Από την πρώτη μέρα της νομοθετικής λειτουργίας -κυριολεκτικά από την πρώτη μέρα- η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών ότι το δόγμα του ρεσάλτο στο κράτος και στους θεσμούς θα αποτελέσει την πυξίδα όλης της τετραετίας.
Εξάλλου, για το σύστημα Μαξίμου -aka Δημητριάδη- όλοι οι φίλοι και οι χορηγοί πρέπει να είναι ευχαριστημένοι. Και βέβαια, πώς να ξεχάσουμε την προστασία και την ευαισθησία όταν «δικά μας παιδιά» πιάνονταν στο δόκανο του νόμου.
Το έχει εύκολο ο Μητσοτάκης να «ξεγελιέται» από την υποκριτική ικανότητα διαφορών ομοτράπεζων. Ή, σε άλλες περιπτώσεις, από την ικανότητα να φέρνει ψήφους και εκλογική πελατεία.
Η νεοφιλελεύθερη και τάχατες μεταρρυθμιστική διακυβέρνηση του επιτελικού Μητσοτάκη επιβεβαίωσε και ένα στερεότυπο: μην αφήσεις νεοφιλελεύθερο κοντά σε δημόσιο χρήμα, γιατί δεν θα μείνουν ούτε τα αλουμίνια από τις μπαλκονόπορτες.
Πάρτι απευθείας αναθέσεων, λεφτά με τη σέσουλα σε στελέχη, φίλους, ανιψιούς κουμπάρους. Σε ανύπαρκτα sites, σε υπαρκτά μέσα ενημέρωσης που έπρεπε να διασφαλιστεί ότι θα υμνούν ολημερίς τον ηγέτη που νίκησε τον κορωνοϊό.
Ο Πάτσης είναι ένα λαμπρό παράδειγμα δεξιού πολιτικού καριέρας και η διαγραφή του μια βαθιά υποκριτική κίνηση.
Ο Πάτσης εξοβελίστηκε για να μην καεί ο Πιερρακάκης. Δεν τους ενόχλησαν τα funds που έπαιρναν κοψοχρονιά τα κόκκινα δάνεια. Η πολιτική Μητσοτάκη είναι εξάλλου αυτή που δίνει στα «κοράκια» τη δυνατότητα να παίρνουν μπιρ παρά τα σπίτια της μεσαίας τάξης, αποκλείοντας ταυτόχρονα τους οφειλέτες από τη ρύθμιση. Τους πείραξε που το παρατράβηξε και που τον έπιασαν.
Φυσικά και γνώριζαν ποιος είναι. Άνθρωπος της Οικογένειας είναι.
Είναι απλώς τόσο αδίστακτοι και κυνικοί, που θεωρούσαν ότι δεν θα τους πιάσουν ποτέ. Όπως ακριβώς συνέβη με τις παρακολουθήσεις.
Ο εκμαυλισμός, η παρακμή, η διαφθορά και η λεηλασία των κρατικών πόρων είναι στο DNA τους.
Όπως συμβαίνει με τις ακρίδες. Ή όπως το περιέγραφε πολύ καλύτερα ο Βάρναλης:
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες / σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες / ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι / ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα) / καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα! / Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι, / κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες» / γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες / κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι / ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου