Με τον πληθωρισμό να τρέχει πλέον στο 8% και με το 80% των πολιτών (δημοσκόπηση MRB) να κρίνει ως ανεπαρκή τα μέτρα της κυβέρνησης, στο Μαξίμου αναζητούνται επειγόντως εφεδρείες κατευνασμού του κοινωνικού θυμού.
Ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός των 2 δις ευρώ που θα κατατεθεί αυτή την εβδομάδα και θα συμπεριλαμβάνει την «επιταγή ακρίβειας» των 200 ευρώ στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και το επίδομα καυσίμων των 13 ευρώ μηνιαίως είναι το πρώτο πακέτο με το οποίο η κυβέρνηση ευελπιστεί να μεταστρέψει το βαρύ για εκείνη κλίμα.
Το επόμενο βήμα θα είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Μαίου – μια αύξηση στην οποία το Μαξίμου έχει εναποθέσει τις μεγαλύτερες προσδοκίες της και που, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, θα φθάσει πιθανώς και στο 7%.
Στις συσκέψεις του πρωθυπουργικού επιτελείου, ωστόσο, αναγνωρίζεται πλέον ότι ακόμη κι αυτές οι κινήσεις δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιφέρουν έστω και στοιχειώδη εξισορρόπηση στην αγορά.
Ολοι οι δείκτες συνηγορούν στο ότι η κρίση δεν βρίσκεται παρά μόνον στην αρχή της, η Κομισιόν προειδοποιεί ότι ο ενεργειακός ίλιγγος θα διαρκέσει τουλάχιστον έως το τέλος του 2022, ενώ εκρηκτικές διαστάσεις παίρνουν πλέον και τα κύματα των ανατιμήσεων στα ράφια των σούπερ μάρκετ και σε βασικά είδη διατροφής.
Σε πολιτικό επίπεδο, η εικόνα αυτή ακυρώνει πλήρως την αρχική προσέγγιση της κυβέρνησης ως προς την κρίση, την θέση δηλαδή ότι το κύμα της ακρίβειας θα ήταν προσωρινό και διαχειρίσιμο, και δείχνει να την αποσταθεροποιεί.
Το νέο κυβερνητικό αφήγημα είναι το ακριβώς αντίθετο και έρχεται να ακυρώσει ακριβώς αυτές τις διαβεβαιώσεις περί «προσωρινής κρίσης».
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας διαμήνυσε χθες πως πρέπει να κρατηθούν εφόδια για αργότερα καθώς ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια ποια θα είναι η τελική έκταση του προβλήματος, ο δε πρωθυπουργός ζήτησε, από την Θεσσαλονίκη, «να είμαστε προσεκτικοί όταν μιλάμε για ενδεχόμενα νέα μέτρα» και πως πρέπει «να υπάρχουν εφεδρείες σε περίπτωση που η κρίση αυτή κρατήσει περισσότερο από αυτό το οποίο περιμένουμε».
Πίσω όμως από την νέα δημόσια ρητορική, ήδη αναζητούνται εναγωνίως αυτές οι «εφεδρείες» καθώς όσο οι κυβερνητικές παρεμβάσεις παραμένουν ρηχές τόσο αυξάνεται το πολιτικό κόστος.
Εξ ου και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει λάβει οδηγία να διερευνήσει σήμερα και αύριο, στις συνεδριάσεις του Eurogroup και του Ecofin, την στάση των ευρωπαίων εταίρων σε ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής όπως τα άλευρα και τα ηλιέλαια – μια μείωση, που ήδη έχει υπολογιστεί πως θα έχει δημοσιονομικό κόστος περίπου 140 έως 150 εκατομμυρίων ευρώ.
Οι οιωνοί από τις Βρυξέλλες μέχρι τώρα δεν είναι πάντως θετικοί, τα μηνύματα που λαμβάνει η κυβέρνηση είναι ότι τα ελληνικά δημοσιονομικά περιθώρια είναι πολύ στενά και η εκτίμηση που υπάρχει, σύμφωνα με πληροφορίες, στο οικονομικό επιτελείο είναι πως οι θεσμοί δεν πρόκειται να ανοίξουν καμία συζήτηση για περαιτέρω παροχές πριν τουλάχιστον κατατεθεί και αξιολογηθεί από την Κομισιόν αυτόν τον μήνα το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Το επιπλέον πρόβλημα που έχει η κυβέρνηση προκειμένου να πείσει τους θεσμούς για την μείωση του ΦΠΑ είναι ότι η ίδια είχε ήδη – πριν από την κορύφωση της κρίσης της ακρίβειας – επιλέξει να αξιοποιήσει τα διαθέσιμα δημοσιονομικά περιθώρια σε μειώσεις φόρων και παροχές οι οποίες δεν έχουν αντίκρυσμα στο σύνολο της κοινωνίας, και κυρίως στα μεσαία και χαμηλά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την έκρηξη του πληθωρισμού.
Τέτοιες επιλογές ήταν η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η οποία ευνόησε κυρίως μια πολύ μικρή κατηγορία ιδιοκτητών με μεγάλες ακίνητες περιουσίες, η μείωση του φόρου μερισμάτων για τις επιχειρήσεις, και οι αφορολόγητες γονικές παροχές ακόμη και 800.000 ευρώ.
Τα μέτρα είχαν υψηλό δημοσιονομικό κόστος, πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια για περαιτέρω μέτρα τα οποία θα άμβλυναν την ασφυκτική εισοδηματική πίεση που αντιμετωπίζουν πια τα μεσαία και χαμηλά στρώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου