Κι όμως, με αφορμή τη δημοσιοποίηση του «πόθεν έσχες» και τη γνωστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων μερικών βουλευτών της Αριστεράς,
αυτό το παλιό
εμφανίστηκε αποφασισμένο να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία του στη νέα υπό ανάδυση εποχή.
Τι θα ήταν πιο απλό, και πιο αριστερό, από τo να παραδεχτούν οι βουλευτές ότι η κατοχή επενδυτικών χαρτοφυλακίων, που από τη φύση τους είναι κερδοσκοπικά, αποτελεί σφάλμα, παραδρομή έστω, και θα διορθωθεί πάραυτα.
Άνθρωποι είμαστε.
Όταν όμως, αντ’ αυτού, προσπαθεί ο καθένας να δικαιολογηθεί με μισόλογα ή αυτοεπιστρατεύονται σύντροφοί του για να τον υπερασπιστούν υπερθεματίζοντας,
το παλιό θριαμβεύει.
Η αυτοκριτική παραμένει πρακτικά αχρησιμοποίητη στην Αριστερά.
Και τότε, πώς θα εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη στην κοινωνία;
Πώς θα πείσουμε ότι είμαστε φορείς νέων ιδεών και νέων αντιλήψεων όταν χρησιμοποιούμε ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα με τους παλιούς, τους χρεοκοπημένους ηθικά,
πολιτικά
και πολιτισμικά;
Η αντιπαράθεση σκόπιμα ή επιπόλαια πήρε λάθος κατεύθυνση, όχι μόνο γιατί βρήκαν ευκαιρία οι επαγγελματίες και ερασιτέχνες πυροβολητές του ΣΥΡΙΖΑ να τραβήξουν τα εξάσφαιρα,
αλλά και γιατί οι αμυνόμενοι βουλευτές και οι συνήγοροί τους
αποπειράθηκαν να αντιμετωπίσουν τις σφαίρες με άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Οι υπερασπιστικές παρεμβάσεις δεν απαντούν στα ερωτήματα που βάζει ο πολίτης
και δεν διακρίνονται από πολιτική ευαισθησία.
Μυρίζουν εσωκομματική ιπποδρομία.
Τα επιχειρήματα είναι αβαθή, μεροληπτικά, και σε ορισμένες περιπτώσεις στερούνται σοβαρότητας, κάνοντας τα πράγματα χειρότερα.
Οι παρομοιώσεις των εύπορων βουλευτών μας με τον Μαρξ και τον Ένγκελς,
η άκαιρη προάσπιση της συμβατότητας να είναι κανείς πλούσιος και αριστερός,
ο χαρακτηρισμός ως «υποανάπτυκτων» εκείνων που δεν αναδεικνύονται μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα,
ακόμα και η επίκληση της αφιλοκερδούς συμμετοχής των βουλευτών στην πώληση σουβλακιών στη γιορτή νεολαίας,
αδικούν τους συντρόφους και τους ενοχοποιούν περισσότερο γιατί τα «ελαφρυντικά» προϋποθέτουν παραδοχή της ενοχής.
Ούτε η κριτική για την υψηλόμισθη θέση της συζύγου ενός βουλευτή στο επιτελείο του Προβόπουλου, διοικητή μιας ξένης τράπεζας και τοποτηρητή των ευρωπαίων τοκογλύφων, μπορεί να προσπεραστεί λέγοντας στον κόσμο
«μήπως θα έπρεπε να κάτσει σπίτι να πλένει πιάτα;»!
Κανένας, ούτε οι εχθροί μας, δεν κατηγόρησαν τους βουλευτές μας ότι είναι κλέφτες ή ότι πήραν μίζες. Ούτε ότι δεν αγωνίζονται για την κοινή υπόθεση.
Αλλά εύλογα οι πολίτες θέτουν μερικά ερωτήματα, στα οποία πρέπει να δώσει κανείς καθαρές και ίσιες απαντήσεις.
Όταν, όμως, απαντάς λέγοντας ουσιαστικά no problem, πού διαφέρεις από τους άλλους τους οποίους νυχθημερόν αποδοκιμάζεις και ποιον πείθεις πέρα από τους κομματικούς σου φίλους;
Υπάρχει κάποια βάση στο να εξαιρούνται της κριτικής οι αγωνιστές της Αριστεράς;
Ούτε η αγωνιστικότητα ούτε η ικανότητα απαλλάσσει κάποιον από τις ευθύνες του.
Σκεφθείτε να ίσχυε αυτό γενικότερα στη ζωή. Π.χ. να μη χρεώνεται με φάουλ ο Μέσι επειδή είναι παιχταράς και καλό παιδί! Αστειεύομαι, βέβαια, αλλά γιατί όχι;
Πρέπει, λοιπόν, για να καλύψουμε τους δικούς μας όταν εκτροχιάζονται, να τρελάνουμε όλη την κοινωνία αντιστρέφοντας τη μέχρι σήμερα αξιολογική στάση μας, κάνοντας το μαύρο άσπρο;
Να αρχίσουμε, δηλαδή, να λέμε ότι δεν είναι και τόσο κακό να βγάζεις τα λεφτά σου στο εξωτερικό,
ότι δεν είναι και τόσο φοβερά τα τραπεζικά ολιγοπώλια,
ότι και οι αριστεροί έχουν δικαίωμα να επωφελούνται από τα κερδοσκοπικά funds
και άλλα τέτοια ως «νεοαριστερά» πιστεύω;
Η Αριστερά ξελαρυγγιάζεται καταγγέλλοντας αδιάκοπα τον καταστροφικό ρόλο των επενδυτικών κολοσσών JP Morgan, Black Rock κ.ά.
Ότι κερδοσκοπούν λεηλατώντας και πτωχεύοντας την Ελλάδα.
Δεν συνιστά, λοιπόν, η κατοχή «χαρτοφυλακίων» της JP Morgan και της Black Rock, σοβαρότατο πολιτικό φάουλ, που επισύρει κάρτα;
Δεν θέτει υπό αμφισβήτηση, αν όχι την ηθική, τουλάχιστον την πολιτική εγρήγορση και το εκλεπτυσμένο φίλτρο που απαιτείται να έχει ένας πολιτικός της Αριστεράς και δη πρώτης γραμμής;
Δεν αυξάνει τον πλούτο του κατέχοντος από τις καταδικαστέες κερδοσκοπικές πρακτικές των επενδυτικών κολοσσών;
Μπορεί ένας αριστερός βουλευτής να επιθυμεί ή να επιτρέπει στον εαυτό του να έχει τέτοιου είδους πόρους;
Αυτά ρωτάει ο κόσμος και σ’ αυτά πρέπει να δίνουμε απαντήσεις.
Εάν, όμως, δεν λαμβάνουμε υπόψη μας την κοινωνία, μπορούμε να λέμε ό,τι μας κατέβει.
Και εάν δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτή η υπόθεση έβλαψε το κίνημα, την Αριστερά και ιδίως την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, είμαστε όχι μόνο παλαιάς κοπής, αλλά και βαθιά νυχτωμένοι.
Black Sabbath,
Γκαούρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου