Υποκριτή αναγνώστη, αδέλφι που μου μοιάζεις...
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΧΙΖΑ*
Ξεκινάω με τους στίχους του Σαρλ Μπωντλαίρ από τα «Άνθη του κακού», γιατί ανήκω κι εγώ στην κατηγορία αυτών που «δίνουν» στον αντιμνημονιακό αγώνα, αλλά απέχουν από το να τα δίνουν όλα:
Δηλαδή να επενδύουν το είναι τους κι όχι απλώς την ενέργειά τους ως πολιτών και
ψηφοφόρων, που επιφυλάσσονται να γιουχάρουν ή να ψηφίσουν εν καιρώ σωστά ή να τιμωρήσουν το κακό κόμμα ή να αθροιστούν στα γκάλοπ ως αρνητές της πασοκικής αλητείας ή, έστω, ως συντάκτες ενός εμπαθούς κειμένου -«ΠΑΣΟΚ delenda est»- στο στυλ του Κάτωνα του Τιμητή που ξεκίναγε τις αγορεύσεις του στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο με το πρόταγμα της καταστροφής της Καρχηδόνας...Δίνουμε αρκετά, αλλά όχι πολλά και κάθε άλλο παρά επαρκή για να ανατρέψουμε τη τυραννία του ΔΝΤ και της τρόικας.
Κι έτσι επιτρέπουμε στον ανθυπογκαουλάιτερ Βενιζέλο (για να μην το παίρνει κι επάνω του!) να υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο:
Ότι υπάρχουν πολλά στα σεντούκια και στις τσέπες μας που μπορούν να τεθούν στη διάθεση της μνημονιακής συμμορίας... Εμείς βιώνουμε την αγωνιστική μας ανεπάρκεια, αυτός μας καρφώνει ως ανεπαρκώς λεηλατηθέντες...
Η «Πασοκίλα» ήτο μέχρι πρότινος μια διακριτή οσμή, από την υπενθύμιση και υπογράμμιση του «αυτονόητου» εκ μέρους των πασοκιζομένων παντός είδους...
Το αυτονόητο ήταν η δυσλειτουργία του δημόσιου τομέα, ο φαβοριτισμός, η κατανάλωση καθ’ υπέρβαση των δυνατοτήτων μας, η διαφθορά της εκπαίδευσης, η διασπάθιση των κοινοτικών πόρων, η υπερχρέωση.
Και το επιμύθιο όλων αυτών των διαπιστώσεων ήταν η δικαίωση της μνημονιακής τιμωρίας, η δικαίωση των ψευδών και της υποταγής, η αξίωση της μετάλλαξης του υπαρκτού λαού σε έναν άλλο λαό - τοις κείνων (χ)ρήμασιν πειθόμενο και αποφασισμένο για ένα διαρκές αυτομαστίγωμα τα επόμενα 150 χρόνια...
Κατά βάθος η υπόθεση είχε πολύ Μπρεχτ, από εκείνο τον φοβερό σαρκασμό του μεγάλου Γερμανού προς την κομματική γραφειοκρατία του 1953 - «(...) ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δεν θα 'ταν τότε πιο απλό, η κυβέρνηση να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει έναν άλλον;».
Ήθελαν να εκλέξουν έναν άλλο λαό, οι Μνημονιακοί και οι θλιβεροί ατζέντηδές τους, έλα όμως που σήμερα, κατά έναν περίεργο τρόπο, η υπόθεση της «διάλυσης και επανεκλογής του λαού» επανεπικαιροποιείται.
Τώρα, με την ύφεση του κινήματος των Αγανακτισμένων και των καταλήψεων, τίθεται από μια άλλη σκοπιά, ως αίτημα διάλυσης της μιζέριας, της κατάθλιψης, της αναζήτησης διεξόδων ατομικής φυγής, κι ακόμη ως αίτημα επανεκλογής της συλλογικής πάλης, της συστράτευσης, της αποφασιστικής μάχης, της αξιοπρέπειας απέναντι στον χυδαίο εκβιασμό.
Καλή η αλληλεγγύη με τους πεινασμένους και τους άστεγους, καλά τα συσσίτια και η υποστήριξη των απόρων, όμως ακόμη καλύτερο από την απλή αναδιανομή της φτώχειας (που τους βολεύει, ώς έναν βαθμό) είναι η αμφισβήτησή της.
Στο «Βρίζοντας το κοινό», θεατρικό έργο του Πέτερ Χάντκε, ενός αξιοπρεπούς συγγραφέα που άφησε καλές αναμνήσεις από τη στάση του στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας -όταν οι πράσινοι απολογητές της Νέας Τάξης, Κον Μπεντίτ, Αλαίν Λιπιέτζ, Κλαούντια Ροτ κ.λπ. χειροκροτούσαν-, οι ηθοποιοί βρίζουν «όχι για να ενοχλήσουν ή να προσβάλουν τον θεατή, αλλά για να τον ενεργοποιήσουν, να τον 'συνειδητοποιήσουν', γράφει σε ένα κείμενό της η Μαρία Ξενουδάκη.
Μήπως έχει έλθει η ώρα να βρίσουμε κι εμείς εαυτούς και αλλήλους; Η ώρα να ανακράξουμε προς κάθε κατεύθυνση -στο στυλ του ποδοσφαιρόφιλου που ενσάρκωσε ο Χάρρυ Κλυν- «τι τους κοιτάτε ρε, βαράτε τους!»
*Ο Γιάννης Σχίζας είναι διαχειριστής του ιστότοπου http://oikonikipragmatikotita.blogspot.com
Για να δούμε και το σημερινό άρθρο του Πριτέντερ
Αριστεροί... μπαλαδόροι!
Του Ι. Κ. Πρετεντέρη
Και η Αριστερά; θα με ρωτήσετε. Καλά ευχαριστώ. Εχει πιάσει στασίδι στις κερκίδες και αποδοκιμάζει όσους ιδρώνουν στο γήπεδο.
Διότι για την Αριστερά τίποτα απ' ό,τι συμβαίνει δεν συμβαίνει πραγματικά. Ολα είναι μια παντομίμα για τα μάτια του κόσμου.
Η διαπραγμάτευση είναι «θέατρο».
Η διατήρηση του 13ου και του 14ου μισθού είναι «παρωδία».
Η προσπάθεια να διατηρηθούν οι συμβάσεις αποτελεί «κοροϊδία».
Και οι πολιτικοί αρχηγοί πηγαινοέρχονται στον Παπαδήμο όχι επειδή προσπαθούν να διασώσουν κάτι από τις απαιτήσεις της τρόικας αλλά για να παίξουν μπιρίμπα.
Ακόμη πιο επιβαρυντικό είναι ότι (όπως έγραφε και η χθεσινή «Αυγή) τινές των αγωνιζομένων αναδίδουν τη «διακριτή οσμή» της «Πασοκίλας» - ή της «πασοκικής αλητείας», αν προτιμάτε...
Ομολογώ ότι ουδέποτε είχα υποψιαστεί πόσο αριστερή είναι η αντίληψη να εκφράζεις τη διαφωνία σου με όρους δυσοσμίας!
Μη σας ξενίζει, όμως, η έκφραση σιχαμάρας. Η Αριστερά αυτοδικαίως θεωρεί ότι κανείς δεν πασχίζει πραγματικά για τη ζωή των ανθρώπων. Κανείς δεν δικαιούται πεποιθήσεις και ευαισθησίες. Κανείς δεν πονάει, ούτε αγωνίζεται για τα συμφέροντα της χώρας και του λαού της.
Εκτός από την ίδια. Μόνη αυτή κατέχει το ηθικό προτέρημα να κλείνει τη μύτη στη μυρουδιά των αντιπάλων της. Μόνη αυτή αποφάσισε ότι μπορεί να διαμορφώνει τα πράγματα κάνοντας φασαρία από την εξέδρα. «Παίξτε μπάλα, ρεεε!».
Αλλά ούτε αυτό μοιάζει πρωτοφανές. Τα ελληνικά γήπεδα είναι γεμάτα από τέτοιους μπαλαδόρους. Ειδικότεροι από τους προπονητές, καλύτεροι κι από τους παίκτες, ξέρουν πάντα τι πρέπει να κάνουν οι άλλοι, ποιο είναι το σωστό της κάθε στιγμής.
Ετοιμοι να αποδοκιμάσουν, να επικρίνουν, να εκνευριστούν, να υποδείξουν, να γιουχάρουν, να ξεσκεπάσουν. Με ένα σακουλάκι πασατέμπο στο χέρι...
Και όταν οι άλλοι πασχίζουν το παραμικρό προστρέχουν έτοιμοι να απαξιώσουν κάθε προσπάθεια. Με το επιχείρημα ότι εκείνοι θα έκαναν καλύτερα αυτό που δεν προσπάθησαν ποτέ. Θέατρο, λοιπόν, η διαπραγμάτευση!
Είναι προφανές ότι ουδείς αμφισβητεί το δικαίωμα της Αριστεράς να διαφωνεί με όσα συμφωνούν οι άλλοι. Αλλά κι ότι ουδείς της έχει παραχωρήσει το δικαίωμα να διαβάλλει την πολιτική και ηθική υπόσταση των άλλων.
Μπορεί ασφαλώς να κρίνει το αποτέλεσμα. Δεν μπορεί, όμως, να απαξιώνει εκ του ασφαλούς την προσπάθεια.
Η οποία θα είχε σίγουρα μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αν μια τόσο ικανή στη διαπραγμάτευση Αριστερά έπαιρνε κι αυτή θέση στο τραπέζι όπου κρίνονται τα πράγματα.
Εστω και αν τα ευαίσθητα ρουθούνια της χρειαζόταν να παραβλέψουν για λίγο τη «διακριτή οσμή» της «Πασοκίλας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου