεχνικής μορφής και μέσων, θα έλεγε κανείς ότι η αστική αυτή ηθογραφία υπηρετεί, παρά τη νέα θεματολογία της, έναν συμβατικό τρόπο αφήγησης: έμφαση στην «καλή» ιστορία, φόβος ή απώθηση για τις κατακτήσεις επιστημών του ανθρώπου όπως η ψυχανάλυση, η κοινωνιολογία, οι μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές (ή, το πολύ, εντελώς εκλαϊκευμένη χρήση τους), ελάχιστος ή καθόλου αναστοχασμός πάνω στην ίδια τη διαδικασία της γραφής. Η εμφάνιση της λογοτεχνίας αυτής δεν αντικατοπτρίζει απλώς τις αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας, η εδραίωσή της οφείλεται κατεξοχήν και πολλαπλά σ’ αυτές ακριβώς τις αλλαγές. 

Την περίοδο εκείνη η οικονομία ανθεί, η εκδοτική παραγωγή και το κοινό αυξάνονται. 
Δεν είναι ανεξάρτητη η παράλληλη κυκλοφορία από μεγάλους εκδοτικούς οίκους ερωτικών ή αστυνομικών μυθιστορημάτων που παλαιότερα κυκλοφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά σε ευτελή βιβλία τσέπης.

Αν και οι συγγραφείς αυτοί αρχικά αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από αρκετούς κριτικούς και ομοτέχνους, γρήγορα καταξιώνονται, χάρη στην εμπορικότητά τους αλλά και στα παράλληλα πεδία στα οποία συμμετέχουν. Είναι η εποχή της άνθησης του περιοδικού Τύπου, της ιδιωτικής τηλεόρασης και των εκπομπών λόγου στις οποίες φιλοξενούνται, των ένθετων στις εφημερίδες όπου συνηθίζεται η δημοσίευση διηγημάτων σε περιστάσεις όπως γιορτές, καλοκαίρι κτλ. 

Έτσι, ένα νέο λογοτεχνικό ρεύμα εισάγεται σχεδόν απευθείας στον εμπορικό πόλο του λογοτεχνικού πεδίου, και θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, κατά τον μπουρντιεϊκό ορισμό, ετερόνομο, με την έννοια πως η καταξίωσή του δεν αντιστοιχεί τόσο στην αποδοχή των ειδικών, που παραμένουν για καιρό επιφυλακτικοί, αλλά στη διασύνδεσή του με άλλα υποπεδία (πολιτικό, οικονομικό, δημοσιογραφικό κτλ.) του ευρύτερου κοινωνικού πεδίου.

 Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ελάχιστοι από τους συγγραφείς αυτούς έχουν ασχοληθεί με τη λογοτεχνική κριτική, με άλλα λόγια, με τη δευτερογενή συγκρότηση ενός ρητού συστήματος μορφών και αξιών που θα υποστήριζε ρήξεις τόσο λογοτεχνικές όσο και πολιτικές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συγγραφείς που εξαρχής εντάχθηκαν στον κυρίαρχο πολιτικό, δημοσιογραφικό, εμπορικό λόγο. Τους υιοθέτησε και τον υιοθέτησαν.

Θα πρέπει λοιπόν κρίνοντας τις θέσεις, τους αφορισμούς και τις εκρήξεις τους, τόσο εκείνων, όπως της Σώτης Τριανταφύλλου ή του Χρήστου Χωμενίδη, που υποστηρίζουν, με όλες τις ενστάσεις τους, την κυβερνητική πολιτική και στρέφονται εναντίον των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίον θεωρούν ανάχωμα τάχα στις μεταρρυθμίσεις, όσο και εκείνων, όπως του Πέτρου Τατσόπουλου, που εκπροσωπεί εντός και εκτός Βουλής μια μάλλον ιδιοσυγκρασιακή και ανορθόδοξη αριστεροφανή ρητορική, να έχουμε υπόψη μας τα εξής: 

πως ο αναπαραστατικός, αφηγηματικός τους τρόπος –ηθογραφικός και συμβατικός– ανήκει σε ένα λογοτεχνικό πεδίο άμεσα συνυφασμένο με τις κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις της δεκαετίας του ’80• πως συνδέονται άρρηκτα με την άνθηση της εκδοτικής παραγωγής και της οικονομίας των Μέσων• πως ένα μεγάλο μέρος της καταξίωσής τους είναι ετερονομικό, προέρχεται δηλαδή από τη διασύνδεσή τους με εξωλογοτεχνικούς φορείς κυριαρχίας.

Γι΄ αυτό και η οξύτητα με την οποία εκφράζονται σήμερα δεν είναι ανεξάρτητη από την κατάρρευση του συστήματος οικονομίας και λόγου μέσα στο οποίο ανδρώθηκαν·

 είτε το θέλουν είτε όχι απέκτησαν τη θέση και το κύρος τους από τους ίδιους φορείς που διατύπωσαν την ίδια εποχή το όραμα της ευδαιμονίας των δανείων,
που έθεσαν τα σύμβολα κύρους της,
 που ανακήρυξαν τους καινούργιους οικονομικούς, πολιτικούς, καλλιτεχνικούς παράγοντες, που καλλιέργησαν τη δυστοπία του χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών Αγώνων,
 που παρακολούθησαν αδρανείς την κατάρρευση. 

Μολονότι οι ίδιοι θεωρούν πως οι απόψεις τους ήταν αιρετικές, πως αποτελούσαν την κάρφο στο μάτι της επίπλαστης ευημερίας, στην ουσία προσέφεραν το άλλοθι, την εκτόνωση, την υπερταύτιση στους αναγνώστες τους που δύο σελίδες παρακάτω στην εφημερίδα και δύο λεπτά αργότερα στην τηλεόραση θα συναντούσαν το αποχαυνωτικό αξιακό σύστημα και την απεικόνιση του αντικειμένου της επιθυμίας που ο συγγραφέας τάχα στηλίτευε. 

Η υποτιθέμενα κριτική και προσανατολισμένη στην κοινωνία λογοτεχνία τους δεν ήταν γενικά κι αόριστα συνδεδεμένη με το κοινωνικό. 

Αφορούσε την κοινωνία έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν και την περιέγραφαν τα μέσα τα οποία τους φιλοξενούσαν•και τώρα που τα μέσα αυτά και το αξιακό τους σύστημα καταρρέουν απειλούν να συμπαρασύρουν και όλους όσους ανέδειξαν.

 Η οξύτητα λοιπόν με την οποία εκφράζονται δεν σχετίζεται, όπως είπαμε, τόσο με τις θέσεις, όσο με την προσπάθεια, είτε ακολουθώντας το σύστημα που τους ανέθρεψε στις μεταμορφώσεις του είτε αντιπαρατιθέμενοι σ’ αυτό, να επαναπροσδιοριστούν στη νέα πολιτική και κοινωνική οικονομία.

Και εδώ συναντούμε τη βασική δυναμική αλλά και τα όρια του λόγου της συγκεκριμένης ηθογραφίας. Διότι, ανήκοντας εγγενώς στο σύστημα οικονομίας και διανομής που τη γέννησε, κινδυνεύει να χάσει τη θέση της ως λογοτεχνία της κυριαρχίας. 

Μη προσφέροντας παρά μια γραμμική και εντέλει κολακευτική σχηματοποίηση ακόμη και για όσους βάζει στο επίκεντρο της κριτικής της, αποδεικνύεται ανίκανη να συλλάβει τις περίπλοκες αντιφάσεις, συγκρούσεις, μετατοπίσεις, συγχωνεύσεις ενός κόσμου σε βαθιά και θεμελιώδη κρίση. Βέβαια, δεν είναι όλοι οι συγγραφείς το ίδιο. 
Θα επανέλθουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου