Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Σήμερα η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ που αυξάνει την παραγωγή της από φυσικό αέριο









Σύμφωνα με τα στοιχεία, σε όλη τη διάρκεια του τελευταίου διαστήματος, το κόστος παραγωγής ανά εβδομάδα κυμαινόταν γύρω στα 150-160 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Η τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας στους λογαριασμούς  γίνεται με δύο ‘βήματα’: 

α) Βάσει της τιμής, η οποία είχε καθοριστεί στο συμβόλαιο  με τον προμηθευτή (πάροχο) στις συνθήκες της αγοράς κατά τη σύναψη του και 

β) Με τη γνωστή  ρήτρα χονδρικής τιμής, η οποία είναι συνάρτηση της μέσης χονδρικής τιμής της αγοράς (του Χρηματιστηρίου Ενέργειας) την περίοδο της κατανάλωσης.

Με δεδομένη την πρωτοφανή άνοδο της χονδρικής τιμής τους τελευταίους μήνες, η ρήτρα  και συνολικά οι λογαριασμοί  έχουν εκτιναχθεί σε ύψη δυσβάστακτα για τους καταναλωτές ,νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Η χονδρική τιμή διαμορφώνεται καθημερινά στο Χρηματιστήριο Ενέργειας από τις προσφορές των παραγωγών και εξαρτάται από δύο παράγοντες: 

α) το κόστος παραγωγής ,και 

β) το κέρδος των τεσσάρων μεγάλων παραγωγών,  μεταξύ των οποίων, ο μεγαλύτερος, η ΔΕΗ.

Το κόστος παραγωγής διαφέρει ανάλογα με την πηγή  της  παραγωγής.

 Συγκεκριμένα:

-Το μέσο κόστος από ΑΠΕ όλων των τεχνολογιών ανέρχεται περίπου  σε 120 €/mwh και μάλιστα βαίνει μειούμενο καθώς οι νεώτερες ΑΠΕ είναι πολύ φθηνές και έτσι εξασθενεί η επίδραση των παλαιοτέρων με τις υπερβολικές τιμές  (ακόμη και 450€/mwh τα προ του 2013 φωτοβολταικά).

-Το μεταβλητό κόστος των μεγάλων Υδροηλεκτρικών είναι αμελητέο.

-Το μέσο μεταβλητό κόστος  παραγωγής  από τις  λιγνιτικές μονάδες, με κόστος προμήθειας δικαιωμάτων CO2 65€/tn(που αντιστοιχεί σε χρηματιστηριακή τιμή 80-85€/tn)ανέχεται σε 130-135€/mwh.

Με την προσθήκη και της  Πτολεμαΐδας 5,της πλέον σύγχρονης πανευρωπαϊκά μονάδας, σε συνδυασμό με τη λήψη συγκεκριμένων διαρθρωτικών μέτρων , το μέσο μεταβλητό κόστος λιγνιτικής παραγωγής μπορεί να μειωθεί σε 80-90€/mwh (με το ανωτέρω κόστος CO2 65€/tn).

-Το μέσο μεταβλητό κόστος παραγωγής από φυσικό αέριο με τιμή φυσικού αερίου 90€/mwh,και  κόστος CO2 65€/tn, ανέρχεται σε 215-220€/mwh.

Στην πραγματικότητα το κόστος αυτό είναι σημαντικά μικρότερο δεδομένου του ότι οι εταιρείες έχουν προμηθευτεί το αέριο σε  χαμηλότερες τιμές.

-Το κόστος της εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από τις διεθνείς τιμές  και από τα τέλη διελεύσεως που επιβάλλουν οι όμορες  χώρες. Συνήθως  προσεγγίζει τη χονδρική τιμή.  

Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η λιγνιτική παραγωγή, πέραν του ότι είναι εγχώρια ,με ότι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια  εφοδιασμού, και το εμπορικό ισοζύγιο, είναι πολύ φθηνότερη αυτής του φυσικού αερίου και των εισαγωγών. 

Και μάλιστα θα παραμένει φθηνότερη ακόμη και αν μειωθούν οι τιμές του αερίου κάτω και από τα 35 €. 

Είναι προφανής η αστοχία της κυβερνητικής απόφασης  το Σεπτέμβρη του 2019 για την απότομη, χωρίς καμία μελέτη, απολιγνιτοποίηση.

Μια δεύτερη σημαντική παρατήρηση  είναι το σταθερά μειούμενο κόστος παραγωγής από ΑΠΕ, οι οποίες σε συνάρτηση με την τεχνικοοικονομική εξέλιξη της αποθήκευσης θα αντικαταστήσουν εξ ολοκλήρου την παραγωγή από ορυκτά καύσιμα,  λιγνίτη και φυσικό αέριο. 

Σήμερα αυτό δεν είναι εφικτό.

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω κόστη  είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε  το μέσο κόστος παραγωγής σε μια συγκεκριμένη περίοδο, σε συνάρτηση με τη συμμετοχή κάθε πηγής στο μίγμα παραγωγής της περιόδου αυτής.

Έτσι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι σε όλη τη διάρκεια του τελευταίου διαστήματος έκρηξης των τιμών το κόστος παραγωγής ανά εβδομάδα κυμαινόταν γύρω στα 150- 160 €/mwh, τριπλάσιο   σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Την ίδια ωστόσο περίοδο η χονδρική τιμή στο Χρηματιστήριο Ενέργειας κυμαινόταν συστηματικά  άνω των 250 €/mwh,καθιστώντας τη χώρα μας πρωταθλήτρια στην ΕΕ. 

Πέραν της πολιτικής των προσφορών των συμμετεχόντων στο Χρηματιστήριο, καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της σ αυτό το ύψος είναι η αύξηση της συμμετοχής του φυσικού αέριου λόγω της  απολιγνιτοποίησης.   

Κατά  συνέπεια τα κέρδη των παραγωγών ήσαν πολύ μεγάλα και για κάποιους ακόμη και  πάνω από  50-60% , σε βάρος προφανώς των καταναλωτών, αλλά και του κρατικού προϋπολογισμού, λόγω των επιδοτήσεων.

Αύξηση λοιπόν του κόστους παραγωγής και υπερκέρδη συνιστούν το εκρηκτικό μίγμα της ακρίβειας.

Σε ότι αφορά στα υπερκέρδη απαιτείται ουσιαστικός έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές και επιβολή πλαφόν. 

Αμφότερα προϋποθέτουν πολιτική βούληση. 

Με τέτοια  πολιτική  ωστόσο η χονδρική τιμή θα ήταν μειωμένη  τουλάχιστον 30%

Μεταξύ αυτών που επωφελούνται από την υψηλή χονδρική τιμή είναι και ο Διαχειριστής ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ), ο οποίος συμμετέχει στο Χρηματιστήριο για τις ΑΠΕ και αποζημιώνεται με τη χονδρική τιμή, πχ 250€/mwh.

Βεβαίως  στους παραγωγούς καταβάλλει τις συμβολαιοποιημένες τιμές των ΑΠΕ, κατά μέσο όρο,περίπου 120€/mwh. 

Έτσι  προκύπτουν στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ πλεονάσματα εκατοντάδων εκατ. μέρος των οποίων προορίζεται για τις επιδοτήσεις των λογαριασμών.

Σε ότι αφορά στο κόστος παραγωγής τα περιθώρια μείωσης είναι εξίσου σημαντικά. Προϋπόθεση η ριζική αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής. 

Συγκεκριμένα:

-Αναθεώρηση της επιλογής της πρόωρης απολιγνιτοποίησης. 

Αντικατάσταση όσο το δυνατό μεγαλύτερου μέρους του φυσικού αερίου και των εισαγωγών  από λιγνιτική παραγωγή, η οποία θα αντικαθίσταται σταδιακά από ΑΠΕ. 

Σήμερα η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ που αυξάνει την παραγωγή της από φυσικό αέριο. 


Υπό προϋποθέσεις είναι δυνατό η λιγνιτική παραγωγή να καλύπτει το 25% των αναγκών, χωρίς  υπέρβαση των ορίων της ΕΕ για τις εκπομπές CO2.

-Εκπλήρωση από τη ΔΕΗ του ρόλου της ως επιχείρησης δημοσίου συμφέροντος.

 Αυτό αφορά τόσο στην πρακτική της στα πλαίσια του Χρηματιστηρίου για τη συγκράτηση της χονδρικής τιμής, όσο και τη μείωση του λειτουργικού της κόστους και την εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών εξόρυξης λιγνίτη. 

Δηλαδή διοικητική λειτουργία ριζικά διαφορετική από τη σημερινή, που στοχεύει αποκλειστικά στο κέρδος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το 2020 όταν η χονδρική τιμή είχε καταρρεύσει στα 42€/mwh και η ΔΕΗ (χωρίς βέβαια  να εφαρμόζει ρήτρα που θα μείωνε την  τιμή ) είχε σταθερή  λιανική τιμή 110€/mwh.

-Σε επίπεδο ΕΕ η χώρα μας  επιβάλλεται να συντονίσει τη δράση της με τις χώρες εκείνες ,οι οποίες θέτουν το ζήτημα της αποκλιμάκωσης των τιμών των δικαιωμάτων CO2 στο Χρηματιστήριο, με τη λήψη μέτρων  αντίθετων εκείνων του 2018,που εκτίναξαν τις τιμές στα ύψη, επιβαρύνοντας τη λιγνιτική παραγωγή κατά 70-110€/mwh, και αυτή του αερίου κατά 25-30€/mwh.

Η πολιτική μείωσης της τιμής της χονδρικής αγοράς είναι η θεραπεία.  

Η πολιτική των επιδοτήσεων ,όσο και αν εδώ που φθάσαμε εξαιτίας πρωτίστως των κυβερνητικών επιλογών κατέστη αναγκαία,  απαλύνει λίγο το σύμπτωμα. 

Και, για να λεχθούν τα πράγματα με το όνομα τους, οι επιδοτήσεις είναι το δεκανίκι στήριξης της λιανικής αγοράς που θα κατέρρεε καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των καταναλωτών θα αδυνατούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου