Υπάρχουν βοθροκάναλα;
Η απάντηση είναι ναι.
Η διαφωνία έχει να κάνει με την όχθη στην οποία υπάρχουν.
Κάθε χώρα έχει προβλήματα που σχετίζονται με το παρόν και το μέλλον – με την έννοια ότι οι επιλογές τού σήμερα θα επηρεάσουν καθοριστικά το πώς θα είναι η χώρα αύριο.
Επιπλέον, υπάρχουν κοινά παγκόσμια προβλήματα, όπως αυτό της πανδημίας και της διαχείρισής της, και της επείγουσας ανάγκης για σκόπιμες εθνικές δράσεις προς την κατεύθυνση της αναχαίτισής της με τις μικρότερες δυνατές απώλειες.
Αλλά όταν τα «mainstream» φιλοκυβερνητικά μίντια κατανοούν τα πάντα μέσα από φίλτρο συσκότισης, υποκρισίας και ανευθυνότητας που ωραιοποιεί και προστατεύει πράξεις, παραλείψεις και λαθροχειρίες της κυβέρνησης, τότε αυτά τα μίντια -δείχνοντας κάπου αλλού για «βοθροκάναλα»- κάνουν ασκήσεις νοσταλγίας πάνω στις πιο σκοτεινές πτυχές του ελληνικού πολιτικού βίου· από την ίδρυση του κράτους.
Πιο συγκεκριμένα.
Εφόσον λειτουργεί στον πολιτικό βίο το δόγμα «επικοινωνία και όχι ουσία», που «κλείδωσε» με τη λίστα Πέτσα και τις λοιπές λίστες με χρήμα των φορολογουμένων, δίνει τον ρυθμό στη σύμπραξη κυβέρνησης-μίντια με αποτέλεσμα στις πεποιθήσεις των ακροατηρίων να σχηματίζεται η σχέση «συστημικά μίντια=αντηχείο της κυβέρνησης».
Αν και εδώ πρόκειται για άμεσες και συντονισμένες συνέπειες της σύμπραξης κυβέρνησης-μίντια για εκατέρωθεν πρόσκαιρα κέρδη, η αρνητική για την κοινωνία ακούσια συνέπεια είναι η χαμηλή ποιότητα της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, το μικρό ποσοτικό αποτύπωμα οποιασδήποτε επιλογής και, το σημαντικότερο, ο ευτελισμός του πολιτισμού, της παιδείας, των αξιών, της δημοκρατίας και του μέλλοντος των γενεών.
Με άλλα λόγια, αυτό που δεν ακούστηκε στην ελληνική Βουλή, όπου για πολλοστή φορά -με στρεβλώσεις, ψέματα και σοφιστείες- ο πρωθυπουργός ευλόγησε τις επιλογές του, είναι η χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνησή τους.
Μπορεί όσοι άκουσαν τη συζήτηση να πληροφορήθηκαν από τον πρωθυπουργό, γενικά, ότι «ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έφεραν τα μνημόνια», αλλά δεν έμαθαν τίποτα για την κοινή εμπειρία των πολιτών από τα μνημόνια,
τίποτα για την απενοχοποίηση της αντιμνημονιακής Ν.Δ. των Ζαππείων και, κυρίως, τίποτα για την -ένεκα θείας χάριτος- παρθενογένεση της παρούσας κυβέρνησης που ζει αλλού, φυσικά, χωρίς πολιτικό παρελθόν – και, βέβαια, χωρίς στέρεο πολιτικό μέλλον.
Γιατί απέτυχε η κυβέρνηση στη διαχείριση της πανδημίας;
Γιατί θα αποτύχει σε άλλα εξίσου πιεστικά, π.χ. της ενεργειακής φτώχειας ή της πράσινης μετάβασης;
Μέρος της απάντησης βρίσκεται στο συμπέρασμα της πρόσφατης δημοσκοπικής έρευνας του EuroFound, του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας της Ε.Ε. που μιλάει για «έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τις εθνικές κυβερνήσεις».
Το εύρημα αυτό διαβρώνει την αξιοπιστία των εγχώριων δημοσκοπικών προβαδισμάτων της Ν.Δ. Για τη συμβατική σοφία, πρωτιές ελλείμματος εμπιστοσύνης προς τις εθνικές κυβερνήσεις κατέγραψε η Ελλάδα, μαζί με Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Κύπρο και Πολωνία.
Δηλαδή, «εσείς θα παριστάνετε ότι κυβερνάτε και εμείς κάνουμε πως σας πιστεύουμε».
Η ακαδημαϊκή έρευνα εντοπίζει ποικιλία παραγόντων που ενισχύουν τη θεσμική ανθεκτικότητα σε αναγκαίες αλλαγές νοοτροπιών και εκείνων που επιταχύνουν τη θεσμική αποτυχία.
Ωστόσο, το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση αποδεικνύεται, στην πράξη, με τη γενίκευση των αρνήσεων στα σημαντικά.
Από την άρνηση της πανδημίας, των μέτρων, της επιστήμης -άρα των εμβολίων- και της παροχής ιατρικής φροντίδας, φτάσαμε στην άρνηση της απογραφής.
Οδηγηθήκαμε στο «όχι σε όλα».
Και ο ενορχηστρωτής της άρνησης της πραγματικότητας είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, συνεπικουρούμενη από Πετσο-μίντια - με τον Πέτσα εξαιρούμενο από τους μάρτυρες της προανακριτικής.
Και επειδή, από κοινού, ομνύουν σε ένα σύστημα που, δίχως να αμφισβητούν, το υπηρετούν πλήρως, μπορούμε να μιλάμε για ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας, της επιρροής και της διεισδυτικότητας του πλέγματος θεσμικής, αντικοινωνικής άρνησης της πραγματικότητας η οποία μακροπρόθεσμα δεν θα μπορεί να κρύψει την εθνική αποτυχία.
Και επειδή δεν υπάρχει σχέδιο για το πώς θα είναι η ελληνική κοινωνία και οικονομία, π.χ. το 2050, το κυβερνητικό φτιασίδωμα θα αποσπά την προσοχή των πολιτών και των γενεών από το μείζον:
«Πώς θα θέλαμε να είναι η ελληνική κοινωνία και οικονομία σε έναν κόσμο που αλλάζει; Προς ποια κατεύθυνση θα θέλαμε να γίνουν οι μετασχηματιστικές αλλαγές;»
Αυτοί που οδήγησαν στην κρίση τη συντηρούν.
Δεν αναστρέφουν την απαξίωση δημοσιονομικών και κοινωνικών μέσων που θα μπορούσαν να αμβλύνουν την πόλωση και τις ανισότητες στην υγεία, την εκπαίδευση, τις δημόσιες συγκοινωνίες, την οικονομία...
Κάνουν ελάχιστα, με αρκετή ψευδολογία χέρι χέρι με ένα μιντιακό τοπίο εξαργυρώσεων, αποσιωπήσεων, σε μια χώρα που θα αποδέχεται τη μοίρα της.
Ας πουν επιτέλους και μια αλήθεια.
Από πού πάμε για βοθροκάναλα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου