Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Οι δημοσιογράφοι ανακαλύπτουν το νεοναζισμό

Με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ οργάνωσε ημερίδα για το νεοναζισμό και τα ΜΜΕ την περασμένη Τετάρτη. 
Ας είναι. 
Από μόνη της η κίνηση είναι ενθαρρυντική.
 Ειδικά, αφού στην ημερίδα συμμετείχε αρκετός κόσμος και μεταξύ των ομιλητών 
υπήρχαν ηχηρά ονόματα από όλους τους χώρους.

 Ωστόσο, πολύ φοβάμαι ότι εκείνο το βράδυ της Τετάρτης μόλις που ξύσαμε την επιφάνεια του προβλήματος και για μία ακόμη φορά επιβλήθηκε η τακτική της «προστασίας της δημοσιογραφικής οικογένειας». Μερικά συμπεράσματα από την εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ (περισσότερα στοιχεία γι’ αυτήν, εδώ).
Αλλά πριν από αυτό, μία μικρή γενική αξιολόγηση της ημερίδας.
Όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα, οι χρόνοι των εισηγήσεων δεν τηρήθηκαν με αποτέλεσμα και οι ομιλίες της «έδρας» να κρατήσουν πολύ (σχεδόν τέσσερις ώρες)
 και αντί να αναπτυχθεί διάλογος με το κοινό, στριμώχτηκαν τρεις-τέσσερις παρεμβάσεις/ερωτήσεις με μεγάλη βιασύνη στις 10 το βράδυ.

 Από την άλλη οι ομιλητές ήταν αρκετοί, γνωστοί, αξιόλογοι
και με ποικιλία στις προσεγγίσεις και τις οπτικές τους.

Ωστόσο, αν και το ζήτημα ήταν η σχέση των ΜΜΕ με το φαινόμενο του νεοναζισμού,
τελικά ακούσαμε πολύ περισσότερα πράγματα για το δεύτερο παρά για τα πρώτα.

Ήταν πολύ χαρακτηριστική η προσπάθεια να μην ακουστούν ονόματα δημοσιογράφων που άμεσα ή έμμεσα έχουν βοηθήσει στην προβολή της Χρυσής Αυγής,
παρόλο που οι ομιλητές αναφέρθηκαν σε πολυάριθμα παραδείγματα.

Κατά την άποψή μου, το μεγαλύτερο πρόβλημα της ημερίδας αυτής
 ήταν ότι το περιεχόμενό της ήταν ετεροχρονισμένο.
Δεν είναι μόνο ότι άργησε δύο χρόνια να γίνει.
 Είναι ότι και τα περισσότερα από όσα ακούστηκαν, είχαν εφαρμογή δύο χρόνια πριν.
 Όχι σήμερα…
Αναλυτικότερα και χωρίς σειρά σημαντικότητας:
Η πρώτη εισήγηση της ημερίδας ήταν εκείνη της Λιάνας Κανέλλη 
και αποτέλεσε το χειρότερο δυνατό ξεκίνημα
Για 40 λεπτά η Κανέλη μιλούσε για το «Εγώ» της και με το «Εγώ» της. 
Χωρίς κανένα σοβαρό ειρμό και με θεαματικά νοηματικά άλματα, από αυτά που μας συνηθίζει, εκείνο που έβγαινε αβίαστα ως συμπέρασμα είναι ότι το πιο σημαντικό -αν όχι το μοναδικό- θύμα της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα ήταν η ίδια, με το περίφημο χαστούκι on-air στον ΑΝΤ1 από τον Κασιδιάρη. Αυτό όμως θα ήταν πταίσμα, αν η Λιάνα Κανέλη δεν εκφραζόταν με τόση απαξίωση για τις αντιφασιστικές -πλην ΚΚΕ-συλλογικότητες

Αποκορύφωμα της άθλιας εισήγησής της, η υπεράσπιση του δήμαρχου της Αθήνας, Γιώργου Καμίνη, ο οποίος δήλωσε ρητά πολύ πρόσφατα σε συνέντευξή του 
ότι ήταν αυτός που «έδιωξε τους καταληψίες και τους (λαθρο)μετανάστες από το Κέντρο». 

Η Κανέλλη έκλεισε το μακρόσυρτο παραλήρημα της, χαρακτηρίζοντας «κουκουλοφόρους φασίστες» τους αναρχικούς που έκαναν παρέμβαση με συνθήματα σε ομιλία του Καμίνη στο LSE

Αφού ταύτισε αντιφασίστες με τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής, 
χειροκροτήθηκε από είκοσι δικούς της του ακροατηρίου
Αμέσως μετά, και χωρίς καν να μείνει να ακούσει έστω και μία ακόμη εισήγηση,
σηκώθηκε κι έφυγε από την αίθουσα – μαζί με τους είκοσι χειροκροτητές της 
(Σημείωση: έχασα τα πρώτα δέκα λεπτά της ομιλίας της 
οπότε μπορεί να εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θα αποχωρούσε αμέσως μετά.
 Προσωπική άποψη: αν δεν μπορούσε να μείνει, ας μην μιλούσε καθόλου).

Δυστυχώς, οι περισσότερες εισηγήσεις δεν άγγιζαν καν το θέμα της σχέσης των ΜΜΕ με την άνοδο του Νεοναζισμού. Αρκούνταν σε διαπιστώσεις, που έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και μερικά χρόνια, γενικότερα για το φαινόμενο του Νεοναζισμού στην Ελλάδα. 

Ξεχώριζαν μόνο οι παρεμβάσεις του Νίκου Ξυδάκη, της «Καθημερινής», ο οποίος όμως απέτυχε (ή έστω δίστασε) να συνδέσει τις δομές του Κράτους με τη Χρυσή Αυγή. 

Του Στρατή Μπουρνάζου, των «Ενθεμάτων» της «Αυγής», ο οποίος ήταν και ο μόνος που μίλησε για το θέμα της ημερίδας στην ουσία, φέρνοντας απτά παραδείγματα της λειτουργίας των ΜΜΕ. 

Του Τάσου Κωστόπουλου, των «Ιών», 
ο οποίος υπήρξε ο πλέον πύρινος αν και πρακτικά αναπαρήγαγε το περιεχόμενο του βιβλίου «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής», του συναδέλφου του Δημήτρη Ψαρρά. 

Και τέλος του Στέλιου Κούλογλου
Στέκομαι ειδικά στον Κούλογλου, ο οποίος έδωσε και πέντε προτάσεις καθαρές για τα επόμενα βήματα. Στέκομαι επίσης στο Στέλιο γιατί φαίνεται ότι προσπαθεί να κερδίσει σε αξιοπιστία. 
Τη χαμένη αξιοπιστία του, λόγω της στροφής του -σε βαθμό στράτευσης- υπέρ ΓΑΠ, το 2009.

Μία ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στον Τάσο Τέλλογλου,
 που κινήθηκε αριστοτεχνικά, γνωρίζοντας το κοινό στο οποίο απευθύνεται. 
Είπε πράγματα που ήθελε να ακούσει το ακροατήριο 
και στάθηκε κυρίως στις πηγές χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής. 

Επέλεξε όμως να μη θίξει στο ελάχιστο το μέσο στο οποίο εργάζεται
αλλά και γενικότερα τις εφημερίδες. 
Αν και υπήρξαν ένας-δύο στο ακροατήριο που του υπενθύμισαν ότι ήταν εκείνος που πρώτος που συμβούλεψε την κυβέρνηση, τότε Παπανδρέου, να «άρει μερικά άρθρα του Συντάγματος», 
ο Τέλλογλου έκανε πως δεν τους άκουσε. 
Κανείς, ωστόσο δεν του θύμισε το πολύ πρόσφατο άρθρο-ωραιοποίηση 
του δολοφόνου της ΧούνταςΝίκου Ντερτιλή.

Πλην ελαχίστων περιπτώσεων, αγνοήθηκε η σχέση ζωής του «βαθέως κράτους» (και όχι παρακράτους) με τα φαινόμενα Νεοναζισμού και κατ’ επέκταση την ισχυροποίηση της Χρυσής Αυγής. Η πραγματική ευθύνη των μέσων για την προώθηση του Φασισμού, όχι μόνο τα δύο τελευταία χρόνια, αλλά όλη την προηγούμενη δεκαετία (και περισσότερο), 
διαπιστώθηκε μόνο επιφανειακά

Οι περισσότεροι αρκέστηκαν στο να κατηγορήσουν τα media για την πολιτική του θεάματος κι ότι μετέτρεψαν τους μισάνθρωπους της Χρυσής Αυγής σευποκείμενα του τηλεοπτικού lifestyle

Επιμένω, πώς τέτοιου τύπου διαπιστώσεις θα έπρεπε ούτως ή άλλως να γίνουν πριν από χρόνια. 
Από εκεί και πέρα, μόνο ο Κούλογλου έδωσε κάποιες προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος.

Θεωρώ απαράδεκτο το γεγονός ότι, ενώ αναφέρθηκαν π.χ. πολλάκις στο πλαστό ρεπορτάζ του «Πρώτου Θέματος», «Πέτα τη γιαγιά στη Χρυσή Αυγή»(*), ούτε ένας από τους ομιλητές δεν τόλμησε να αναφέρει ονόματα συναδέλφων που εκτελούν τέτοιου είδος δημοσιογραφικά εγκλήματα (στην προκειμένη περίπτωση του Παναγιώτη Σαββίδη). 

Ούτε ένας δεν αναφέρθηκε στις ευθύνες της ΕΣΗΕΑ να διατηρεί τέτοιους ανθρώπους στο σώμα της. Ούτε ένας δεν θέλησε να στραφεί ενάντια στο δημοσιογραφικό σινάφι. 
Μόνο ο Μπογδάνος χλευάστηκε από κάποιους. 

Κι αυτό, διότι ουδέποτε ο εν λόγω απίθανος έγινε δεκτός από τη δημοσιογραφική οικογένεια. 
Κατά την άποψή μου, ακριβώς αυτό το γεγονός, της δημοσιογραφικής «ομερτά», αποτελεί τη ρίζα όλων των προβλημάτων στα ΜΜΕ και κατ’ επέκταση της σχέσης τους 
με το φαινόμενο του νεοναζισμού.

Όπως ανέφερα παραπάνω, οι εισηγητές απέτυχαν να συνδέσουν με σαφήνεια τη λειτουργία του Κράτους με τους Νεοναζί. Ταυτόχρονα, όλοι τους περιόρισαν το νεοναζισμό μέσα στα πλαίσια της Χρυσής Αυγής και των στελεχών της. Παρόμοιες –και χειρότερες- πρακτικές από τις κυβερνήσεις των τριών τελευταίων ετών, χαρακτηρίστηκαν ως «συντηρητικοποίηση». 

Ευτυχώς, ο εκπρόσωπος του Δικτύου Σπάρτακος (Επιτροπή Αλληλεγγύης Στρατευμένων) κυριολεκτικά εκμηδένισε όλη την έδρα, όταν με παρέμβασή του, αμέσως μετά τη λήξη των εισηγήσεων, εξήγησε με λεπτομέρειες και απτά στοιχεία τη συσχέτιση του Νεοναζισμού
 με τη λειτουργία του Κράτους.

Για το τέλος άφησα το κερασάκι. 
Στο ακροατήριο βρισκόταν και ο εξαφανισμένος Πέτρος Κουναλάκης (της συνομοταξίας ΔΗΜΑΡ), ο οποίος σηκώθηκε κάποια στιγμή εκνευρισμένος να κουνήσει το δάκτυλο προς το ακροατήριο, που τόλμησε να ταυτίζει υπουργούς σαν τον Δένδια με τους χρυσαυγίτες. 

Η αντίδραση του κοινού ήταν ακαριαία. 
Η αναφορά και μόνο των ονομάτων που στηρίζονται στην κυβέρνηση από τους ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του Κουναλάκη, δηλαδή οι διάφοροι Γεωργιάδηδες, Βορίδηδες και Κρανιδιώτηδες, ανάγκασε το γνωστό γυρολόγο (τύπου Μπίστηνα εξαφανιστεί. 
Ελπίζω και από προσώπου Γης.

Σε κάθε περίπτωση η ημερίδα αυτή ήταν ενθαρρυντική για την αφύπνιση έστω και ελαχίστων δημοσιογράφων. Ήρθε όμως πολύ καθυστερημένα, με δειλές διαπιστώσεις κι αυτές ετεροχρονισμένες. Όσο οι δημοσιογράφοι αρνούνται να δουν την αλήθεια και κωφεύουν απέναντι στο φασιστικό περιεχόμενο που οι ίδιοι και οι συνάδελφοί τους παράγουν καθημερινά στα ΜΜΕ, η κατάσταση θα επιδεινώνεται.

Ταυτόχρονα δεν πρόκειται να ανακτήσουν ούτε στο ελάχιστο την αξιοπιστία τους και θα χάνουν ακόμη και την υποτυπώδη στήριξη του κοινού για τα στενά εργασιακά τους προβλήματα
 – που ομολογουμένως είναι τεράστια.
Υπάρχει χρόνος;
Μάλλον όχι.
Μάλλον το παιχνίδι έχει χαθεί αμετάκλητα, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον.
Ας ελπίσουμε ότι θα μάθουν κάτι για το μέλλον.
Αν και προσωπικά είμαι πάρα πολύ απαισιόδοξος.
(*) Πρόκειται για το περίφημο προεκλογικό παραμύθι ότι χρυσαυγίτες συνοδεύουν ηλικιωμένους στα ΑΤΜ, για να αποδειχτεί πρόσφατα ότι η «γιαγιά» του ρεπορτάζ ήταν στην πραγματικότητα η μητέρα υποψηφίου της Χ.Α. Του Αλέξανδρου Πλωμαρίτη, του ίδιου δηλαδή υποψηφίου που έγινε πάλι διάσημος όταν τον κατέγραψε ο φακός της κάμερας του Channel 4, να ισχυρίζεται ότι πρέπει να ανοίξουμε τους φούρνους για τους μετανάστες και τους αριστερούς.
Ζaphod

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου