Πρώτα γιατί ο πληθωρισμός στην Ελλάδα το μήνα Ιούνιο έφτασε στο 12%, τη στιγμή που στην Ευρωζώνη ήταν μόλις 8,6%. Η υπέρβαση δηλαδή κατά 40% του δικού μας πληθωρισμού σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, μαρτυρά την «ελληνική ιδιαιτερότητα».
Κάτι συμβαίνει δηλαδή στη χώρα μας που δεν συμβαίνει στην Ευρώπη και ο πληθωρισμός εδώ εκτινάσσεται σε ύψη πολύ μεγαλύτερα από τον αντίστοιχο στις χώρες της Ευρωζώνης.
Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη στον ενεργειακό πληθωρισμό, που αντανακλά στις ανατιμήσεις των ενεργειακών προϊόντων το τελευταίο δωδεκάμηνο.
Ο πληθωρισμός στον τομέα της ενέργειας δηλαδή στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 60,9% τον τελευταίο χρόνο, την ώρα που στην Ευρωζώνη αυξήθηκε μόνο 39,2%. Η αύξηση δηλαδή των τιμολογίων του ηλεκτρισμού κατά 50% περισσότερο στη χώρα μας σε σχέση με την Ευρώπη, μαρτυρά ότι η ενεργειακή κρίση εκτός από τις διεθνείς αιτίες που έχει παντού, ειδικά στην Ελλάδα γίνεται πολύ χειρότερη εξ αιτίας εγχώριων παθογενειών.
Αποτέλεσμα αυτής της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» ήταν η Ελλάδα να έχει σήμερα την τρίτη ακριβότερη τιμή οικιακού ρεύματος και την πρώτη πιο ακριβή τιμή ρεύματος στις επιχειρήσεις, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αν αναζητήσει κανείς τις αιτίες της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» θα καταλήξει σε μια σειρά από χρήσιμες διαπιστώσεις.
Η πρώτη έχει να κάνει με την αύξηση της εξάρτησης από το εισαγόμενο από τη Ρωσία φυσικό αέριο, λόγω της αυτοκαταστροφικής πολιτικής της απολιγνιτοποίησης. Η κυβέρνηση δηλαδή προχώρησε σε μια πρόωρη και αχρείαστη απεξάρτηση από τον εγχώριο λιγνίτη, χωρίς συγχρόνως όμως να εξασφαλίσει την αναπλήρωση του κενού με αύξηση της παραγωγής ρεύματος από Ανανεώσιμες Πηγές.
Αυτό που συνέβη δηλαδή ήταν ότι εγκαταλείψαμε τις εγχώριες και γι’ αυτό ελεγχόμενες, ως προς τις τιμές τους, πηγές ενέργειας, για να εξαρτηθούμε από τις εισαγόμενες.
Κι αυτό, «κατά τραγική σύμπτωση», ακριβώς την εποχή που η τιμή του φυσικού αερίου ανέβαινε στα ύψη, πολύ πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αιτία η μεγάλη ζήτηση φυσικού αερίου που η πολιτική της απολιγνιτοποίησης προκάλεσε στις διεθνείς αγορές. Με μόνα κερδισμένα από αυτή την άφρονα πολιτική, η οποία μάλιστα διαφημίστηκε και ως «πράσινη», τα διεθνή καρτέλ του φυσικού αερίου.
Δεύτερη αιτία για την «ελληνική ιδιαιτερότητα» ήταν η εσπευσμένη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Στην οποία οφείλεται η διαφορετική λειτουργία της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς σε σχέση με την Ευρωπαϊκή.
Με δεδομένη την υποχρεωτική εξάρτηση των τιμών χονδρικής των πηγών της ενέργειας που εισάγονται στο Χρηματιστήριο από τις τιμές του φυσικού αερίου, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν βιάστηκαν να εισάγουν το σύνολο των ενεργειακών πηγών τους. Μόνη η Ελλάδα έσπευσε να εισάγει στο Χρηματιστήριο Ενέργειας το 100% των ενεργειακών της πηγών, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη εισήχθησαν ποσοστά μικρότερα του 31%.
Η κυβερνητική επιλογή της εισαγωγής του συνόλου των ενεργειακών πηγών στο ελληνικό Χρηματιστήριο είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές, για το σύνολο των πηγών του ηλεκτρικού ρεύματος, να εξαρτηθούν από τις αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου. Ενώ στην Ευρώπη, έχοντας εισάγει ποσοστά μικρότερα του 31%, είχαν ένα μεγάλο περιθώριο για διαμόρφωση ελεγχόμενων τιμών στις υπόλοιπες ενεργειακές πηγές.
Με μόνους κερδισμένους και πάλι τα διεθνή καρτέλ του αερίου, αφού οι τιμές του συνόλου των εγχώριων ενεργειακών πηγών έγιναν ανταγωνιστικές με τις αυξημένες τιμές του.
Κερδισμένες όμως βγήκαν και οι εγχώριες επιχειρήσεις παραγωγής ρεύματος, οι οποίες αξιοποιώντας την πρόωρα απελευθερωμένη αγορά ενέργειας κερδοσκόπησαν ασύστολα σε βάρος των καταναλωτών, πουλώντας το εγχώριο ρεύμα σε πολλαπλάσιες τιμές από το κόστος παραγωγής του.
Τρίτη αιτία για τις ακριβότερες τιμές ρεύματος στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη ήταν η εφαρμογή της περίφημης ρήτρας αναπροσαρμογής. Από την οποία, κερδοσκοπώντας, κέρδισαν οι εγχώριες επιχειρήσεις διανομής ρεύματος.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα φορολογήσει, εκ των υστέρων βέβαια, μεγάλο μέρος των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων. Η ανεκπλήρωτη ακόμη και σήμερα υπόσχεση το μόνο θετικό που είχε ήταν ότι η κυβέρνηση παραδέχθηκε την αισχροκέρδεια που η ίδια επέτρεψε να συμβεί υπέρ των λίγων μεγάλων επιχειρήσεων και σε βάρος των εκατομμυρίων καταναλωτών.
Η κυβέρνηση όμως αρνήθηκε να μειώσει και την υψηλή φορολογία της ενέργειας, επιλέγοντας την ενίσχυση των δημόσιων ταμείων από την ελάφρυνση των καταναλωτών.
Τέταρτη αιτία της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» είναι ασφαλώς η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Σε μια εποχή ενεργειακής κρίσης και ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ιδιωτικοποίησε τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, που ήταν η μόνη που μπορούσε να διαδραματίσει έναν εξισορροπητικό ρόλο στην ελληνική ενεργειακή αγορά, παρεμβαίνοντας υπέρ των συμφερόντων των καταναλωτών.
Η υπόσχεση του υπουργού Κωστή Χατζηδάκη ότι θα πέσουν οι τιμές μόλις η αγορά αυτορυθμιστεί, έγινε το πιο σύντομο ανέκδοτο στη χώρα.
Η ΔΕΗ προστέθηκε στις 4 μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής ρεύματος που, εκμεταλλευόμενες την απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς και την κυβερνητική ανοχή, κερδοσκοπούν σε βάρος των πολιτών. Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος «πρόεδρος των πλουσίων», όπως αποκαλείται ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, προχώρησε στην πλήρη κρατικοποίηση της Γαλλικής EDF, προκειμένου να προστατέψει το δημόσιο συμφέρον και τους Γάλλους καταναλωτές ρεύματος.
Η προστασία που παρείχε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στις μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής ενέργειας προκειμένου αυτές να κερδοσκοπούν ελεύθερα και με το νόμο, εξηγεί γιατί η ελληνική κυβέρνηση είναι η μόνη του ευρωπαϊκού νότου και μια από τις τρεις συνολικά στην Ευρώπη που δεν πήραν μέτρα για τον έλεγχο των ανατιμήσεων.
Ενώ ακόμη και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, όπως η Γαλλική, έβαλαν πλαφόν στις αυξήσεις των τιμών του ρεύματος, η ελληνική κυβέρνηση ακόμη και σήμερα αρνείται να προχωρήσει σε ένα τέτοιο μέτρο.
Η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη είναι πράγματι εισαγόμενη και έχει διεθνείς αιτίες.
Η κατά 50% όμως μεγαλύτερη ακρίβεια που υφίσταται η Ελλάδα σε σχέση με την Ευρωζώνη, οφείλεται αποκλειστικά στις ολέθριες επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η οποία το μόνο μέτρο που έχει πάρει είναι οι εκ των υστέρων επιχορηγήσεις των καταναλωτών.
Το μέτρο των επιχορηγήσεων όμως έχει δύο σοβαρά μειονεκτήματα.
Το πρώτο είναι ότι δεν λύνουν το πρόβλημα της ακρίβειας αλλά το επιτείνουν, αφού οι επιχορηγήσεις καταλήγουν τελικά στα ταμεία των κερδοσκόπων.
Το δεύτερο μειονέκτημα των επιχορηγήσεων έχει να κάνει με την αξιοπιστία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η οποία, όπως αποδείχθηκε με το Power Pass, έχει αναγάγει την εξαπάτηση σε υψηλή τέχνη.
Όπως τα 1,5 δις ευρώ υπερκέρδη που υπόσχονταν να φορολογήσουν συρρικνώθηκαν στους υπολογισμούς και έγιναν λιγότερα από το 1/3, έτσι και τα 600 ευρώ που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός σε 4,3 εκατομμύρια καταναλωτές συρρικνώθηκαν όταν ήρθε η ώρα να μοιραστούν και έγιναν 20 και 30 ευρώ, σε μόλις 2,5 εκατομμύρια πολίτες.
Αν λάβει κανείς υπόψη του, άλλωστε, ότι το συνολικό ποσό που θα διανεμηθεί με το Power Pass είναι 260 εκατομμύρια ευρώ για 2,3 εκατομμύρια καταναλωτές για 6 μήνες, μεσοσταθμικά αναλογούν 17 ευρώ το μήνα για κάθε καταναλωτή.
Η ελληνική ενεργειακή κρίση δηλαδή είναι μια κρίση με «ρήτρα Μητσοτάκη». Με μόνα κερδισμένα τα διεθνή καρτέλ και τις μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις που εξακολουθούν, παρόλες τις κυβερνητικές υποσχέσεις, να θησαυρίζουν από την ακρίβεια του ρεύματος και από τη φτώχεια των πολλών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου