ΤΗΣ ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αψογος πληθυντικός
στον οποίο παρεισέφρεε εμφατικά κι απρόβλεπτα ο ενικός
όταν ανέβαινε η θερμοκρασία της κουβέντας.
Και απαντήσεις που με γείωναν στην πραγματικότητα
καθώς κατόρθωναν να είναι μεστές,
απλά διατυπωμένες και αφάνταστα «πυρηνικές»,
ακόμα κι όταν η δημοσιογραφική μου ματαιοδοξία
με έβαζε να του υποβάλλω πολύπλοκες
ή ποιητικίζουσες ερωτήσεις.
Ακουγα τις απαντήσεις άφωνη:
Ούτε μία λέξη δεν περίσσευε σ'αυτό το μάθημα
λιτής και καίριας διατύπωσης
που μου παρέδιδε ερήμην του.
Στον πληθυντικό άρχισε
και στον πληθυντικό τελείωσε
η επικοινωνία που είχα με τον Δημήτρη Μητροπάνο, λόγω ρεπορτάζ.
Κι όμως κάθε φορά που τελείωνε μία συνέντευξη σκεφτόμουν πώς,
διατηρώντας εκατέρωθεν την προσήκουσα ευγένεια,
είχα το προνόμιο για λίγο να αισθανθώ μία ουσιαστική οικειότητα
και να επανεπιβεβαιώσω τη μεγάλη μου εκτίμηση
καθώς διαπίστωνα την συγκινητική συνέπεια
με την οποία εκείνος φερόταν
και πάνω στη σκηνή
και κάτω από αυτή.
«Μα ίχνος ναρκισισμού;», αναρωτιόμουν μετά, συνηθισμένη περισσότερο
σ εκείνο το είδος καλλιτεχνικού εγωκεντρισμού,
το οποίο όσο ευφυώς κι αν συγκαλύπτεται,
κάποια στιγμή ανιχνεύεται.
Οχι πάντα.
Στην περίπτωση του Μητροπάνου παρέμεινε μη ανιχνεύσιμο,
μάλλον επειδή ήταν ανύπαρκτο.
Τον παρατηρούσα και σε δημόσιες εκδηλώσεις,
όπου παρευρισκόταν καθισμένος στη γωνία,
λακωνικός κι ευγενής,
σχεδόν ντροπαλός
όχι βέβαια επειδή η σεμνότητα υπήρξε η μεγαλύτερη εφεύρεση του καλλιτεχνικού μάρκετινγκ,
αλλά επειδή ο ίδιος δεν ζούσε ούτε μία στιγμή
κάτω από τη σκιά του Μητροπάνου.
Δεν κοίταζε ποιος τον κοιτάει.
Δεν επεδίωκε τις
χαιρετούρες και τις
κοσμικότητες.
Δεν αντάλλασε
αβροφροσύνες.
Δεν φόραγε τα «καλά του» ενόψει μίας συνάντησης,
μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά,
αν θυμηθώ πώς στις περισσότερες συνεντεύξεις που μου έδωσε,
ήταν με τη φόρμα του, τις παντόφλες κι ένα φανελάκι.
Πάντα με το τσιγάρο στο χέρι,
πάντα με εισαγωγή ένα απλό «καλησπέρα»
και με κάποια εκατερωθεν αμηχανία,
σαν ο ίδιος να μην πίστευε ακόμα
ότι έγινε ο σπουδαίος που δίνει συνεντεύξεις
και σαν εγώ να μην πίστευα ότι
αυτή η δωρική προσωπικότητα της μουσικής σκηνής
με το βυζαντινοπρεπές φωνητικό DNA
και την λαϊκή χοϊκότητα
είναι εκεί απέναντι και μου μιλάει
με την αμεσότητα και την μεστότητα
που γίνονται οι παρεξηγημένες,
υπέροχες κουβεντες στα καφενεία.
Εννοείται πώς η φωνή του με συγκλόνιζε,
με τον ίδιο τρόπο που έβρισκα συγκλονιστική
τη φωνή τηςΜπέλου, ή του Μπιθικώτση.
Οχι επειδή ήταν απαραιτήτως η καλύτερη και η σωστότερη.
Αλλά επειδή διέθετε κάτι που είναι πέρα από τεχνική κι εμπειρία,
πέρα ακόμα κι από ταλέντο ή ομορφιά.
Τα φωνήεντα του Μητροπάνου,
η εκφορά του λόγου, η σκηνική του στάση
έφεραν κάτι το γυμνά φυσικό και συγχρόνως κάτι βαθύ,
περίτεχνο και κυτταρικό.
Σαν δέντρο με ωραιο φύλλωμα και πολύ βαθιές ρίζες.
Μια φωνή προορισμένη
να ανακαλεί άμεσα την παράδοση και την καταγωγή μας,
μια φωνή καταδικασμένη ως εκ τούτου να 'ναι απεχθής
σε όσους προσπαθούν να ξεχασουν την Ανατολή, το λαϊκό ήθος,
τη νύχτα με τα ποτά, τα πάθη και την υπέρβαση των ορίων,
το χωριό τους και την προέλευσή τους.
Το 'χε άλλωστε πει κι ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος
όταν επέλεξε τον πανέξυπνο τίτλο του βιβλίου του,
«Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;»...
Αν ο Σημίτης ήταν σ'αυτή την περίπτωση
κι ένα
συμβολικό πρόσωποπου εξέφραζε το
απόλυτο ευρωπαϊκό μέτρο, τη
θυσία κάθε
συναισθήματος
μπροστά σ' ένα
διαρκές καθήκον και σε μία
πολιτική ορθότητα
που δεν επιτρέπει καμμία παρέκκλιση
και τέλος, στο όνομα της
ε υρωπαϊκής ταυτότητας,
την αποριψη κάθε
έκφανσης λαϊκότητας και
αυθεντικης ελληνικότητας,
τότε ξέρουμε την απάντηση.
Οχι ο Σημίτης δεν άκουγε Μητροπάνο.
Ούτε όμως κι ο τελευταίος άκουγε τον Σημίτη.
Ισως ακριβώς γι αυτό,
ο χαμός του
Μητροπάνου αυτή την εποχή
να μοιάζει ακόμα πιο
δραματικός:
Μας τελειώνουν οι
λαϊκές καταλήξεις, τα
γενναιόδωρα «Α»,
η
πηγαία θλίψη, τα
βαριά ζεϊμπέκικα,
η
ζάλη του ποτού,
τα
πεισματάρικα τσιγάρα
και βέβαια η
αυθεντική μαγκιά,
εκείνη που δεν καταδεχόταν ποτέ να είναι
τζάμπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου