Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Οταν δεν μπορείς να βρεις τίτλο να βάλεις


To καλοκαίρι του '93 πήγα για πρώτη φορά στο "χωριό" της θείας μου στην Πολωνία. Φυσικά, ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην χώρα είχα πολλά να κάνω εκτός από το να ανεβοκατεβαίνω, 5 ορόφους σκαλιά, της πολυκατοικίας-γκέτο που έμενε.

Την πρώτη βδομάδα λοιπόν της ζήτησα να πάμε στο Αουσβιτς. 
Ηθελα να δω με τα μάτια μου, εάν η ανθρώπινη κτηνωδία 
(πόσο πιο οξύμωρο να ειναι ένα σχήμα;) 
ήτανε τόσο μεγάλη όσο είχα διαβάσει στα βιβλία της Ιστορίας. 

Πριν καν φτάσουμε στο στρατόπεδο, η μυρωδιά είχε ήδη πιάσει τα ρουθούνια μου. 
Η ανθρώπινη σάρκα έχει πολύ διαφορετική οσμή από αυτή των ζώων. 
Δεν ξέρω γιατί. 
Δεν θέλησα ποτέ καν να κάτσω να το ψάξω. 
Με έπιασε ξαφνικά τρεμούλα. 
"Θεία, μετάνιωσα. Δε θέλω να πάμε. Ελα να γυρίσουμε πίσω". 
Ηταν ήδη αργά. 
Και έπρεπε να νικήσω τον φόβο μου, όχι να με νικήσει αυτός.

Μπαίνοντας στο στρατοπεδο, η μυρωδιά ηταν πλέον τόσο δυνατή που νόμιζες οτι οι φουρνοι λειτουργούν ακόμα. Και όμως, είχανε σταματήσει μισό αιώνα. 
Δεν ήτανε όμως οι φούρνοι το πιο αναπάντεχο θέαμα. 
Στο Αουσβις, σε αντίθεση με το Νταχάου, που εχουνε γκρεμισει τις ντροπές τους, 
δεν είχανε πειράξει τίποτα. 

Ειχανε φτιάξει τεράστιους γυάλινους θόλους μέσα στα δωμάτια του κτιρίου/μουσείου, στους οποιους είχανε διαφυλάξει όλα τα προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων. 
Ενας θόλος γεμάτος με γυαλιά μυωπίας. 
Ενας θόλος γεμάτος με οδοντόβουρτσες.
 Ενας θόλος γεμάτος με βαλίτσες με τα ονόματα των κατόχων τους, γραμμένα με κιμωλία. 

Ενας θόλος με παπούτσια. 
Ενας θόλος με τα σκουφάκια τους. 

Οσο προχωρουσα στο διάδρομο του μουσείου, ένιωθα τα πόδια μου να κόβονται. 

Φτάνω μπροστά στον τελευταίο θόλο. 
Ητανε γεματος μωρουδιακά. 
Κουδουνίστρες, ζιπουνάκια, παπουτσάκια. 
Ο κοσμος είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. 

Προσπαθούσα να κρατήσω τις μύξες μου, αλλά δεν μπορούσα.
 Ντρεπόμουνα. 
Οχι που μου τρέχανε οι μύξες, αλλά που λεγόμουνα άνθρωπος. 
Για αυτό το πράγμα είχα ντραπεί πιο πολύ εκείνη τη στιγμή. "Ciotka", της λέω.. "dlaczego?". (Θεία, γιατί;). "Ponieważ!" μου λέει. (Επειδή!)

Οσο περνουσε η ώρα παρακαλούσανα φυγω απο εκεί μέσα.
 Οι κουκέτες των κρεβατιών, οι φουρνοι, οι θόλοι, το εργοτάξιο, όλα μου είχανε καρφωθεί στη μνήμη για πάντα. Είτε έμενα αλλες 10 ώρες είτε έφευγα εκείνη τη στιγμή, 
είχαν ήδη όλα αλλάξει μέσα μου για το τι εστί ανθρώπινο μίσος.

Προχωρώντας προς την έξοδο, φτάνουμε σε ένα διάδρομο γεμάτο με φωτογραφίες των θυμάτων. Διαβάζω μερικά ονόματα. Βλέπω μερικές φωτογραφίες. 
Ψυχές. 
Πόσες ψυχές; 
Ητανε τα πνευματα τους εκεί;
 Μας βλέπανε; 

Μέσα στην παγωμάρα που επικρατούσε στον διάδρομο, ακουγεται ξαφνικά ο σπαραγμός μιας γυναίκας. Μια γυναίκα, γυρω στα 45 έχει πέσει στο πάτωμα και χτυπιέται. 

Αναγνωρίζει στον τοιχο, την φωτογραφία του πατέρα της. 
Οι μύξες πια τρέχουν ποτάμι, ουτε που με ενδιαφέρει ποιος με βλέπει. 
Το φιλμ της φωτογραφικής μηχανής έχει τελειώσει. 
Οποιος στο σχολείο χρησιμοποιουσε ποτέ ξανά τη λέξη φασισμός, 
θα είχα να του δείξω ντοκουμέντα για το τι εστί πραγματικά φασισμός και μίσος.

Βγαίνοντας έξω απο το τελευταίο κτίριο, νιώθω οτι δεν έχω πια πόδια να περπατήσω. "θεία, πάμε να κάτσουμε κάπου, δε νιώθω καλά". 

Καθόμαστε σε ένα παγκάκι, ανοιγω το σακίδιο μου, βγάζω το βιβλιο που διάβαζα εκείνες τις μέρες και πίνω λίγο νερό. 

"To kill a mockingbird" της Harper Lee. [Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια]. 

Ανοιγω το βιβλίο και κάνω οτι διαβάζω, για να αποφύγω την κουβέντα. 
Καθόμαστε κανά τέταρτο, ξεκουραζόμαστε και τραβάμε προς την έξοδο. 
Το Αουσβιτς ήταν πια πίσω μου, αλλά πλέον ήτανε πάντα μπροστά μου. 
Μπροστά στα μάτια μου.

Το βιβλίο μου - όχι σας ορκίζομαι δεν υπερβάλλω - μυρίζει ακόμα όπως μύριζε το στρατόπεδο. Δεν μπόρεσα να το ξαναδιαβάσω από τότε, αλλά όποτε θέλω να θυμάμαι - γιατί πρέπει να θυμάμαι - το ανοίγω και το μυρίζω.

Σημερα, 27 Ιανουαρίου, Διεθνής Επέτειος της Μνήμης του Ολοκαυτώματος, 
το ξανα άνοιξα. 
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου