Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Λένα Κιτσοπούλου: «Αυτήν τη στιγμή, όπως ξέρετε, έχουμε χούντα, οπότε...»

Η συγγραφέας σε μια συνέντευξη για το Lifo.gr 




Η Λένα Κιτσοπούλου μιλά στο Lifo.gr για τις χούντες στην εποχή των πιθηκανθρώπων και τους μη κανονικούς. 
Εκείνους που δεν παλεύουν ν΄αποδείξουν πως είναι σημαντικοί. 
Που υπερασπίζονται το δικαίωμά τους στην απραξία. 
Που δεν υποδύονται τους ευτυχείς. 
Που δε φθονούν το διπλανό τους. 

Που συνομιλώντας με τους νεκρούς, έρχονται κοντά στους ζωντανούς. Που αποδεχομένοι τον θάνατο, έρχονται κοντά στο μεγάλο σχέδιο. Τη ζωή. Ανάμεσα στις ερωτήσεις παρατίθενται αποσπάσματα από τα βιβλία της Κιτσοπούλου «Νυχτερίδες» (Κέδρος) και «Μεγάλοι Δρόμοι» (Μεταίχμιο).

Στη λεκάνη της πραγματικότητας

«...αυτές τις μπούρδες λέω τώρα και στον γιο μου, όταν τον βάζω πάνω στη λεκάνη [...] κι έτσι λέμε για την τρύπα που πηγαίνει στη λίμνη και αρχίζουμε ολόκληρη ιστορία που δεν έχει τελειωμό. Τον τύπο με το κόκκινο τζόκεϊ τον λένε Μαρκ και ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην κωπηλασία, η γυναίκα του είναι η Σούζαν και μένουνε στο κόκκινο σπιτάκι και [...] όση ώρα ο Μαρκ προπονείται, η Σούζαν ετοιμάζει το πρωινό με αυγά, κρουασάν και τυρογαριδάκια».(«Η τρύπα», Νυχτερίδες)

Πώς μπορεί να ξεφύγει κανείς απ' την «τρύπα» της πραγματικότητας; Δε γίνεται όλο και πιο δύσκολο καθημερινά το ν' αποδράσεις, έστω και για λίγο;

Υπάρχουν τρόποι να ξεφύγεις. Υπάρχουν τα ναρκωτικά. Υπάρχει το αλκοόλ. Υπάρχει όμως και τρόπος να φτιάξεις την δική σου πραγματικότητα και είναι πολύ απλός. 
Κάνεις ακριβώς το αντίθετο από αυτό που η κοινωνία θεωρεί «κανονικό». Δεν ακολουθείς τη μόδα, δεν εντάσσεσαι σε ομάδες που αποτελούνται από περισσότερα από τρία με τέσσερα άτομα, δεν διαβάζεις τα ζώδια, δεν βλέπεις τηλεόραση, δεν πιστεύεις ότι ο κόσμος θα αλλάξει, απολαμβάνεις το δικαίωμά σου στην απραξία, δεν παλεύεις να αποδείξεις ότι είσαι κάτι σημαντικό, τέτοια πράγματα.

Με ποιον τρόπο ξεφεύγετε εσείς από αυτήν;

Διαλέγω να κάνω παρέα με ανθρώπους που δεν έχουν ηλικία. 
Διαλέγω να κάνω μία δουλειά μέσω της οποίας συνομιλείς με τους πεθαμένους. Όσο μπορώ, παλεύω να ευχαριστώ τον εαυτό μου. 
Δεν τα καταφέρνω πάντα και πολλές φορές πέφτω στα τάρταρα.

Οι θείες, φωτεινά ζαχαροπλαστεία

«Οι θείοι και οι θείες παίρνουν σχήμα ξανά στο βάθος του δρόμου καθώς πλησιάζουν προς το μέρος μας. Σαν φωτεινά ζαχαροπλαστεία. Ποια θα στρώσει αύριο φύλλο, ποια θα κάνει γεμιστά. “Σήμερα θα σφάξω κόκορα”. “Γίναν και τα σύκα”». («Νυχτερίδες», Νυχτερίδες)

Πόσο πολύτιμες είναι για έναν άνθρωπο οι εικόνες, οι αναμνήσεις των θείων, της γειτονιάς, του χωριού; Ή το αντίστροφο. Τι χάνει αυτός που δε μεγαλώνει σήμερα με τέτοιες εικόνες;

Γενικά, η παιδική ηλικία είναι καταφύγιο και πλούτος. Εισχωρεί η ζωή αφιλτράριστη μέσα στο σώμα. Γι' αυτό και είναι άτυχος αυτός που κακοποιείται στα παιδικά του χρόνια. Το χωριό και οι εικόνες της παλιάς Ελλάδας έχουν το καλό της απλότητας και της αφέλειας, αυτής της έλλειψης πανικού και της ήπιας αντιμετώπισης του θανάτου. Αυτές οι κοινωνίες είχανε μια πιο κανονική θέση μέσα στη φύση, τα πόδια των ανθρώπων πατούσανε στο χώμα, τα μάτια τους βλέπανε ορίζοντα και καιρικά φαινόμενα, οι αισθήσεις τους αναγνωρίζανε τους ανέμους, η φύση ήτανε πολύ μεγαλύτερη από αυτούς και αυτό ασυνείδητα τους γαλήνευε.

Αυτό το πράγμα ο έρωτας...

«Φιληθείτε, ζώα, αφήστε με να σας κοιτάζω μέχρι να καταλάβω τι σκατά μου συμβαίνει, να δω τουλάχιστον πίσω από το τζάμι πόσο αντέχει αυτό το πράγμα, πόσο αντέχει στο φόβο του θανάτου, πότε σταματάει το φιλί. [...]Ο ένας πίνει από το στόμα του άλλου, τα κολλημένα σώματα δεν καταλαβαίνουν από βροχές...Τόση δύναμη έχουν, όλο το υπόλοιπο είναι μια αγκαλιά που αντιστέκεται στη βαρύτητα». («Έρωτας στην άσφαλτο», Μεγάλοι Δρόμοι)

Πόσο αντέχει «αυτό το πράγμα» ο έρωτας; Πότε σταματάει το φιλί;

Ο έρωτας αντέχει μέχρι να εκπληρωθεί. Ο έρωτας είναι ένα εγωιστικό, προσωπικό αυτοφτιάξιμο που τρέφεται από το αδιέξοδο και την αδρεναλίνη της κατάκτησης. Ο έρωτας είναι ένας πόλεμος με το όχι. Μόλις το όχι γίνει ναι, μάλλον τελειώνει και ο έρωτας.

Η χαρά κι η απόλαυση του διπλανού μπορούν να μετατρέψουν έναν άνθρωπο σε μισάνθρωπο;

Δυστυχώς, η πλειοψηφία πάσχει από αυτήν την αρρώστια. Είχανε ρωτήσει τον Σωκράτη ποιο είναι το χειρότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Και είχε πει: «Ας άφηνε ο θεός όλα τα κακά πάνω στον άνθρωπο, αλλά να του έπαιρνε τη ζήλια». Προσωπικά, η χαρά του διπλανού μου με σώζει, την εκλαμβάνω ως δώρο.

...κι αυτός ο καταναγκασμός η ευτυχία

«Δεν είναι καταθλιπτικοί όλοι αυτοί οι ανθρώπινοι οργανισμοί που ασυνείδητα έχουν αντιληφθεί πόσο καταθλιπτικοί είναι και τρέχουν με αλματώδη ταχύτητα μακριά από τον εαυτό τους και βαφτίζονται ισορροπημένοι άνθρωποι; Κι είμαι καταθλιπτικός εγώ, που αποφάσισα να μην τρέξω μακριά κι απλώς έκατσα οκλαδόν μέσα στη μέση, περιμένοντας να δω τι θα γίνει;».
 ....
«Ο έρωτας δεν είναι σύμπτωμα κατάθλιψης; Η μεταμφίεση του προβλήματός μου σε φτερωτό έρωτα με τόξο και βέλος, η μεταμφίεση της μαλακίας του εγκεφάλου μου σε αγωνία και νοιάξιμο για το αν κάποιο άλλο πρόσωπο είναι καλά, για το αν έφαγε, αν κοιμήθηκε, αν χάρηκε, αν ξεκουράστηκε, αν έκλασε, αν με κοίταξε, αν με αγαπάει ακόμα ή μήπως του έφυγε η αγάπη, δεν είναι κατάθλιψη;», («Ο καταθλάς», Μεγάλοι δρόμοι)

Δεν είναι ένας καταναγκασμός κι η ευτυχία; Το να αρνείσαι -ακόμη και στον εαυτό σου- πως δεν είσαι καλά;

Φυσικά και είναι καταναγκασμός. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι ευτυχισμένος. Ίσως η μόνη πραγματική ευτυχία να είναι η γνώση, η οποία εμπεριέχει και την δυστυχία.

Τι σημαίνει για σας ισορροπία;

Το να μην έχω απαντήσεις. Να μην κατασκευάζω τσιτάτα. Να μην ξέρω τι είναι σωστό και τι λάθος. Να μπορώ να ηττηθώ. Να πεθάνω απορώντας.

Είναι στ' αλήθεια ο έρωτας ένα σύμπτωμα κατάθλιψης;

Είναι κάτι σαν το μεθύσι. Πως λέμε, σήμερα θέλω να γίνω λιώμα. Μια ανάγκη για φευγιό.

Χθες άνθρωπος, σήμερα χνούδι

«...και σωριάστηκε η άμοιρη η θεία μου κάτω στο χώμα, αιμόφυρτη και κατακρεουργημένη, και πέθανε εκείνο το καλοκαίρι του '89. Την έθαψα στο νεκροταφείο του χωριού μας και αμέσως μετά παραιτήθηκα από άνθρωπος. Τους βαρέθηκα, με κουράσανε οι ελπίδες τους. Παραιτήθηκα κι έγινα χνούδι. Σε χαλί. Παρέμεινα στο χωριό γιατί το αγαπούσα το χωριό μου αλλά ως χνούδι». («Άνοιξη εξ αίματος», Μεγάλοι δρόμοι)

Πότε παραιτείται κανείς απ' τον εαυτό του;

Όταν πεθαίνει μάλλον. Και είναι και πολλοί αυτοί που έχουν πεθάνει και δεν το ξέρουν.

Να πεθαίνεις. Κάθε μέρα. Με κάποιον τρόπο.

«Αυτοκτόνησε με πολύ ήρεμο τρόπο. Φόρεσε μια ρόμπα, ένα ζευγάρι παντόφλες, έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ μέτριο, τον ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα από το μαξιλάρι του, ακριβώς κάτω από το πορτατίφ, και κατέβασε όλα τα χάπια, ένα ένα, με μικρές γουλιές ελληνικού καφέ». («Άβυσσος», Νυχτερίδες)

Το να ζεις στην Ελλάδα του '12 δε μοιάζει με το να πεθαίνεις, μ' έναν τρόπο, κάθε μέρα;

Έτσι κι αλλιώς πεθαίνεις μ’ έναν τρόπο, κάθε μέρα. Πόσο μάλλον σε μία χώρα η οποία σου τρώει το όνειρο. Αυτό δεν συμβαίνει τώρα, συνέβαινε ανέκαθεν σε αυτή τη χώρα από τότε τουλάχιστον που θυμάμαι εγώ τον εαυτό μου. Η Ελλάδα σαν χώρα μισεί την πρόοδο, μισεί τα νιάτα. Ό,τι καλό έχω καταφέρει στη ζωή μου το οφείλω στο σπίτι που γεννήθηκα και στην προσωπική μου προσπάθεια να «σπουδάζω» αυτά που αγαπάω. Το σύστημα παιδείας στην Ελλάδα είναι ικανό μόνο να δημιουργεί άρρωστους και ανελεύθερους ανθρώπους. Αυτήν τη στιγμή, όπως ξέρετε, έχουμε χούντα, οπότε για την Ελλάδα του '12 δεν έχω κάποιο άλλο πολιτικό σχόλιο.

Πότε απελπίζεται ο άνθρωπος;

Όταν περιμένει κάτι έξωθεν να τον σώσει. Όταν πιστεύει σε έννοιες όπως «η γκαντεμιά». Όταν πιστεύει σε κόμματα, σε θρησκείες, σε πρίγκηπες με άσπρα άλογα, σε πατρίδες, σε οικογένειες και σε πράσινα άλογα.

Αντίο Μόναχο

«Τέλος πια αυτή η έλλειψη του μπλε, του γαλάζιου, η έλλειψη ψαρόβαρκας από το οπτικό μου πεδίο [...] Θέλω φωνές, βρισίδια, ταξιτζήδες τρελαμένους, κλέφτες, βρώμικες μασχάλες, ανοιχτά παράθυρα με τίγκα τα ντάπα ντούπα, χαλασμένες εξατμίσεις, καυσαέριο, χαλίκι, καύσωνα, σουβλάκια, κοψίδια...[...] Θέλω αργόσχολα καφενεία και φραπόγαλα, θέλω να βάλω τα πόδια μου πάνω σε πλαστικές καρέκλες και να βρίσω, να σιχτιρίσω. Τέρμα οι σπουδές στο Μόναχο». («Στον σταθμό του Μονάχου», Μεγάλοι δρόμοι)

Εξακολουθεί να ισχύει αυτή η περιγραφή της ελληνικής «φάρας» ή βλέπετε να 'χει αλλάξει κάτι;

Νομίζω ότι έχει λίγο αλλάξει προς το χειρότερο. Παλιότερα νομίζω ότι είχε τουλάχιστον μία πιο καθαρή αισθητική, μια πιο αυθεντική κακογουστιά. Τώρα είναι ίδιο το κουκούτσι, αλλά το περίβλημα έχει μιμηθεί την παγκόσμια κακογουστιά και το αποτέλεσμα είναι αποκρουστικό.

Η εποχή των πιθήκων

«..αν ποτέ πεθάνω, πάρε τη Γιούλα, να σε πάρει, λέει, κάτω στην Αθήνα, μη ζητιανέψεις ποτέ, είπε η Μαριγώ, θα σε κλέβουνε που ΄σαι τυφλός, στη Γιούλα να πας, ακούς, γαμώ τη φάρα σου». («Ο γιος μου ο γύφτος», Νυχτερίδες)

Τι σκέφτεστε βλέποντας όλους αυτούς τους αβοήθητους ανθρώπους στους δρόμους της πόλης, της κάθε πόλης;

Σκέφτομαι πόσο έρμαιο είναι ο άνθρωπος της κάθε εξουσίας που τον εκμεταλλεύεται. Σκέφτομαι πόσο τέρας είναι η εξουσία. 

Σκέφτομαι ότι την ώρα που κάποιος ψάχνει μέσα στα σκουπίδια, κάποιος άλλος τρίβει τα χέρια του. 

Σκέφτομαι ότι βρισκόμαστε στο 2012 και η πρόοδος από την εποχή του πιθηκανθρώπου είναι μηδαμινή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου