Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Οδοιπορικό στην καμένη γη: «Κάθε μέρα κλαίμε περισσότερο».Ποιοι έδωσαν αυτές τις εντολές; Ποιος ήταν αυτός που δε βγήκε την άλλη μέρα να ζητήσει συγνώμη και να πάει σπίτι του; Ευθύνη δεν παίρνει κανείς και θέλουν να περάσουν ΕΔΕ κάποιους πυροσβέστες που είπαν ότι τα αυτοκίνητα τους είναι σαράβαλα.


 





https://popaganda.gr/stories/odiporiko-stin-kameni-gi-kathe-mera-kleme-perissotero/2/


Στους καιρούς της αδυσώπητης και πυκνής επικαιρότητας που εξανεμίζονται τα λιγοστά αποθέματα ξεγνοιασιάς, η μνήμη γίνεται αναγκαστικά βραχύβια.
 Σκεπάζει με επιθέματα λήθης τις πληγές. 
Είναι κάποιου είδους μηχανισμός αντιμετώπισης της δυσκολίας, καθώς το ένα σάστισμα διαδέχεται το άλλο. 
Δεν την αντιπαλεύει ακριβώς. 
Την ξεγελάει και ξεγελιέται η ίδια. 

Την πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια την έζησα από τον θολό πρωινό ουρανό της Νάξου, το νοσηρό ηλιοβασίλεμα που στιγμάτισε τον Αύγουστο, τη μυρωδιά του καμένου που έσερνε η ατμόσφαιρα σα βλοσυρό καλωσόρισμα, καθώς το πλοίο της επιστροφής έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά. 

 Και κάπως υποσχέθηκα στο όνομα των οικογενειακών θερινών διακοπών της εφηβείας μου – τόσο έντονα συνδεδεμένες με τη δροσιά των πλατανιών και τα βαζάκια πευκόμελου -, των λυτρωτικών εκδρομών της ενηλικότητας μου, 
του λυγμού των φίλων στα ταραγμένα τηλεφωνήματα, της τρομαγμένης ύστατης ανάσας των ζώων, 
του νυχτερινού βαδίσματος στο βουνό με τη φωτιά από πίσω των κοριτσιών που προσπαθούσαν να σώσουν τα άλογα, στο όνομα της απώλειας, ότι δεν θα ξεχάσω.

 Πώς να ξεχάσουμε άλλωστε το γεγονός ότι μια ολόκληρη γεωγραφική ζώνη, τόσο φιλόξενη και γλυκιά, τραβήχτηκε βάναυσα από τον χάρτη; 
Αυτό που λείπει, θα τη θυμίζει. 
Η μνήμη, βλέπεις, δε συγκροτείται μόνο στη βάση της παρουσίας άλλα και στη βάση της απουσίας, την πιο επίμονη από τις θύμησες.

Το κακό αρχίζει από νωρίς όταν αποφασίσεις να πάρεις την Αθηνών – Λαμίας για να φτάσεις στην Εύβοια. 

Ήδη από τις Αφίδνες, κοιτώντας στ’ αριστερά σου, συστάδες καμένων δέντρων στέκονται πένθιμα πάνω από την πυρωμένη άσφαλτο. 

Ένας ποδηλάτης πέρναγε από κάτω τους, στον παράδρομο. Η περιβολή του μου φάνηκε εργασίας. 

Το μοναδικό που κάποτε αντιστάθμιζε το να πηγαίνεις με το ποδήλατο στη δουλειά σου, περνώντας ξυστά από την εκνευριστικά ιλιγγιώδη και θορυβώδη Εθνική Οδό, μάλλον ήταν τα δέντρα όταν ακόμα ήταν δέντρα. 

«Πρέπει να νιώθει στεναχωρημένος» είπα στον Αλέξανδρο. Στρίβοντας από Χαλκίδα προς Μαντούδι όλα φαντάζουν όπως πρέπει. Απείραχτη, αιώνια και απέραντη φύση, γενναιόδωρη σε σκιά και ομορφιά. 

Το σφίξιμο έρχεται αργότερα, πλησιάζοντας προς Αγία Άννα. Απανθρακωμένα οπωροφόρα, συκιές, έλατα, ελιές που έθρεψαν γενιές ολόκληρες και συντήρησαν τους τοπικούς πληθυσμούς σε ιστορικές περιόδους ένδειας.

Η πιο φημισμένη ήταν 2500 ετών στις Ροβιές.

 Οι απανθρακωμένες ελιές είναι πολύ εκφραστικές, στα παιχνιδίσματα της θλίψης έχεις την αίσθηση πως σχηματίζουν ανθρώπινες μορφές, πως φτιάχνουν μια νοητή ενότητα με το υποκειμενικό συναίσθημα. 

Παλιά δε φαινόταν η παραλία από ψηλά, την έκρυβαν τα πεύκα. Τώρα μπορείς να τη δεις, ανάμεσα από απογυμνωμένους σκελετούς καμένων δέντρων, στην άκρη του ορίζοντα. 

Μια υδάτινη γαλάζια γραμμή στο τέλος του μαύρου. Το τελευταίο καταφύγιο σωτηρίας. Εκεί έσβησε η φωτιά. Από εκεί τους πήραν τα σκάφη για να απομακρυνθούν.

Δεκαετίες τώρα οι άνθρωποι όταν βρίσκονται κυνηγημένοι από κάτι και όλοι οι δρόμοι μπροστά τους είναι φραγμένοι, ετοιμάζουν βιαστικά μια τσάντα που δε χωράει τη ζωή τους και βάζουν τα παιδιά τους στη θάλασσα για να σωθούν. Ακόμα επιπλέουν κλαριά.

«Τουλάχιστον μας έμεινε η θάλασσα»

Στην παραλία της Αγίας Άννας συνάντησα τον Γιάννη Αμαραντίδη. Τον βρήκα μπροστά σ’ έναν σωρό από δεκάδες λιωμένα ποδήλατα που μαρτυρούσαν την ύπαρξη μιας μικρής εύρωστης επιχείρησης. Αγαπάει και ο ίδιος το ποδήλατο. 

Κάποτε έφτασε μέχρι το Νεπάλ με ποδήλατο.

 Τους χειμώνες ζει στην Ελασσόνα και τα καλοκαίρια στην Αγία Άννα.

 Ξεκίνησε το 2015 ως υπάλληλος μιας επιχείρησης ενοικιάσεως ποδηλάτων, στη συνέχεια την αγόρασε, τη μεγάλωσε και συνέβαλε από την πλευρά του στην καλλιέργεια ποδηλατικής κουλτούρας στην περιοχή.

Σηματοδότησε 50 χιλιόμετρα διαδρομών μέσα στο δάσος και στο κομμάτι των επισκευών εξυπηρετούσε όλα τα γύρω χωριά. 

«Βλέπαμε τη φωτιά από μακριά για τουλάχιστον τρεις – τέσσερις μέρες. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως αποκλείεται να φτάσει μέχρι εδώ από την άλλη μεριά του νησιού

Το μεσημέρι της Πέμπτης άρχισαν να εκκενώνουν το camping. 

Το απόγευμα έστειλαν σκάφη για να πάρουν κόσμο από τη θάλασσα. Οι πιο πολλοί ντόπιοι έμειναν για να προστατέψουν τα σπίτια τους. Εγώ έφυγα μετά τη 1 τη νύχτα όταν πλέον οι φλόγες κατέβαιναν. Πρόλαβα να βάλω στο αμάξι κάποια εργαλεία και έναν από τους υπολογιστές. Κι έμεινε αυτό που βλέπεις. 

Η επιχείρηση μου καταστράφηκε κατά 85%. 

Το κόστος της ζημιάς το υπολογίζω γύρω στις 45.000 ευρώ, γιατί είχα 140 ποδήλατα, ορισμένα εκ των οποίων κόστιζαν 2.000 – 3.000 ευρώ το ένα. Αν όλα πάνε καλά και καταφέρω να βγάλω άκρη με τα απαιτούμενα έγγραφα, το ποσό που δικαιούμαι ως αποζημίωση είναι 8.000 ευρώ. 

Ας πούμε ότι είναι μια προκαταβολή για να ξεκινήσω από την αρχή. Του χρόνου το καλοκαίρι θέλω να είμαι εδώ και αν είναι εφικτό να έχω ανακτήσει τον εξοπλισμό μου και να έχω πάλι 140 ποδήλατα».

Εκτίμησα το πείσμα του Γιάννη να είναι εδώ ξανά, όπως ήταν, σα να μην ακυρώθηκε ο κόπος και η εργασία πέντε χρόνων.
 Όταν μάλιστα οι περίφημες αποζημιώσεις, τόσο στην περίπτωση του, όσο και στων περισσοτέρων πληγέντων – όπως θα δούμε παρακάτω – δεν καλύπτουν επ’ ουδενί τη ζημιά που προκλήθηκε. Ο βολονταρισμός ως παυσίλυπον, έστω προσωρινό, μέχρι να φύγουν από πάνω μας οι στάχτες. Δίπλα ακριβώς από τον σταθμό ενοικιάσεως ποδηλάτων βρισκόταν το camping. Η πρόσοψη του είναι μαυρισμένη. 

Κάποια στιγμή ξεμύτισε ένα αγόρι, κρεμάστηκε αμίλητο από το κάγκελο, τράβηξε ένα λάστιχο και πότιζε με το κεφάλι σκυφτό, χωρίς να κοιτάζει γύρω του, το μοναδικό δέντρο που δεν είχε καεί. Ένας μικρός σπασμός ελπίδας στη χώρα της απόγνωσης. 

Στα μαγαζιά υπήρχε μια μέτρια κινητικότητα. Όπως μου εξήγησαν, δεν ακυρώθηκαν όλες οι κρατήσεις. Κάποιοι επέλεξαν να έρθουν για να δείξουν ότι στηρίζουν την περιοχή. 

«Τουλάχιστον μας έμεινε η θάλασσα» αναφωνούσαν μεταξύ τους πικρά οι ντόπιοι. 

Η Βόρεια Εύβοια ήταν ένας προορισμός ήπιου τουρισμού, χωρίς έντονους ταξικούς αποκλεισμούς. Ήταν προσιτή.
 Μπορούσαν να πάνε και άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα.

 Δεν είχε θηριώδεις τουριστικές εγκαταστάσεις, μεγάλη οχλοβοή, περίεργες κουζίνες με εξωφρενικές τιμές, ούτε πολλές ψυχαγωγικές φιοριτούρες. Δεν τα χρειάζονταν κιόλας. 

Ο συνδυασμός δάσους και θάλασσας ήταν μοναδικός και οτιδήποτε άλλο πολύπλοκα τεχνητό θα διασάλευε την εξαίσια αρμονία της.

Στην Αγία Άννα ήταν και το Rancheros, ένα καταφύγιο φροντίδας για άλογα και άλλα ζώα, καρπός πολύχρονης προσπάθειας της Ντέπυς και της Νάνσυς Κουρέλλου. Έχω ξαναγράψει γι’ αυτό. 

Παρακολουθούμε από παλιά το εγχείρημα, γιατί άξιζε. 

Η Νάνσυ παράτησε τη ζωή της στην Αθήνα για να περιθάλψει τα υποσιτισμένα άλογα που είχαν εγκαταλειφθεί από ιππικό όμιλο. Τα μετέφερε σε μια πευκόφοιτη έκταση 17 χιλιομέτρων δίπλα στη θάλασσα στην Αγία Άννα και έμεινε κοντά τους σ’ ένα τροχόσπιτο. 

Τα άλογα αναγεννήθηκαν και μαζί με άλλα ταλαιπωρημένα ζωάκια έφτιαξαν μια υπέροχη συντροφιά. 

Ακόμα θυμάμαι την αγωνία μας, τη νύχτα της Πέμπτης 6 Αυγούστου, όταν πια οι φλόγες τα καταδίωκαν και τα κορίτσια ξεκίνησαν μια πορεία μέσα από το βουνό με τα άλογα, επιχειρώντας μια δύσκολη διέλευση για να μπορέσουν να τα κρατήσουν όλα σώα και αβλαβή. Κι η Νάνσυ τη θυμάται και τη διηγήθηκε ξανά όταν ανταμώσαμε.  Χωρίς τα άλογα. Εκείνα μετά από περιπέτειες και σκληρά διλήμματα οδηγήθηκαν στις εγκαταστάσεις της Εμμα Κορρέ στο Μαραθώνα.

 Στο σπίτι τους στην Αγία Άννα το χώμα είναι καρβουνισμένο και οι υποδομές τους αφανισμένες. Τα ζώα, όμως, είναι καλά. Μια νίκη της ζωής απέναντι στον όλεθρο.

«Στην αρχή ήταν μακριά η φωτιά. Έκαιγε, έκαιγε ασταμάτητα. Πίστευαν ότι δε θα φτάσει η φωτιά στην Αγία Άννα. Εγώ φοβήθηκα και ήθελα να οργανώσω τη μεταφορά τους. Κανόνισα να έρθει ένα φορτηγό, το οποίο χάλασε, όμως, μετά. Κάλεσα άλλο. Έκλεισε η Εθνική Οδός και δε μπορούσε να μας προσεγγίσει.

Στο μεταξύ είχε έρθει η εντολή για εκκένωση.

 Φυγαδεύσαμε πρώτα τις κότες, μετά πήγαμε τα σκυλάκια με τρία αυτοκίνητα στο διπλανό χωριό κι αρχίσαμε να προετοιμάζουμε τη συνθήκη για να φύγουμε μαζί με τα άλογα. 

Πήραμε μόνο ό,τι ήταν εφικτό να πάρουμε. Έβγαλα τις μπουκάλες και τις μπαταρίες από τα φωτοβολταικά για λόγους ασφαλείας. Μέχρι να ολοκληρωθούν αυτές οι ενέργειες η φωτιά είχε πλησιάσει αρκετά. Ο κόσμος πήγαινε με αυτοκίνητα στην Κρύα Βρύση. Στον δρόμο τα άλογα ενοχλούνταν από τα αμάξια κι αναγκαστήκαμε να πάμε από τη θάλασσα που φύσαγε δυνατά με σκοπό να ανέβουμε αργότερα το βουνό. 

Το άλογο της Ντέπυς έφυγε από τα χέρια και πήρε μαζί του κι άλλα άλογα. Ευτυχώς πρόλαβε να του λύσει το σχοινί να μην πάρει φωτιά. Το δικό μου άλογο το κράτησα, γιατί ήταν πιο υπάκουο. Η Βαρβάρα, η γαϊδουρίτσα δυσκολευόταν να περπατήσει. Τέλος πάντων, φτάσαμε στην Κρύα Βρύση με δύο άλογα και μια γαϊδουρίτσα. Τ’ ασφαλίσαμε σ’ ένα σπίτι με γερή περίφραξη. Χωριστήκαμε με την Ντέπυ. 

Καθώς εκκενώνονταν χωριό – χωριό, η Ντέπυ κατέληξε στα λουτρά Αιδηψού. Την επόμενη μέρα, αφού πλέον είχαν λαμπαδιάσει τα πάντα, αποφάσισα να γυρίσω με τα πόδια μήπως βρω τα άλογα. Είχαν όντως σωθεί μόνα τους από την πυρκαγιά κι είχαν επιστρέψει στο Rancheros. Κάηκαν τα πάντα, η περίφραξη, οι αποθήκες, τα στέγαστρα, οι σωλήνες. Δεν είχαμε να τους βάλουμε νερό που ήταν τόσο διψασμένα. 

Εγώ κάθε χρόνο κατάφερνα να φτιάξω ένα μικρό πραγματάκι, πχ. μπορεί έναν χρόνο να κατάφερνα να πάρω μια σέλα, πέρασαν τα χρόνια όμως, είχα τις περιφραξούλες, τις πορτούλες, τις αποθηκούλες μου, όλα από ξύλο. Δε χρειάζονταν κάτι παραπάνω τα άλογα. Όλοι εξυμνούσαν πόσο ευτυχισμένα ήταν τα άλογα στην Αγία Άννα. 

Ήταν ελεύθερα σ’ έναν μεγάλο χώρο. Είχαν φυσικές σκιές από τα δέντρα. Το κάθε δέντρο είχε μια λειτουργία για τα άλογα. Ήξεραν που θα πάνε όταν έχει αέρα, που θα πάνε όταν βρέχει, που θα κοιμηθούν, που θα ξυθούν. Με βαριά καρδιά αναγκαστήκαμε να τα μεταφέρουμε στο Μαραθώνα γιατί εδώ δεν ήταν ασφαλές πια. Είχε αναθυμιάσεις. Μου παραχώρησαν κι εμένα έναν χώρο να μένω κοντά. 

Στεναχωρήθηκα αφάνταστα. Ωστόσο, στεναχωρήθηκα λιγότερο απ’ ότι θα στεναχωριόμουν αν δε μας είχαν φύγει κάποια άλογα στη διαδρομή. Θα έλεγα καταστροφή, πάει το τροχόσπιτο μου, τα ρούχα μου, τα βιβλία μου, το λαπτοπ μου. Τώρα λέω ζήσαμε». Η Νάνσυ ήταν φανερά εξουθενωμένη. Επαναλάμβανε συχνά «δεν ξέρω αν ξεχνάω κάτι, είμαι πολύ κουρασμένη». 

Θα γύριζε πίσω στην Αθήνα για να είναι το επόμενο πρωινό μαζί με τ’ άλογα. Η Ντέπυ με την οικογένεια της έμεινε στην Αγία Άννα, αφού το σπίτι τους δεν κινδύνεψε. Ο στόχος των κοριτσιών είναι να ξαναφτιάξουν τη φάρμα. Γι’ αυτό απευθύνουν κάλεσμα οικονομικής ενίσχυσης στη σελίδα τους στο Facebook.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS) που αφορούσαν στην περίοδο από τις 29 Ιουλίου έως τις 12 Αυγούστου, δηλαδή πριν τις φωτιές στα Βίλια, 1.008.740 στρέμματα κάηκαν στην Ελλάδα. 

Σχεδόν 1.143.000 στρέμματα είχαν καεί από την αρχή του 2021, από τα οποία πάνω από το 90% αυτές τις δύο εβδομάδες, έναντι 96.000 κατά μέσο όρο για την περίοδο από το 2008 έως το 2020. Η Εύβοια, είναι η περιοχή που έχει πληγεί βαρύτερα.

 Για την ακρίβεια το ένα τρίτο των δασών στην Εύβοια καταστράφηκε από την πρόσφατη πυρκαγιά, σύμφωνα με ανάλυση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/meteo.gr. Αξιοποιώντας τη βάση δεδομένων CORINE της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτιμήθηκε ότι το 23% της συνολικής επιφάνειας της Ευβοίας καλύπτεται από δάση διαφόρων ειδών.

Βάσει των πρόσφατων λεπτομερών δορυφορικών καταγραφών, η πυρκαγιά έκαψε το 33% αυτής της έκτασης, δηλαδή περίπου το ένα τρίτο των δασών της Εύβοιας. Από τον συνολικό αριθμό των 508.000 στρεμμάτων που κάηκαν, τα 275.000 στρέμματα αφορούσαν δάση και τα 34.000 στρέμματα καλλιέργειες ελιάς. Η υπόλοιπη καμένη έκταση αφορά κυρίως άλλες αγροτικές καλλιέργειες και θαμνώδεις εκτάσεις.

«Δεν είχα στο μυαλό μου ότι ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα το σπίτι μου»

Οδηγώντας προς το Αχλάδι, πέφταμε από το πεδίο της στατιστικής που όσο στυγνή κι αν είναι διατηρεί πάντα ένα επίπεδο αποστασιοποίησης, σε αυτό της αμείλικτης πραγματικότητας. Διερχόμασταν μέσα από την καταστροφή, μέσα από τα ξεραμένα σπλάχνα της, ανακαλώντας άλλοτε τις διαυγείς προειδοποιήσεις του Μιχάλη Κατσαρού για το άνυδρο μέλλον κι άλλοτε τη σπαρακτική ποιητικότητα του Τάσου Λειβαδίτη: «Εγώ στη μέση των χωραφιών, τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει από μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά». 

Κανένα κοπάδι πουλιών δεν καταδέχτηκε να περάσει. Μόνο ένα γεράκι έσκισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τον αέρα για να απομακρυνθεί αμέσως από εκείνο το νεκροταφείο της φύσης. Όταν καίγονται δάση, καίγονται οικοσυστήματα, με εκατομμύρια ζωές που φώλιαζαν εντός τους. Ο συνολικός αριθμός των ζώων που θανατώθηκαν είναι αδύνατο να προσδιοριστεί. 

Προσωπικά δεν άντεξα να δω το βίντεο με την κραυγή του βοσκού τη στιγμή που μπαίνει στο μαντρί και αντικρίζει τα ζώα σκοτωμένα. Άκουσα, όμως, σε  repeat από τα πιο επίσημα χείλη, πως δεν είχαμε λέει θύματα. Μια λεκτική επιτελεστικότητα ύβρεως. 

Σ’ ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος ήταν το κτήμα του Ρολάνδου Παύλου. 
Μόνιμος κάτοικος από το 2006. Το διάλεξε το μέρος. 
Δε γεννήθηκε εκεί, ούτε τον έριξε η τύχη. 

Στον πάνω όροφο του οικήματος ήταν το σπίτι του και στον κάτω το εργαστήριο του. Γιατρός στο επάγγελμα, έφτιαχνε καλλυντικά και βοτανικά εκχυλίσματα. Τον βρήκα να αδειάζει μπάζα με μια παρέα φίλων που συνέτρεξαν να τον βοηθήσουν. Το σπίτι κάηκε, το εργαστήριο γλίτωσε. 

«Ήταν μια ποιότητα ζωής για μένα και την οικογένεια μου το κτήμα, όχι απλώς ένα επιχειρηματικό πλάνο. Κάναμε ένα παιδί το 2009 που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στο δάσος, δεν είχαμε καμία έγνοια να ανοίξει την πόρτα και να βγει στο δάσος, δεν είχαμε τίποτα να φοβηθούμε στη φύση. 
Το πιο σοκαριστικό της ιστορίας είναι ότι αναγκάζομαι να γίνω ξανά Αθηναίος.

 Θεωρώ τον εαυτό μου από τους τυχερούς πυρόπληκτους γιατί έχω σπίτι στην Αθήνα, το οποίο χρησιμοποιούσα μέχρι τώρα ως ιατρείο. 
Όταν χωρίσαμε με τη σύζυγο μου κατέβαινα τα Σαββατοκύριακα να βλέπω το παιδί μου και να κάνω ιατρείο. Δε θέλω να το συγκρίνω με τους ανθρώπους που δεν έχουν άλλο σπίτι, δεν έχουν άλλη πηγή εισοδήματος εκτός από τη φύση. Το αισιόδοξο είναι ότι κάποια από τα βότανα μου άρχισαν να ξαναβγαίνουν» μου λέει και μου δείχνει το μελισσόχορτο που ξεπεταγόταν δειλά και έσπαγε τη μαυρίλα γύρω του.Άρχισε να μου εξιστορεί το δικό του χρονικό του τρόμου: 
«Ανησυχήσαμε πιο ισχυρά όταν η φωτιά πέρασε την Κεράμεια, είναι ένα σημείο κλειδί που περνάει ένα φαράγγι. O περιφερειάρχης και ο δήμαρχος δίνανε μάχη με την πυροσβεστική για να τους πείσουν ότι δεν πρέπει να φτάσει η φωτιά στο φαράγγι. 
Είχαν την ευκαιρία εάν έστελναν αεροπλάνα να τη σβήσουν. 
Η μόνη επιλογή που έκαναν ήταν να σώσουν τον Όσιο Δαυίδ. Μόνο εκεί έστειλαν στοχευμένα εναέρια μέσα. Κατά τα’ άλλα δεν έκαναν το παραμικρό. 

Τα πυροσβεστικά ήταν παρκαρισμένα έξω από τα χωριά, τους έλεγαν οι χωρικοί βοηθήστε μας και έλεγαν δεν έχουμε εντολές ή είναι χαλασμένο το πυροσβεστικό. Μόνο τις τελευταίες δύο μέρες έκαναν κάποιες κινήσεις εντυπωσιασμού όταν πλησίαζε η φωτιά στην Ιστιαία. 
Η πολιτική τους ήταν εκκενώνουμε και αφήνουμε να κάψει. 
Κατευθύνθηκα προς την παραλία να κοιμηθώ για να μην είμαι μόνος μου μέσα στο δάσος, με σκοπό όμως να γυρίσω την επόμενη μέρα εδώ και αν χρειαστεί να μαζέψω. Δεν είχα στο μυαλό ότι είναι η τελευταία φορά. Ίσως είναι κι ένα μπλοκαρισμα του νου που αρνείται να το δεχτεί, με αποτέλεσμα να φύγω παγωμένος. 

Η φωτιά, ήρθε μέσα σε μια νύχτα. 
Πήγα στο Προκόπι τελικά και από εκεί μάθαινα τα νέα. 

Οι μόνοι που έδωσαν τη μάχη ήταν μια ομάδα κατοίκων που έμειναν και έκαναν ότι μπορούσαν πόρτα – πόρτα. Είναι λίγα τα κτίρια που χάθηκαν, 15 στο χωριό και άλλα 13 στην παραλία και αυτό χάρη στην ηρωική τους προσπάθεια. Συντονίστηκαν αυθόρμητα και αλληλοβοηθήθηκαν με πρωτόγονα μέσα. 
Εγώ εδώ ενώ είχα προετοιμασία πυρόσβεσης, είχα τη μάνικα της πυροσβεστικής συνδεδεμένη με το πηγάδι, δεν τόλμησα να μείνω γιατί θα ήμουν μόνος. Αυτό που πόνεσα περισσότερο ήταν τα βότανα».Το κόστος της δικής του ζημιάς σε κτίριο, οικοσυσκευή και κτήμα ξεπερνάει τις 100.000 ευρώ. Προφανώς οι αποζημιώσεις που έχουν εξαγγελθεί δεν το καλύπτουν. 

Αλλά ξέρεις, υπάρχει κι ένα ψυχικό κόστος δυσβάσταχτο όταν έχει συντριβεί ένα κομμάτι του κόσμου σου, όταν αναγκάζεσαι να αλλάξεις τρόπο ζωής τόσο απρόσμενα και καταναγκαστικά, όταν αφήνεις το σπίτι σου χωρίς να προλάβεις να πάρεις μαζί τα αγαπημένα σου βιβλία ή κάποια οικογενειακά κειμήλια. 

«Η καταστροφή είναι βιβλική, δε μπορεί να περιγραφεί. Μυρίζει ψοφίμι σε όλη την έκταση. Νεκρά ζώα. Αυτό την προηγούμενη πυρκαγιά το 1977, το δάσος χρειάστηκε πάνω από μια εικοσαετία για να αναγεννηθεί. Θα υπάρξει μια χαμηλή βλάστηση άλλα το ίδιο το δάσος θέλει πολλά χρόνια και θέλει την ησυχία του. Αυτοί βιάζονται να κάνουν παρεμβάσεις. 
Η ανακοίνωση για ανάδοχο αναδάσωσης σημαίνει ότι αλλάζει το καθεστώς του δάσους. 
Εδώ τα χωριά έκαναν συνεταιρισμούς και εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι τα δάση, ρετσινάδες, υλοτόμοι, μελισσοκόμοι. Αν ισχύει η ιδέα του ανάδοχου, ποιος θα είναι ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας; Μήπως όλο αυτό συνδέεται με τις ανεμογεννήτριες.
 Η εξαγγελία 165.000 στρεμμάτων αναδάσωσης, αφορά μόνο στο ¼ της καμένης έκτασης. Φοβάμαι ότι τάζουν αποζημιώσεις για να μας βουλώσουν τα στόματα και να μας πάρουν τη φύση». Ο Ρολάνδρος μου είπε όταν αποχαιρετιστήκαμε πως θα επιστρέφει στο κτήμα για να φροντίζει τα καινούργια βότανα. 
Ωστόσο, προς το παρόν σκέφτεται πως δεν έχει το κουράγιο να ξαναστήσει την επιχείρηση του, κάτι που βρήκα βαθιά ανθρώπινο. 
Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να σκάβουμε αδιάκοπα μέσα μας για να ανακαλύψουμε κοιτάσματα δύναμης. Μπορούμε να κάνουμε και μισό βήμα πίσω, όταν το έχουμε ανάγκη. Είναι παρηγορητικό σ’ αυτά τα βήματα, είτε μπροστά, είτε πίσω να μη νιώθει κανείς μόνος κι εκεί υπήρχαν μπόλικα άτομα να κατανοήσουν, να στηρίξουν και κυρίως να καθαρίσουν. Μη φανταστείς ότι μερίμνησε ο κρατικός μηχανισμός για τον καθαρισμό των οικημάτων που έχουν πληγεί. Φίλοι, εθελοντές και αλληλέγγυοι τα κάνουν.

«Η επιστήμη έχει πάει στο φεγγάρι κι εμείς σβήναμε τις φωτιές με τις κλάρες»

Ανάμεσα στο αποπνικτικό συνεχές μαύρο του καμένου υπήρχαν διάσπαρτες αφίσες. «Όλοι στον αγώνα» έγραφαν.

 Κάθε άνθρωπος που συνάντησα εκείνες τις ημέρες θα πήγαινε στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στον κόμβο της Στροφυλιάς, ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν συμμετάσχει ποτέ στο παρελθόν σε συγκέντρωση. 

Φίλες/οι κατέφθαναν με αμάξια από την Αθήνα και πούλμαν με κόσμο από τη Χαλκίδα. Ήταν από τις πιο συμπεριληπτικές δράσεις που έχω δει. 

Ηλικιωμένοι/ες, μανάδες με μωρά, παιδιά, ανάπηροι/ες, νέοι/ες και άτομα στο μέσο της ενήλικης ζωής τους, αγρότισσες, εργάτες, νοικοκυρές συσπειρώθηκαν σ’ ένα ημικύκλιο γύρω από την εξέδρα. Κοντά στα 5.000 άτομα.

 Δεν πρέπει να έχει συμβεί ξανά κάτι παρόμοιο στη σύγχρονη ιστορία της Εύβοιας.

Στους τοπικούς αξιωματούχους και πολιτευτές, δε δόθηκε ο λόγος.
 Ήταν η ώρα της αντιστροφής των ρόλων. Οι επίσημοι θα άκουγαν τους απλούς ανθρώπους που πάσχιζαν ακόμα να ξεκολλήσουν από το δέρμα τους τη μυρωδιά του καπνού από τις πολυήμερες μάχες για να μην καούν σπίτια και που τώρα ατενίζουν ένα μέλλον χωρίς δουλειά και δυνατότητες επιβίωσης. 

Έτσι, όπως υψωνόταν το φεγγάρι και φέγγιζε τα πρόσωπα τους, αναλογιζόμουν πως τα αυγουστιάτικα φεγγάρια μου είναι συνυφασμένα με τις συνήθεις τυπολογίες του ρομαντισμού, έρωτες, χωρισμούς, μελαγχολίες, όνειρα σε ακρογιαλιές. Υπήρχε, όμως, κάτι ατόφια ρομαντικό στον αγώνα των ανθρώπων να μη ξεριζωθούν.  Στη συγκέντρωση άκουσα τον πρόεδρο του σωματείου ρητινοκαλλιεργητών Βαγγέλη Γεωργαντζή. Δώσαμε ραντεβού για το επόμενο πρωινό. 
Βρεθήκαμε στο Αχλάδι, παρότι ο ίδιος είναι από τη Σκεπαστή.

 «Εδώ έχω κάτι χωράφια με ελιές από τη μάνα μου στο Αχλάδι και ήρθα να δω την κατάντια τους. Γιατί από εκεί, στη Σκεπαστή, είχα 600 δέντρα που κάηκαν και ήθελα να δω αν έμεινε κάτι από εδώ. Τα ίδια και χειρότερα. 

Γύρω στα 130 δέντρα ελιές καμένα» μου εξηγεί. Τον ρωτάω αν έχουν βάση οι καταγγελίες των κατοίκων πως δεν επιστρατεύτηκαν επαρκή μέσα από το κράτος για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Η απάντηση του ήταν αφοπλιστική και χειμαρρώδης:

«Όχι δεν έβαλαν πολλά μέσα, δεν έβαλαν μέσα. 

20 σαράβαλα πυροσβεστικά, ούτε καν μπήκαν στη φωτιά, δε μπορούσαν να το κάνουν, τα μισά έμειναν στο δρόμο, τα άλλα έλεγαν δεν έχουμε εντολή να ρίξουμε νερό. 

Εναέρια μέσα δεν επιχείρησαν σχεδόν καθόλου. Ερχόταν το Ericson καμιά φορά, έψαχνε να βρει που είναι οι δημοσιογράφοι για να ρίξει. 
Έτσι είναι, μην κοροϊδευόμαστε. 

Ό,τι σώθηκε, σώθηκε αποκλειστικά από τον κοσμάκη. 
Στα χωριά όσους τους έπιασαν στον ύπνο και φύγανε από τη λαχτάρα, κάηκαν και τα σπίτια τους. Όσοι πονηρευτήκαμε και κάτσαμε με τον τσαμπουκά μας, με τα τρακτέρ, τα βυτία, τα ψεκαστικά τρέχαμε από σπίτι σε σπίτι. 
Έτσι έμειναν χωριά άθικτα, αλλιώς θα μετρούσαμε πάνω από 5000 καμένα σπίτια στην Εύβοια. Ο κόσμος με την εμπειρία του τα κατάφερε. Δεν περιμέναμε τίποτα. 

Τι είδους λογική ήταν το τρέξτε να σωθείτε; Έτσι ξέρω κι εγώ να κάνω τον στρατηγό. 
Ποιοι έδωσαν αυτές τις εντολές; Ποιος ήταν αυτός που δε βγήκε την άλλη μέρα να ζητήσει συγνώμη και να πάει σπίτι του;
 Ευθύνη δεν παίρνει κανείς και θέλουν να περάσουν ΕΔΕ κάποιους πυροσβέστες που είπαν ότι τα αυτοκίνητα τους είναι σαράβαλά. Αυτή είναι η αλήθεια. Άλλα δεν είχαν φώτα, άλλα δεν είχαν φρένα, άλλα δεν είχαν αντλία.

 Η επιστήμη έχει πάει στο φεγγάρι κι εμείς σβήναμε τις φωτιές με τις κλάρες. 
Εθνικό σύστημα πυρόσβεσης η κλάρα. 

Ήρθαν οι Ρουμάνοι και μας ξεφτίλισαν. 
Στην αρχή τους χλευάζαμε. 
Έβγαλε ο επικεφαλής τους ένα τραπέζι και νομίζαμε πως θα κάτσουν να φάνε. 
Άνοιξε ένα λαπτοπ, σήκωσε τρία drones, το ένα κοίταξε που έχει νερό, το άλλο την κατεύθυνση της φωτιάς και το τρίτο που μπορεί να κοπεί η φωτιά. 

Είχαν μεγάλα κανόνια που χτυπάγανε 300 μέτρα μέσα. Από πίσω τσακαλάκια που μπήκαν μέσα με τους πυροσβεστήρες στην πλάτη κι έσβησαν μέχρι και τα κάρβουνα.
 Τράβηξαν νερό από το ποτάμι, γιατί το ποτάμι δεν τελειώνει. Εμάς μέχρι να πάνε να ξαναγεμίσουν, η φωτιά έχει επεκταθεί τρία χιλιόμετρα».

Μπορεί στον δημόσιο λόγο να παίζουμε ακόμα κρυφτούλι και ο Περιφερειάρχης να αναγκάζεται να ανασκουμπωθεί μετά τις δηλώσεις του για πυροσβεστικά σταθμεμεύνα που ισχυρίζονταν πως δεν είχαν εντολή κατάσβεσης στη Βόρεια Εύβοια, όμως, δε θα βρεις άνθρωπο να μην σου πει το ίδιο πράγμα. Όπως και δε θα βρεις άνθρωπο να μην σου πει ότι η δράση των εναέριων μέσων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. 

Δε μπορεί να είναι όλοι φαντασιόπληκτοι, ψευδολόγοι ή εχθροί της κυβέρνησης. 
Είναι αδιανόητο να μη διερευνώνται σε πολιτικό και ποινικό επίπεδο, οι καταγγελίες για ενδεχόμενες αμέλειες και κακούς χειρισμούς σε μια καταστροφή ιστορικής κλίμακας με άμεσες και μακροπρόθεσμες τραγικές επιπτώσεις.

«Η Εύβοια – συνεχίζει ο Βαγγέλης Γεωργαντζής –  ζούσε αποκλειστικά από την κτηνοτροφία, τον αγροτικό τομέα, τους ρητινοκαλλιεργητές, τις ελιές, τα μελίσσια. Ήταν ένα παρθένο μέρος, δεν ήταν ούτε Μύκονος, ούτε Σαντορίνη να ζει από τον τουρισμό. 

Έχουν καταστραφεί πάνω από 1500 οικογένειες. 
Από τους 800 ρετσινάδες που δούλευαν στους δύο δήμους, οι 500 έχουν καταποντιστεί.

 Καταθέσαμε μια πρόταση, να μας αφήσουν μέσα με συμβάσεις από το Υπουργείο να δουλέψουμε για την αποκατάσταση του δάσους μαζί με τα δύο δασαρχεία της περιοχής. 
Και εμείς θα σταθούμε στα πόδια μας και το δάσος θα το παραδώσουμε σε 20 χρόνια όπως ήταν. Επιπλέον, να μπει ο κόσμος στα αντιπλημμυρικά να δουλέψει. 
Αλλιώς η Βόρεια Εύβοια θα μαραζώσει. 

Ακούω μερικούς που λένε να φύγουν, να πάνε αλλού για δουλειές. 
Πιστεύετε αν έρθω εγώ 49 ετών στην Αθήνα θα βρω δουλειά;
 Εδώ υπάρχουν 25αρηδες που παρακαλάνε για δουλειά. 
Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να ζήσω την οικογένεια μου. 

Λένε δεν είχαμε θύματα, εμείς τι είμαστε; 
Έχασα 9000 πεύκα που ρητίνευα, 700 ρίζες ελιές, δυο αμπέλια , αποθήκες, ζώα και μηχανήματα. Τι μπορώ να κάνω; Όχι μόνο εγώ, όλοι οι συνάδελφοι του κλάδου μας.
 Αν δεν αναπτερωθεί το ηθικό, θα φύγουν οι νέοι. 

Κι οι συνταξιούχοι θα φύγουν. 
Τα παιδιά μεγαλώνουν με τους παππούδες, γιατί εμείς δουλεύουμε. Δε μπορείς να παρατήσεις τον παππού και τη γιαγιά πίσω. Θα ερημώσει ο τόπος αν δεν γίνει κάτι».

Επιβεβαιώνει και ο ίδιος πως οι αποζημιώσεις δεν καλύπτουν τις ανάγκες των πληγέντων και δεν αφήνουν περιθώριο να ανασυγκροτήσουν τις ζωές τους. 
Ακόμα παραπέρα, έχοντας ακούσει από αρκετούς ήδη για γραφειοκρατικά εμπόδια και μεθοδεύσεις κατά τον έλεγχο των αρμόδιων επιτροπών που στοχεύουν στη μείωση των αποζημιώσεων, ζήτησα και τη δική του εμπειρία: 

«Τα σπίτια τα βγάζουν κίτρινα γιατί δεν έχουν πέσει τα ντουβάρια. Για τα μηχανήματα ζητούν παραστατικά. Εμένα, για παράδειγμα, μου κάηκαν τα μηχανήματα μου, κάποια τα είχα 15 χρόνια, είχαν κοστολόγιο ένα δεκαχίλιαρο, που να το βρεις το τιμολόγιο; 
Το αγόρασες, το βαλες στην εφορία, κάποια στιγμή θα το πετάξεις το τιμολόγιο, τι θα το κάνεις; Είναι παλαβοί οι άνθρωποι; 

Ψάχνουν να βρουν δικαιολογίες να μη δώσουν λεφτά. Μου κάηκαν τα ζώα, έρχεται ο ΕΛΓΑ μπαίνει στο μαντρί που μυρίζει αφόρητα και σου λέει βγάλτα να μετρήσουμε κεφάλια. Μπες εσύ και βγάλτα ρε φίλε. Αφού κάθε χρόνο δηλώνω το ζωικό μου κεφάλαιο, βλέπεις ότι είναι ένας σωρός από καμένα ζώα και απαιτείς να στα βγάλω ένα – ένα; Έχω την πίκρα μου, να με βάλεις σε αυτή τη διαδικασία; Πατάνε πάνω στη δυστυχία των φτωχών».

Στο καφενείο που καθόμασταν, κάθε θαμώνας είχε κι έναν καημό να μοιραστεί, ένα παράπονο, ένα φυλαγμένο ξέσπασμα θυμού. 
Οι περισσότεροι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ. Οι αναπαραστάσεις που συγκροτούν οι άνθρωποι στα αστικά κέντρα για τους κατοίκους της υπαίθρου, δεν είναι πιστά αντίγραφα. Διέπονται από στρεβλώσεις και στερεότυπα, είτε λόγω άγνοιας και μειωμένης όσμωσης, είτε σ’ ένα πλαίσιο εστετ υπεροψίας. Οι περισσότεροι είχαν ένα ακατάλυτο δεσμό με τη γη. 

Την αγαπούσαν και την ευγνωμονούσαν.
 Γνώριζαν τις συνήθειες, τα πλάσματα, τους ρυθμούς της σαν τις παλάμες τους. Δεν είναι η γνώση του πανεπιστημίου άλλα του βιώματος.«Κάθε μέρα που περνάει τόσο πιο πολύ μας πιάνουν τα κλάματα. Αν έχεις προσέξει, όταν πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος, μερικές φορές δίνουν ηρεμιστικά στους δικούς του για να μη φρικάρουν κι ακολουθούν αποσβολωμένοι την κηδεία. Έτσι την πάθαμε κι εμείς. Το σοκ είναι τεράστιο. 

Τα ξύλα καίνε κι αυτοί σκέφτονται πως θα κάνουν μπίζνες. 
Βολοδέρνουν διάφοροι παρατρεχάμενοι υπουργοί και μας παρουσιάζουν επιχειρηματικούς ομίλους. Όχι ρε παιδιά, είπαμε, είμαστε απλοί άνθρωποι, χωριάτες, άλλα ηλίθιοι δεν είμαστε. Θα μας βρουν μπροστά τους αν τολμήσουν να καταστρέψουν την ομορφιά του τόπου. Ο κόσμος έχει καταλάβει ότι πρέπει να είναι ενωμένος και να παλέψει. 

Θέλουν να ξεχαστεί το ζήτημα. Θα το θυμηθούμε εμείς και θα ‘ρθουμε στην Αθήνα. 
Δε θα επιτρέψουμε να παραδοθεί ο τόπος σε επιτήδειους που κόπτονται να αυξήσουν τα κέρδη τους πάνω στον πόνο μας».Δεν ξέρω, αν κάποιος ένιωσε ανακούφιση με την ιδέα της εισόδου ιδιωτών στη διαδικασία της αναδάσωσης. Προσωπικά, με παρέπεμψε στον τρόπο που περιγράφει η Ναόμι Κλάιν στο «Δόγμα του Σοκ» την εργαλειοποίηση των καταστροφών προς όφελος της αχαλίνωτης κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου και της συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου. 

Ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα ήταν η περίπτωση της Νέας Ορλεάνης μετά τον τυφώνα Κατρίνα. Το τελευταίο διαστροφικό όραμα του γκουρού της σχολής του Σικάγο Μίλτον Φρίντμαν πριν πεθάνει ήταν αφού τα κτίρια των δημόσιων σχολείων είχαν πληγεί, αντί να αποκατασταθούν, να έδινε το κράτος κουπόνια στις οικογένειες ώστε να γράψουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. 

Ταξίδεψα στη Νέα Ορλεάνη 10 χρόνια μετά τον τυφώνα. Στις γειτονιές των Αφροαμερικανών υπήρχαν υποδομές και κτίρια που δεν είχαν ακόμα επισκευαστεί πλήρως. Ωστόσο, το εκπαιδευτικό σύστημα είχε ιδιωτικοποιηθεί σε συντριπτικό βαθμό. 

Τα δάση ανήκουν στην κατηγορία των πολυτιμότερων κοινών. Οποιαδήποτε διαφορετική σκέψη πάνω στη χρήση τους και στο καθεστώς τους είναι δηλητηριώδης, όπως και η απόπειρα εκμετάλλευσης του μουδιάσματος των κοινοτήτων μέσω φθηνών δέλεαρ.

«Η καταστροφή είναι ολική. Επηρεάζει τα πάντα»

Επόμενη στάση: Καματριάδες. Απαράλλακτο σκηνικό. Ένα χωριό που σώθηκε, επειδή οι ντόπιοι αρνήθηκαν να υπακούσουν στις απανωτές εντολές εκκένωσης.

 «Εννοείται πως δε μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τέτοιες εντολές που έδειχναν ασχετοσύνη. Το χωριό είναι εδώ 200-300 χρόνια. Μάθαμε από τους παππούδες μας τι πρέπει να κάνουμε όταν υπάρχει κίνδυνος. 40 ώρες πολεμήσαμε τη φωτιά όσο καλύτερα γινόταν με τα μέσα που διαθέταμε. Όλα αυτά τα χρόνια μια καλαμιά να έπαιρνε φωτιά έρχονταν το ανακριτικό της πυροσβεστικής, εδώ έχει καεί το σύμπαν και δεν έχει ασχοληθεί κανείς.

 Θα έπρεπε κατευθείαν να παρέμβουν εισαγγελείς» μου λέει ο Γιάννης Μαστρογιάννης. Είναι δασοπόνος και βιοπορίζεται από τις αγροτικές δυνατότητες που προσέφερε ο τόπος, μελίσσια, σύκα κι αμπέλια.

Με τη συστολή που έχεις όταν ξέρεις πως η ερώτηση που απευθύνεις προσιδιάζει με σκάλισμα μιας νωπής πληγής, του ζητάω να μου πει για την επόμενη μέρα: 

«Η καταστροφή είναι ολική. Έχει επηρεάσει το 100% των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Εκατοντάδες άνθρωποι ζούσαν από το δάσος. Επηρεάζει τα πάντα. Οι ρετσινάδες από πού θα ΄χουν ασφάλιση τώρα για τη σύνταξη τους; Με τα μελίσσια που ασχολούμαι εγώ, θεωρώ πως δεν έχει γίνει αντιληπτή η κατάσταση σε όλες τις διαστάσεις της.

 Αυτό το δάσος έδινε 10-20 χιλιάδες τόνους μέλι πανελλαδικά.  Δεν υπάρχει πια και δε θα υπάρχει για αρκετά χρόνια. Επηρεάζει το σύνολο της μελισσοκομίας σε Νότια και Κεντρική Ελλάδα. Αυτό που μπορώ να δω στα μάτια όλων μας είναι ένα συναίσθημα τραγικό. 

Είχα δει απόγνωση και θλίψη, τώρα υπάρχουν όλα μαζί σε υπερθετικό βαθμό, σα να έχεις χάσει τα πάντα από τη ζωή σου. Είναι πρωτόγνωρο. Δε μπορούμε να συζητήσουμε, υπάρχει ένα χάσιμο. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι ο κόσμος θα έχει να φάει. Αλλιώς δεν θα υπάρχει επόμενη μέρα. Όσο κι αν αγαπάς το χωριό σου, εάν δε σου δίνει φαγητό, εάν δε μπορείς να βιοποριστείς, θα αναγκαστείς να φύγεις. Θα μετατραπούν σε χωριά – φαντάσματα. Ανησυχούμε για τις εταιρείες που θα ρθουν να αναλάβουν ρόλο στο δάσος.

 Ανησυχούμε για τις πλημμύρες. Ανησυχούμε για την επιβίωση μας».

Στις Ροβιές, απ’ όπου ξεκίνησε η φωτιά – δηλαδή στην άλλη άκρη του νησιού που βρέχεται από τον Ευβοϊκό – παρατηρήσαμε σ’ ένα καμένο σπίτι ανάμεσα σ’ έναν χυλό αντικειμένων, ένα πιάνο, αχρηστευμένο πλέον. 
Για κάποιον/α αυτό πρέπει να ήταν όνειρο ζωής, να είχε ένα πιάνο σ’ ένα σπίτι τριγυρισμένο με δέντρα και μπαλκόνι στη θάλασσα. 

Λίγο παρακάτω ένα γατάκι γυρόφερνε απορημένο σ’ ένα οίκημα γεμάτο γυαλιά, θρυμματισμένα μπάζα και ερείπια ύπαρξης. 
Πιο πίσω μια μεγαλύτερη γάτα, ενδεχομένως η μητέρα του.
 Τους είχαν αφήσει στην άκρη νερό και τροφή. Ο αφανισμός των ζώων, των κατοικίδιων, των αιγοπροβάτων της κτηνοτροφίας, των ζώων του δάσους συνιστά ένα δράμα από μόνο του που παραμένει πιο υποφωτισμένο στην αγνωμοσύνη και την αλαζονεία της ανθρωποκεντρικής αντίληψης. 

Μόνο στην κατηγορία των ζώων κτηνοτροφίας από τα 2.000 που υπήρχαν στο δήμο Μαντουδίου – Αγίας Άννας υπολογίζεται ότι σκοτώθηκε το 30%. Όσα επέζησαν αντιμετωπίζουν πρόβλημα σίτισης, γιατί δεν έχουν που να βοσκήσουν.

Κράτησα για το τέλος τη μοναδική ίσως σχισμή αισιοδοξίας στη συμπαγή θλίψη.

 Στην καθημαγμένη από την πυρκαγιά και την κρατική αδιαφορία Βόρεια Εύβοια βλάστησε η αλληλεγγύη. Ένα παλίμψηστο ενσυναίσθησης, προσφοράς και βοήθειας. Ένα συγκλονιστικό κύμα ατόμων και φορέων που έδρασαν και δρουν για να ανακουφίσουν το άλγος και τη μοναξιά όσων υποφέρουν, άτομα που πήγαν να βοηθήσουν τους κατοίκους στην κατάσβεση, ομάδες που έσωσαν και περιέθαλψαν ζώα, τόνοι με είδη πρώτης ανάγκης απ’ όλη την Ελλάδα, χέρια που διατέθηκαν για τη στήριξη των πυρόπληκτων. 

Ο Παναγιώτης Αντωνίου, ασκούμενος δικηγόρος, έμεινε έξι μέρες στο camping στις Ροβιές στο πλαίσιο μιας συλλογικής προσπάθειας να στηθεί ένα δίκτυο αυτοοργανωμένης βοήθειας στους πληγέντες.

«Αντιληφθήκαμε ότι πέρα από την αποστολή πραγμάτων χρειάζονταν να πάνε και άνθρωποι εκεί για να βοηθήσουν όσο μπορούν. Είχε και συμβολική σημασία. Δε νοηματοδοτείς τον τόπο σαν έναν κατεστραμμένο μαύρο χώρο που δεν έχει αξία να είσαι εκεί. Πηγαίνεις και δείχνεις ότι αξίζει, ότι κανείς/ καμία δεν θα είναι μόνος/η. 

Τις δύο πρώτες μέρες έγινε καθαρισμός σε ένα ολοσχερώς κατεστραμμένο σπίτι στο χωριό Κεράμεια στη Βόρεια Εύβοια. Άνηκε σε πυροσβέστη που όταν καιγόταν το σπίτι του, αυτός επιχειρούσε σε ένα άλλο σημείο. Στο σπίτι κατά βάση έμεναν οι ηλικιωμένοι γονείς του. Ήταν γεμάτο μπάζα και το παραδώσαμε καθαρό.

 Καθιερώθηκε μια μικρή ιεροτελεστία. Κάθε φορά που ολοκληρωνόταν μια τέτοια δουλειά, πήγαινε ο κόσμος στην πλατεία του χωριού. Ήταν συγκινητική η φιλοξενία των ανθρώπων. Μια κυρία μας μαγείρεψε να φάμε. Καθαρίσαμε άλλο ένα σπίτι στην Τσαπουρνιά, στο βορειανατολικό άκρο που είχε υποστεί φθορές σε ορισμένους εξωτερικούς χώρους και κατοικούνταν από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.

 Κάναμε, επίσης, ταξινόμηση και διαλογή πραγμάτων. Δεν πήγαμε σαν μεμονωμένοι εθελοντές άλλα στο πλαίσιο μιας συλλογικής κουλτούρας δράσης, που περιέχει έμπρακτη αλληλεγγύη και διεκδίκηση στο πλάι τους» υποστηρίζει ο Παναγιώτης.

Φύγαμε με ένα πλάκωμα στο στήθος, ψιλοκαμένες τις σόλες των παπουτσιών μας, στρώματα στάχτης στα ρούχα και το αμάξι. Στο Κοινοβούλιο η εξουσία επιδίδονταν ξανά σε τυμβωρυχίες, επιδιώκοντας να καταστήσει τους νεκρούς/ες ρητορικές ασπίδες για την αποποίηση των ευθυνών της και να θεμελιώσει ποταπές στάθμες σύγκρισης της οδύνης. Μέρες μετά βρήκα στα πράγματα μας έναn καψαλισμένο σπόρο από κουκουνάρι.

 Ο Αλέξανδρος μου εξήγησε πως από αυτούς τους σπόρους που θα πέσουν στη γη, θα γεννηθούν τα καινούργια πεύκα. Θα ποτιστούν από τα δάκρυα των ανθρώπων. Θα επιστρέφουμε να τα χαζεύουμε να ψηλώνουν, να βεβαιωθούμε ότι θα γίνουν ξανά πεύκα και όχι τσιμέντο, να μεγαλώνουμε μαζί τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου