Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Η Θεοδώρα από την πόλη Σόμα

Σε περίπτωση που κάτι μου συμβεί
υπάρχει κάτι που θα ήθελα να δείτε όλοι.
Είναι απλά μια φωτογραφία από κάποιαν που γνωρίζω.
Έχετε δεί την γυναίκα μου κύριε Τζόουνς;....
Προσπαθώ τόσο πολύ ν'ακούσω κάποιον θόρυβο.
Ίσως κάποιος σκάβει εκεί έξω.
Ή μήπως ίσως τά'χουν παρατήσει κι έχουν πάει στα κρεβάτια τους
θεωρώντας πως όσοι υπήρχαν εδώ μέσα πρέπει νάναι νεκροί...

In the event of something happening to me,
there is something I would like you all to see.
It's just a photograph of someone that I knew.

Have you seen my wife, Mr. Jones?
Do you know what it's like on the outside?
Don't go talking too loud, you'll cause a landslide, Mr. Jones.

I keep straining my ears to hear a sound.
Maybe someone is digging underground,
or have they given up and all gone home to bed,
thinking those who once existed must be dead.

Have you seen my wife, Mr. Jones?
Do you know what it's like on the outside?
Don't go talking too loud, you'll cause a landslide, Mr. Jones.

In the event of something happening to me,
there is something I would like you all to see.
It's just a photograph of someone that I knew.

Hvae you seen my wife, Mr. Jones?
Do you know what it's like on the outside?
Don't go talking too loud, you'll cause a landslide, Mr. Jones.











Η Θεοδώρα γεννήθηκε στη Σόμα. 
Κοριτσάκι, μόλις που περπατούσε ήταν, αυτή και η δίδυμη αδελφή της η Μαρία, όταν έγινε η Καταστροφή. 
Με την κούκλα στο χέρι έφυγαν από την Πατρίδα, με Π κεφαλαίο πάντα στις διηγήσεις της, που ήταν πολλές παρότι τα πράγματα που θυμόταν ήταν μεταξύ πραγματικότητας και αφήγησης της πραγματικότητας.
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=12591#.U3Y77Oh5vcE.facebook
Της Άννας Χατζησοφιά 
 Σε μία αφήγηση τις είχε ντύσει «τουρκάκια» η Τουρκάλα γειτόνισσα, για να τα περάσει από τους Τσέτηδες με κίνδυνο της ζωής της. Σε μία άλλη, πιο σπλάτερ, είχε ρωτήσει την μητέρα της, «Μαμά αυτός δεν είναι ο κύριος Νίκος;» δείχνοντας της ένα κομμένο κεφάλι στο δρόμο. 

 Και στις δύο αφηγήσεις πάντως, υπήρχε φωτιά, αίμα χυμένο, σώματα νεκρά, και άδικο, πολύ άδικο. Η Θεοδώρα υπήρξε ολίγον αγαθιάρα, σύμφωνα με τον Μεγάλο (με Μ κεφαλαίο στο στόμα της και στην καρδιά της, αδελφό της), αλλά ήταν καλός άνθρωπος και ακριβοδίκαια.
 «Το άδικο βαραίνει και τις δύο μεριές» έλεγε. «Λίγα κάναν κι οι δικοί μας;». 

 Γι΄ αυτή την μυθική Πατρίδα το Σόμα (έτσι, με ουδέτερο άρθρο, αναφερόταν σ΄ αυτήν) μου μιλούσε συχνά όταν ήμουνα παιδί. Δε συγκράτησα πολλά, μόνο ότι ήταν εύπορη περιοχή όπου έρρεαν ποταμοί με μέλι και γάλα, όπως σ’ όλες τις Χαμένες Εδέμ άλλωστε. 

 «Εκεί στο Σόμα ήμασταν αρχόντοι και νοικοκύρηδες». 
 Έτσι όλοι, ανεξαιρέτως. Δεν υπήρχαν τάξεις, δεν υπήρχαν φτωχοί, δεν υπήρχε μισαλλοδοξία. «Ζούσαμε αγαπημένοι Ρωμιοί και Τούρκοι, αν και οι Τούρκοι ήταν πιο φτωχοί».

 Στη μυθολογία της νοσταλγίας, όλη η ζωή ήταν ένα ατέλειωτο γλεντοκόπι στα πανηγύρια του Άη Γιώργη και στο Μπαϊράμια. Χαλάλι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η εικόνα που είχε σχηματιστεί στο παιδικό μυαλό μου γι΄ αυτή την περιοχή των Ηλυσίων Πεδίων ήταν σαν τις παλιές λιθογραφίες, με ναργιλέδες, χανουμάκια και ρόδα του Ισπαχάν. Έκτοτε μεγάλωσα και δεν την σκέφτηκα ξανά. Δεν ήμουν και σίγουρη ότι υπήρχε, πέρα από την φαντασία της Θεοδώρας, που άλλωστε διέθετε μπόλικη.  
Γενάρη του ΄41 ξύπνησε χαράματα και βγήκε στην αυλή να πάρει ξύλα για να ανάψει τη σόμπα. Μένανε απέναντι από τη Συναγωγή, πού αλλού, στην προσφυγούπολη Θεσσαλονίκη. Κι όπως σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, είδε πάνω από την στέγη της Συναγωγής μια μαυροφορεμένη γριά να ίπταται σχεδόν μισό μέτρο. Τά ‘χασε και πήγε να βάλει τις φωνές. - Σςς, της έκανε η γραία, και απλώνοντας το άλλο χέρι, ένευσε προς τον ορίζοντα «ελάτε». 

 Τότε από το πουθενά άρχισε να προελαύνει μια στρατιά ανάπηρων, ψειριασμένων, κουρελήδων, με πατερίτσες και σχισμένες χλαίνες που χάνονταν στην άλλη άκρη του ουρανού, ακολουθώντας την μαυροφόρα. Της Θεοδώρας της έπεσαν τα ξύλα από τα χέρια και της κόπηκε η μιλιά. 

Μπήκε μέσα στο σπίτι τρέχοντας και ξύπνησε την οικογένεια μουγκρίζοντας και χειρονομώντας με τα χέρια αλαφιασμένη. Όταν μετά από ώρα, και ένα ποτήρι ζαχαρόνερο για την τρομάρα, συνήλθε, τους διηγήθηκε τι είχε δει συμπεραίνοντας: «Θα χάσουμε τον πόλεμο». «Σκατά στο στόμα σου», της είπε η μάνα. Είχε τον γιο, τον Μεγάλο ντε, στο Αλβανικό Μέτωπο. «Αυτή την αλαφροΐσκιωτη θα ακούμε; Αφού νικάμε. Πόγραδετς, Κορυτσά, μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί». Η Θεοδώρα επέμενε. Άλλωστε, από πού της ήρθε αυτή η εικόνα; Εκείνοι ξεπροβόδισαν τα παλικάρια στον πόλεμο λαμπροφορεμένα, με καθαρές στολές και με οράματα νίκης; 
Μόνο η Παναγιά μπορούσε να της την είχε στείλει. «Ή ο δαίμονας», την αποπήραν. 

«Πες ότι το ονειρεύτηκες κι άσε τις προφητείες για τους αγίους». 

 Λίγους μήνες μετά, οι στρατιώτες γύρισαν ακριβώς όπως τους είχε δει στο όραμά της η Θεοδώρα, η αλαφροΐσκιωτη. Γελούσε και η ίδια όταν την αποκαλούσαν έτσι. Αλλά αυτή την αφήγηση, με την ασώματη στρατιά στη σκεπή της Συναγωγής, την υπερασπίζονταν μέχρις ότου πέθανε. Την αφηγούνταν με τις ίδιες απαράλλακτες λεπτομέρειες, όχι όπως την δραματική φυγή από τη Σόμα, με τις διαφορετικές βερσιόν. Ξανάκουσα γι΄ αυτήν την πόλη λίγες μέρες πριν, και αρκετά χρόνια μετά τις δραματικές αφηγήσεις της Θεοδώρας. Και αφορούσε πάλι μια τραγωδία, πολύ διαφορετική, και όμως τόσο ίδια. Μια ιστορία που έχει θύματα και θύτες, που έχει κοινή ρίζα με τις αιτίες που γεννούν τους πολέμους. Μια ιστορία εκμεταλλευόμενων και εκμεταλλευτών. 
Μια ιστορία Καπιταλισμού. 

 Διαπίστωσα ότι η πόλη γράφεται με όμικρον, και όχι με ωμέγα όπως νόμιζα από παιδί. Γιατί το νόμιζα λίγη σημασία έχει. Ίσως από το σώμα, που κείτονταν μακριά από το κομμένο κεφάλι, του κυρίου Νίκου. Δεν έχει ποταμούς με μέλι και γάλα, αλλά ορυχεία και ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, που είναι οι κύριες πηγές της οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής. Τα ορυχεία άνοιξαν κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για στρατιωτικές ανάγκες. Άρα ήταν σε πλήρη λειτουργία όταν γεννήθηκε η Θεοδώρα, αλλά δεν χωρούσαν σε καμιά ιστορία της. Ίσως γιατί οι Χαμένοι Παράδεισοι δεν προβλέπουν ανθρακωρύχους, παρά μόνο μια Αιώνια Άνοιξη, μέχρις ότου εισβάλλει ο Όφις. 

 Από όσα γράφτηκαν αυτές τις μέρες, μια παράγραφος από ένα άρθρο που διάβασα στο διαδίκτυο μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: «14 από τους ανθρακωρύχους που εντοπίστηκαν νεκροί είχαν αναζητήσει καταφύγιο στο μοναδικό δωμάτιο ασφαλείας του ορυχείου και χρησιμοποιούσαν με τη σειρά τις φιάλες με μάσκες οξυγόνου που υπήρχαν προτού πεθάνουν». 

Και χρησιμοποιούσαν με την σειρά τις μάσκες οξυγόνου πριν πεθάνουν. 
Ένα μάθημα ανθρωπιάς που συγκλονίζει. 
 Ανάλογο με της Τουρκάλας γειτόνισσας που ρίσκαρε την ζωή της για να περάσει από τους Τσέτηδες τα δίδυμα κοριτσάκια ντυμένα Τουρκάκια, με φέσι και γιασμάκια. 
 Ακόμα κι αν δεν υπήρξε η συγκεκριμένη γειτόνισσα, κάποια υπαρκτή χανούμ θα ήταν το μοντέλο της ηρωίδας της Θεοδώρας. Στο μυαλό μου η πόλη θα συνεχίσει να γράφεται με ωμέγα. 
Από τα εκατοντάδες νεκρά σώματα, των ανθρακωρύχων αυτή την φορά, που έπεσαν θύματα στο βωμό του κέρδους των ιδιοκτητών των ορυχείων. 
 Υ.Γ.: Η Θεοδώρα με ανέθρεψε για επτά ολόκληρα χρόνια, καταρρίπτοντας τον μύθο της κακιάς μητριάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου