Πρώτον, εξαιτίας της συντριπτικής μηντιακής τους υπεροπλίας, στον δημόσιο λόγο κυριάρχησε εξολοκλήρου η αφήγηση περί σκευωρίας και διαστρεβλώθηκαν ή εξαφανίστηκαν πλήρως τα πλείστα στοιχεία που τεκμηρίωναν την ύπαρξη σκανδάλου.
Δεύτερον, λόγω του confirmation bias (προκατάληψη επιβεβαίωσης) του αντισύριζα μετώπου. Πολύ απλά, ο συγκεκριμένος χώρος απορρίπτει αντανακλαστικά οτιδήποτε εκπορεύεται από τη μεριά της αντιπολίτευσης, όσες αποδείξεις και αν το συνοδεύουν.
Οι τελευταίες είτε «διαγράφονται» ευθύς εξαρχής μέσα από τον ψυχολογικό μηχανισμό της άρνησης, είτε ακόμα χειρότερα, μετατρέπονται στο αντίθετό τους, σε αποδείξεις όχι του σκανδάλου, αλλά του πόσο καλοστημένη είναι η σκευωρία ώστε να «κατασκευάζει» τόσο αληθοφανή «στοιχεία».
Ο τρίτος και σημαντικότερος λόγος, ωστόσο, είναι ο κυνισμός, το βασικό modus operandi της κυρίαρχης ιδεολογίας σήμερα.
Οι δεξιοί, κεντρώοι, ακροκεντρώοι, αλλά και η πλειονότητα της κοινωνίας ξέρουν κατά βάθος ότι η Νοβάρτις είναι καραμπινάτο σκάνδαλο.
Όχι τόσο γιατί έχουν πειστεί από τα συγκεκριμένα στοιχεία αλλά επειδή γνωρίζουν πως η διαφθορά είναι ενδημική στην Ελλάδα, ιδίως στον χώρο της υγείας.
Το πρόβλημα επομένως δεν είναι η έλλειψη γνώσης/ πληροφόρησης, ότι δηλαδή ο κόσμος δεν ξέρει ότι το συστημικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο, αλλά ακριβώς το αντίθετο, ότι το γνωρίζει και το προσπερνά αδιάφορα.
Για αυτό και όσα επιπλέον στοιχεία και αν αποκαλυφθούν για το σκάνδαλο, όπως τώρα η εξαφάνιση των ονομάτων του Λοβέρδου, του Πατούλη και άλλων από τη μετάφραση επίσημου εγγράφου του FBI, δεν πρόκειται να μεταβάλλουν την κατάσταση.
Κάθε νέο στοιχείο αποκρύπτεται, φιλτράρεται, διαστρεβλώνεται και αντιστρέφεται από τους μηχανισμούς που περιεγράφηκαν παραπάνω.
Χθες για παράδειγμα, η Σία Κοσιώνη έβγαλε κάπου προς το τέλος του δελτίου ειδήσεων, την Ιωάννα Μάνδρου να «εξηγήσει» τι είναι τέλος πάντων όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από τον Λοβέρδο και το έγγραφο του FBI. Και εκείνη δεν μας απογοήτευσε, το όλο θέμα είναι εντελώς ανούσιο, είπε, αφού το έγγραφο έχει κατατεθεί και με τη σωστή και με τη «λάθος» μετάφραση, άρα δεν τρέχει κάστανο.
Το ότι κάποιοι παραχάραξαν επίσημο έγγραφο του Υπουργείο Εξωτερικών δεν τέθηκε καν στη συζήτηση, ούτε φυσικά η εύλογη απορία, γιατί να μπουν στη διαδικασία να το κάνουν αφού κανείς δεν θα κέρδιζε κάτι.
Στη δε ερώτηση της Σίας για ποιον λόγο τότε γίνεται αυτή η συζήτηση, η Μάνδρου παρέπεμψε εμμέσως πλην σαφώς στη γνωστή θεωρία της σκευωρίας.
Το θέμα, είπε, το ανακίνησε η εισαγγελέας κ. Τουλουπάκη, η οποία είναι κατηγορούμενη για τη σκευωρία της Νοβάρτις και προσπαθεί απεγνωσμένα να υπερασπιστεί τον εαυτό της με πυροτεχνήματα. Αυτό ήταν, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε, τρία λεπτά και πολύ ασχολήθηκαν!
Ο διάχυτος κυνισμός είναι ο ισχυρότερος αντίπαλος όσων συνεχίζουν να εξοργίζονται με την παρούσα θλιβερή κυριαρχία της γενικευμένης διαφθοράς και της φαυλοκρατίας που εμφανίζεται ως αριστεία, το μεγαλύτερο εμπόδιο για εκείνες που επιμένουν ότι αυτή η αθλιότητα μπορεί και πρέπει να αλλάξει.
Πώς να πείσεις κάποιον ότι αυτοί που τον κυβερνούν είναι διεφθαρμένοι όταν ήδη το ξέρει; Πώς να τον εξοργίσεις όταν έχει αποδεχτεί τη γενικευμένη διαφθορά ως λίγο πολύ φυσική κατάσταση; Η απόσταση ανάμεσα στο ξέρω ότι κάτι είναι κακό και στο προσπαθώ να το αλλάξω είναι μεγάλη, τόσο μεγάλη όσο η παγιωμένη πεποίθηση ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αλλάξω, έτσι ήταν, είναι και θα είναι.
Αυτήν όμως η αίσθηση αδυναμίας δεν προκύπτει από μόνη της, αλλά είναι το αποτέλεσμα της τερατώδους ισχύος των από πάνω, της προκλητικής διαπλοκής κυβέρνησης – δικαιοσύνης – ΜΜΕ η οποία μπορεί όχι μόνο να αγνοεί τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και να τους στοχοποιεί από πάνω, να θέτει στο αρχείο τα «αδιευκρίνιστα» ποσά στους λογαριασμούς του Γεωργιάδη και του Αβραμόπουλου και να εξαφανίζει το όνομα του Λοβέρδου και πολλών άλλων από τα ενοχοποιητικά έγγραφα του FBI.
Η επίδραση ενός γκροτέσκου μηχανισμού που μπορεί να κάνει το μαύρο άσπρο επιβάλλοντας ανερυθρίαστα ότι, θέλετε δεν θέλετε, εμάς θα πιστέψετε και όχι τα μάτια σας.
Και είναι δυστυχώς πολλοί εκείνοι που τους πιστεύουν, σε πείσμα των ματιών τους ή έστω κάνουν ότι τους πιστεύουν, είτε γιατί προσδοκούν σε ανταλλάγματα, ή γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Ξέρουμε ότι λέτε ψέματα αλλά θα προσποιούμαστε ότι λέτε την αλήθεια, γιατί αν αποδεχτούμε ότι λέτε ψέματα τότε θα πρέπει να αντιδράσουμε και είτε δεν θέλουμε, άρα είμαστε και μείς συνένοχοι, είτε δεν μπορούμε, άρα πρέπει να ζήσουμε με τη διαρκή υπενθύμισης της ταπεινωτικής αδυναμίας μας.
Εδώ ακριβώς γίνεται καίριος ο ασφυκτικός έλεγχος των μήντια και το ιδεολόγημα της σκευωρίας, γιατί εξασφαλίζουν ότι θα τηρούνται τα προσχήματα που επιτρέπουν σε πολλούς να κάνουν τα στραβά μάτια.
Τα συστημικά ΜΜΕ εξαφανίζουν από τη δημόσια σφαίρα σχεδόν κάθε τι που αφορά το σκάνδαλο Νοβάρτις ή οποιοδήποτε άλλο κυβερνητικό σκάνδαλο, «προστατεύοντας» τους τηλεθεατές από την τραυματική σύγκρουση με την πραγματικότητα που και οι ίδιοι άλλωστε θέλουν να την απωθήσουν.
Και τα ελάχιστα που τους ξεφεύγουν, τα ακυρώνουν προκαταβολικά μέσα από βολικά αφηγήματα όπως η δήθεν σκευωρία ή τα fake news του διαδικτύου.
Το σχήμα μοιάζει ολοκληρωτικό, δεν επιτρέπει την παραμικρή διέξοδο – ο έλεγχος των ΜΜΕ και η προπαγάνδα ενισχύουν την παθητικότητα της κοινωνίας η οποία με τη σειρά της αυξάνει τη δύναμη των ΜΜΕ και την ισχύ της προπαγάνδας τους.
Το αποκαλυπτικό γλωσσικό ολίσθημα του Μητσοτάκη παλιότερα ότι «τον ενδιαφέρει η επικοινωνία και όχι η ουσία» είναι δηλωτικό όχι μόνο των προθέσεών του αλλά και της πραγματικότητας που ζούμε – μιας πραγματικότητας που κατασκευάζεται εν πολλοίς από την επικοινωνία εξοβελίζοντας την ουσία στο περιθώριο των ελάχιστων εναλλακτικών μέσων και των «λαϊκιστικών» social media.
Αυτό το σύστημα δεν μεταρρυθμίζεται εκ των έσω, δεν απειλείται όσα σκάνδαλα και αν δουν το φως της δημοσιότητας. Μόνο εξωτερική πίεση μπορεί να το κλονίσει, η αυτόνομη κίνηση των μαζών, όπως το 2010 – 2015 όταν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έπαψαν να καταναλώνουν παθητικά την «πραγματικότητα» που τους πλάσαραν τα ΜΜΕ και διεκδίκησαν να επιβάλλουν τη δική τους στον δρόμο και τις πλατείες.
Εκείνο που τότε διέλυσε τη μυθική δύναμη της προπαγάνδας δεν ήταν η αφηρημένη αλήθεια ότι «όχι, δεν τα φάγαμε μαζί», αλλά η θεϊκή δύναμη του πλήθους που με μια φωνή φώναζε «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» στο Σύνταγμα, ένα καλοκαίρι σαν και αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου