«Όμως στην άκρη αυτής της σκιάς είναι αναπόφευκτο να υπάρχει ένα φως, που το μαντεύουμε κιόλας και δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να αγωνιστούμε για να συνεχίσει να υπάρχει. Πέρα από τον μηδενισμό, όλοι μας, ανάμεσα στα ερείπια, προετοιμάζουμε μια αναγέννηση. Αλλά λίγοι το ξέρουν».
Όταν ο Αλμπέρ Καμί έγραφε αυτό το απόσπασμα για τον «Επαναστατημένο Άνθρωπο», είχε μόλις ξημερώσει η δεκαετία του 1950. Οι απελευθερωτικές προσδοκίες που είχε δημιουργήσει με τη γέννησή του ο 20ός αιώνας έμοιαζαν να έχουν σχεδόν σβήσει.
Δύο παγκόσμιες εκατόμβες που είχαν μετατρέψει σε πτώματα τις γενιές ανθρώπων που θα άλλαζαν τον κόσμο, η ναζιστική φρικαλεότητα που είχε επιβεβαιώσει ότι η δυνατότητα του ανθρώπου να παράγει τον τρόμο είναι απεριόριστη, πριν το ίδιο επιβεβαιωθεί για τη δυνατότητά του να παράγει ελευθερία, και η τελική ήττα του από καθεστώτα που διέψευδαν τους πόθους για ελευθερία και ισότητα, δημιουργούσε μια αμηχανία σε κάθε ελευθεριακή σκέψη της εποχής.
Αν η ανθρωπότητα είναι ικανή να παράγει Άουσβιτς, πόσο αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς για αυτήν και στο όνομά της; Αυτή η πάλη να αξίζει δίνεται μόνο και μόνο για να συνεχίσει να υπάρχει απαντούσε ο συγγραφέας της «Πανούκλας» τονίζοντας τη σημασία του να πολεμά κανείς τον φασισμό, τον ολοκληρωτισμό και τον τρόμο, ακόμα κι όταν η μάχη δείχνει μάταιη.
Το 2013 -τείνουμε να το ξεχάσουμε- έτσι έδειχνε η μάχη κατά της ναζιστικής επέλασης στην ελληνική κοινωνία. Η Χρυσή Αυγή αύξανε τα ποσοστά της με ρυθμούς μεγαλύτερους από κάθε άλλης δύναμης στη χώρα. Όχι, τάχα, όπως υποστήριζε αφελώς ένα μέρος (και) της Αριστεράς επειδή ο κόσμος δεν καταλάβαινε τι πρεσβεύει. Αλλά, αντίθετα, ακριβώς επειδή καταλάβαινε τι πρεσβεύει.
Κάθε βίαιη δράση των ναζιστών, κάθε επίδειξη δύναμης στον δρόμο, κάθε δήλωση περιφρόνησης όχι μόνο της δημοκρατίας, αλλά και συνολικά του ανθρωπιστικού πολιτισμού, αύξανε την επιρροή της μέσα σε μια κοινωνία καθημαγμένη από την κρίση, σοκαρισμένη από τη διάψευση, θυμωμένη από την πραγματικότητα, γοητευμένη από τον μηδενισμό.
Εκείνη την περίοδο, κάθε ένας και κάθε μία που επιχειρούσε να αναμετρηθεί με αυτόν τον μηδενισμό στον δρόμο δεν διακινδύνευε μόνο της σωματική του ακεραιότητα. Κινδύνευε επίσης να χαρακτηριστεί «άλλο άκρο» από το μισό δημοκρατικό τόξο, «περιθώριο» από ένα μέρος του άλλου μισού ή απλά να καταλήξει στη ΓΑΔΑ και να βασανιστεί από ένστολους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής.
Το σημείο καμπής
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα υπήρξε μια καταλυτική στιγμή σε αυτή τη δυσοίωνη πορεία. Ανάγκασε τους σύγχρονους οπαδούς της πολιτικής του κατευνασμού απέναντι στους ναζιστές να σωπάσουν. Υποχρέωσε τους φιλοσόφους της αμπέλου που αναρωτιόταν αν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε «500.000 ανθρώπους φασίστες» να κρυφτούν. Και κυρίως δέσμευσε το κράτος να σταματήσει να καλύπτει ή να λειτουργεί με συγκατάβαση στη δράση της Χρυσής Αυγής και να την αντιμετωπίσει ως αυτό που ήταν: μια εγκληματική οργάνωση ναζιστών κακοποιών.
Από αυτό το σημείο καμπής ξεκινά η Νέμεση, αυτή που επισφραγίστηκε την περασμένη Τετάρτη με την τελική απόφαση του δικαστηρίου να οδηγηθούν στις φυλακές 38 ναζιστές, ανάμεσά τους όλα τα μέλη της ηγεσίας της φασιστικής συμμορίας και η πλειονότητα των βασικών τραμπούκων των υπερδραστήριων κατά την προηγούμενη δεκαετία ταγμάτων εφόδου της.
Η δίκη αυτή σχεδιάστηκε από την πολιτική αγωγή. Αυτή συγκρότησε το κατηγορητήριο, που το 2013 είχε φτιαχτεί τσαπατσούλικο και ακρωτηριασμένο. Αυτή έδωσε τη μάχη για να ενοποιηθούν διαφορετικές υποθέσεις και να συνεκδικαστούν, ώστε να οδηγήσουν στην κύρια κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης.
Το έκανε γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια δίκη μακρόχρονη και εξαρτημένη από τη μακρινή τότε ακόμα συγκυρία της στιγμής της απόφασης, αλλά γνωρίζοντας επίσης ότι στο παρελθόν οι πράξεις των χρυσαυγιτών είχαν πολλές φορές δικαστεί κατά μόνας, επιφέροντας μικρές ή μεγαλύτερες ποινές σε στελέχη της ναζιστικής συμμορίας, αλλά αφήνοντας κατ’ ουσίαν ανέγγιχτο το κέλυφος που προστάτευε την εγκληματική οργάνωση και τον μηχανισμό της.
Πριν ακόμα αυτή η δίκη τελειώσει, ο μηχανισμός Χρυσή Αυγή είχε πολιτικά εξαρθρωθεί. Όχι όμως ανεξάρτητα από αυτή. Με την οργάνωση υπόδικη, με τους βασικούς της συντελεστές υπό την κρίση του δικαστηρίου, η μιλιταριστική δράση της εξανεμίστηκε σταδιακά. Η επίθεση στον χώρο «Συνεργείο», η επίθεση στο στέκι «Φαβέλα» που στόχευε και στην δικηγόρο της οικογένειας Φύσσα Ελευθερία Τομπατζόγλου, έμοιαζαν με αντανακλαστικούς σπασμούς ενός σώματος που είχε χτιστεί για να ανασαίνει δέρνοντας, τρομοκρατώντας και κερδίζοντας έδαφος.
Όσο η πολιτική αγωγή κέρδιζε το δικό της έδαφος στη δίκη, τόσο ο μιλιταρισμός της Χρυσής Αυγής μειωνόταν. Χωρίς αυτή τη μιλιταριστική ισχύ ο ναζισμός αδυνατεί να αναπαραχθεί. Ακόμα και μέσα στην εθνικιστική έξαρση του «μακεδονικού» η Χρυσή Αυγή αδυνατούσε να πείσει ότι αποτελεί καλύτερο εκφραστή της εθνικοφροσύνης από την παλιά καλή Δεξιά.
Τον Μάιο του 2019 η Χρυσή Αυγή κατεβαίνει στις εκλογές με γνώμονα την ασυλία των βασικών της κατηγορουμένων και για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια υποχωρεί εκλογικά -και μάλιστα άτακτα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου μένει εκτός Βουλής. Στη συνέχεια τριχοτομείται και διαλύεται. Και τελικά καταλήγει να καταδικαστεί από το δικαστήριο ως ένα συνονθύλευμα εκλιπαρούντων παλιάτσων και ξεδοντιασμένων τραμπούκων.
Αυτή υπήρξε μια βασική συνεισφορά της δίκης που τελείωσε την Τετάρτη στην ελληνική Ιστορία, μιας δίκης που με τη σειρά της οφείλει το ότι υπήρξε στους αντιφασίστες και της αντιφασίστριες, που στην «άκρη αυτής της σκιάς» αγωνίστηκαν για να «υπάρχει ένα φως».
Η στρατηγική της πολιτικής αγωγής
Η πολιτική αγωγή χρειάστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της δίκης να αναδημιουργήσει το κατηγορητήριο. Χρειάστηκε δηλαδή:
* Να βάλει ποινικά θεμέλια σε αυτό που αποτελεί την πολιτική διαπίστωση για τη δράση του ναζισμού ιστορικά, και της Χρυσής Αυγής ειδικότερα.
* Να περιγράψει τη σκληρή ιεραρχία που επικρατούσε στο εσωτερικό της ναζιστικής οργάνωσης, η οποία βασιζόταν στην αρχή του αρχηγού.
* Να καταδείξει ότι αυτή η ιεραρχία στόχευσε στη μιλιταριστική και βίαιη εξολόθρευση των αντιπάλων του ναζισμού και τελικά στην «κατάκτηση του κράτους», που αποτελεί τον στόχο κάθε φασιστικής αντίληψης.
* Και να συνδέσει αυτά τα δύο αποδεικνύοντας ότι η διαρκής βίαιη δράση της Χρυσής Αυγής, η επαναλαμβανόμενη τάση σωματικής εξόντωσης των εχθρών, δεν συνδεόταν μόνο στατιστικά με τις «θέσεις» της, αλλά δομικά. Δηλαδή ότι η οργάνωση είχε φτιαχτεί γι’ αυτό.
Η απόφαση του δικαστηρίου, της οποίας βέβαια το σκεπτικό θα πρέπει να περιμένουμε ίσως και μήνες για να εκδοθεί, συναινεί ουσιαστικά σε αυτή την παραδοχή: ότι το υποτιθέμενο «πολιτικό κόμμα» και η εγκληματική οργάνωση δεν συνδέονται απλά, αλλά ταυτίζονται. Γι’ αυτό και αυτοί που καταδικάστηκαν για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης είναι τα μέλη του «πολιτικού συμβουλίου», και όχι όλοι οι βουλευτές ή οι αρχιμπράβοι των ταγμάτων εφόδου.
Για να δημιουργήσει αυτή τη συνείδηση στο δικαστήριο η πολιτική αγωγή χρησιμοποίησε με αριστοτεχνικό τρόπο τις τρεις διαφορετικές περιόδους της παρέμβασής της. Πρώτα αυτήν των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι μίλησαν για τη δομή της Χρυσής Αυγής (πραγματικά σημαντική η συνεισφορά του δημοσιογράφου και παλιού μελετητή του ελληνικού ναζισμού Δημ. Ψαρρά, αλλά και ανθρώπων όπως ο Ν. Αλιβιζάτος και ο Δημ. Κουσουρής) αφενός και για τη συγκεκριμένη δράση της (σειρά θυμάτων και αυτοπτών μαρτύρων, με συγκλονιστικές στιγμές τις μαρτυρίες των μεταναστών που γνώρισαν το ναζιστικό μίσος και ιδιαίτερα του Αιγυπτίου ψαρά Αμπουζίντ Εμπάρακ) αφετέρου.
Έως εκείνο το σημείο οι συνήγοροι υπεράσπισης (στην πλειονότητά τους μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και οι ίδιοι, πληρωμένοι ως «επιστημονικοί συνεργάτες» των ναζιστών βουλευτών) διαμαρτύρονταν ότι η πολιτική αγωγή ανακατεύει χωρίς ειρμό «πράξεις με ιδέες», άποψη που η έδρα έμοιαζε ακόμα να ακούει περιμένοντας.
Η δεύτερη φάση ήταν αυτή της παρουσίασης των αναγνωστέων εγγράφων. Διαδικασία ελάχιστα «εμπορική» και θεαματική, η οποία όμως υπήρξε το σημείο καμπής αυτής της δίκης, καθώς εκεί αποδείχθηκε η δομική, η -σιαμαία στην πραγματικότητα- σύνδεση της «θεωρίας» με την πράξη. Αυτή η δεύτερη φάση δημιούργησε τους συσχετισμούς αυτής της δίκης καθοριστικά και προσανατόλισε την έδρα στην απόφασή της, κάτι που ποτέ δεν κατάλαβαν -ή έκαναν ότι δεν κατάλαβαν- οι συνήγοροι υπεράσπισης και η ανεκδιήγητη εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου.
Το ότι συνέχισαν -οι συνήγοροι- να φωνασκούν ότι δεν μπορούν οι «ιδέες» να έχουν θέση στη δίκη ακόμα και μετά την παρουσίαση των αναγνωστέων εγγράφων έδειξε είτε τη νομική τους ανεπάρκεια είτε το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει. Πιθανότατα και των δύο.
Παρά τη σοκαριστική αγόρευση της Οικονόμου και την πρότασή της για μαζική αθώωση του ναζισμού, η τρίτη φάση, αυτή των αγορεύσεων, υπήρξε ένας θρίαμβος της πολιτικής αγωγής επί της υπεράσπισης που θύμιζε την επέλαση του Κόκκινου Στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο από το 1943 μέχρι την είσοδό του στο Βερολίνο.
Ή, για να θυμηθούμε τη διατύπωση του Θανάση Καμπαγιάννη στο δικαστήριο, σε μια σπουδαίας λογοτεχνικής αξίας αναπαράσταση που αιωρείται μεταξύ ρομαντισμού και συμβολισμού, ένα σμήνος εργατριών μελισσών που έχει πάρει στο κυνήγι μια αγέλη λύκων.
Η δίκη αυτή, η μεγαλύτερη σε διάρκεια στην ελληνική Ιστορία και η κορυφαία δίκη του ναζισμού σε παγκόσμιο επίπεδο από την εποχή της Νυρεμβέργης, έληξε με συντριπτική επικράτηση των αντιφασιστικών δυνάμεων. Με την καταδίκη και την εξαφάνιση της Χρυσής Αυγής, αυτού του μεγάλου καρκινικού όγκου που είχε μπει μέσα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Παραμένουν ακόμα και σήμερα ζωντανές οι μεταστάσεις τους. Στους ρατσιστικούς θυλάκους της ελληνικής κοινωνίας, στα στρατόπεδα των προσφύγων, στο ξέπλυμα φασιστικών πρακτικών, στον ακμαίο κρατικό αυταρχισμό. Όπως και το 1945 οι αντιφασίστες και οι αντιφασίστριες αλλιώς φαντάζονταν τον κόσμο μετά τον φόνο του ναζιστικού τέρατος.
Κι όμως: Στην άκρη αυτής της σκιάς είναι αναπόφευκτο να υπάρχει ένα φως, που το μαντεύουμε κιόλας και δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να αγωνιστούμε για να συνεχίσει να υπάρχει. Τα 5,5 χρόνια της δίκης το απέδειξαν ξανά.
H δίκη ως βαρόμετρο της μιλιταριστικής δράσης της Χ.Α.
Πριν ακόμα αυτή η δίκη τελειώσει, ο μηχανισμός Χρυσή Αυγή είχε πολιτικά εξαρθρωθεί. Όχι όμως ανεξάρτητα από αυτή. Με την οργάνωση υπόδικη, με τους βασικούς της συντελεστές υπό την κρίση του δικαστηρίου, η μιλιταριστική δράση της εξανεμίστηκε σταδιακά. Η επίθεση στον χώρο «Συνεργείο», η επίθεση στο στέκι «Φαβέλα» που στόχευε και στην δικηγόρο της οικογένειας Φύσσα Ελευθερία Τομπατζόγλου, έμοιαζαν με αντανακλαστικούς σπασμούς ενός σώματος που είχε χτιστεί για να ανασαίνει δέρνοντας, τρομοκρατώντας και κερδίζοντας έδαφος.
Όσο η πολιτική αγωγή κέρδιζε το δικό της έδαφος στη δίκη, τόσο ο μιλιταρισμός της Χρυσής Αυγής μειωνόταν. Χωρίς αυτή τη μιλιταριστική ισχύ ο ναζισμός αδυνατεί να αναπαραχθεί. Ακόμα και μέσα στην εθνικιστική έξαρση του «μακεδονικού» η Χρυσή Αυγή αδυνατούσε να πείσει ότι αποτελεί καλύτερο εκφραστή της εθνικοφροσύνης από την παλιά καλή Δεξιά.
Τον Μάιο του 2019 η Χρυσή Αυγή κατεβαίνει στις εκλογές με γνώμονα την ασυλία των βασικών της κατηγορουμένων και για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια υποχωρεί εκλογικά -και μάλιστα άτακτα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου μένει εκτός Βουλής. Στη συνέχεια τριχοτομείται και διαλύεται.
Και τελικά καταλήγει να καταδικαστεί από το δικαστήριο ως ένα συνονθύλευμα εκλιπαρούντων παλιάτσων και ξεδοντιασμένων τραμπούκων.
https://www.avgi.gr/koinonia/370025_itan-kapote-mia-egklimatiki-organosi-poy-tin-elegan-hrysi-aygi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου