Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από τη στιγμή που κατέλαβε την πρωθυπουργία, θέλησε να ασκήσει ασφυκτικό έλεγχο σε πλείστους τομείς της κρατικής διοίκησης και των πιο ευαίσθητων λειτουργιών της πολιτείας με το περίφημο νομοσχέδιο του επιτελικού κράτους.
Η ΕΡΤ, το ΑΠΕ-ΜΠΕ και η ΕΥΠ υπάγονταν πια απευθείας στον πρωθυπουργό επιβεβαιώνοντας τον κυβερνητικό έλεγχο επί θεσμών που οφείλουν να παραμένουν αποστασιοποιημένοι από τον κυβερνητικό εναγκαλισμό. Παράλληλα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε στη διάθεσή του ένα δίκτυο «τεχνοκρατών» υφυπουργών, μη εκλεγμένων, οι οποίοι δυνητικά ασκούσαν έλεγχο στους υπουργούς και δεν υποχρεώνονταν σε κοινωνικό δημοκρατικό έλεγχο.
Ωστόσο το ζήτημα δεν ήταν μόνο θεσμικό. Στο πεδίο της αστυνόμευσης ο Κυριάκος Μητσοτάκης, διά του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, άφησε ελεύθερα τα όργανα των κατασταλτικών μηχανισμών -όπως έλεγαν συνδικαλιστές τους- και εκείνα με τη σειρά τους αφιερώθηκαν στην επίθεση σε κατειλημμένους χώρους.
Αλλά αυτή η τακτική εφαρμόστηκε με την αναγκαία πυγμή: Μην ξεχνάμε την περίπτωση κατάφωρης παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων στην περίπτωση Ινδαρέ ή τη σωρεία καταγγελιών για βία σε πολίτες. Η επιτροπή που συστάθηκε και εξέτασε καταγγελίες υπό τον καθηγητή Αλιβιζάτο κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν διενεργηθεί ΕΔΕ ή όσες έχουν εξαγγελθεί δεν είχαν γνωστοποιημένο αποτέλεσμα. Δηλαδή πλήρης και θεσμική ατιμωρησία.
Παράλληλα στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης οι κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη έμοιαζαν μελετημένες από καιρό. Η περίφημη λίστα Πέτσα ήταν το αποκορύφωμα στη λίστα με τα δώρα της κυβέρνησης σε ισχυρούς μιντιάρχες, που περιελάμβαναν επίσης αναστολή πληρωμής δόσεων για τις τηλεοπτικές άδειες και εκτεταμένες φοροαπαλλαγές. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση με τη λίστα Πέτσα απέκλειε από οικονομικούς πόρους μέσα ενημέρωσης που της ασκούν σφοδρή κριτική, με την ελπίδα να τα στραγγαλίσει οικονομικά και να μειώσει επακόλουθα την επιδραστικότητά τους.
Η πανδημία του κορωνοϊού εσχάτως έχει αποκαλύψει το πώς αντιμετωπίζει η κυβέρνηση τις έκτακτες ανάγκες σε πρωτόγνωρες καταστάσεις που απαιτούν σύνεση και ορθολογισμό. Χρησιμοποίησε την επιστημονική κοινότητα ή μέρος αυτής ως εργαλείο για να δικαιολογήσει ριψοκίνδυνες αποφάσεις ή για να αποφύγει την κριτική, επενδύοντας τελικά στον επιστημονισμό.
Παράλληλα, όμως, όσο με τις ενέργειές της απαξίωνε τον ρόλο και την εγκυρότητα της επιστημονικής διαδικασίας, έδινε άπλετο χώρο σε θεωρίες συνωμοσιολογικές. Και κατόπιν, αδυνατώντας να παράσχει πειστικές απαντήσεις στις ορθολογικές παρατηρήσεις της αντιπολίτευσης, έκανε το πολύ απλό μα επικίνδυνο: τις κατέτασσε και αυτές στο πεδίο των «ψεκασμένων».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τέλος, δεν άφησε να περάσει πολύς χρόνος από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής για να δείξει τον επόμενο αντίπαλο, όχι με όρους ιδεολογικούς, αλλά νομικούς. Την ημέρα της ανακοίνωσης της απόφασης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέφερε τη θεωρία των δύο άκρων, επιχειρώντας να εξομοιώσει γελοιωδώς την Αριστερά με τη ναζιστική εγκληματική οργάνωση.
Λίγες εβδομάδες μετά, και με τον Χρήστο Παππά να κυκλοφορεί ελεύθερος, έλαβε αφορμή από κάποιους κουφιοκέφαλους της ΑΣΟΕΕ για να πει ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί «ο φασισμός με κόκκινο προσωπείο». Με άλλα λόγια έδινε το σύνθημα για δικαστική εξόντωση της Αριστεράς.
Οι αλλαγές στη διοικητική διάρθρωση για εξαντλητικό έλεγχό του και η ακροδεξιά ρητορική και πρακτική μπορούν να λειτουργήσουν ως το «χαλί» προκειμένου οι επικριτές και οι αντίπαλοι της κυβέρνησης να έχουν ελάχιστα περιθώρια κινήσεων.
Εάν ξεφύγουν, θα θεωρούνται είτε κόκκινοι φασίστες είτε ψεκασμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου