«Με χτυπούσαν μέχρι που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, γιατί είχα χτυπηθεί άσχημα στα πλευρά. (…) Τελικά με βγάλανε, αφού τους άκουσα να λένε πως αν με κρατούσαν θα έπρεπε να με παν και νοσοκομείο». Είναι η μαρτυρία του φοιτητή-ακτιβιστή στον Βόλο, ο οποίος πέθανε ένα μήνα μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του από τις αστυνομικές δυνάμεις κατά τη διαμαρτυρία πολιτών για την καύση σκουπιδιών στην περιοχή.
Πέρα από την όποια και όποιου βαθμού συσχέτιση του θανάτου τού μόλις 26 χρόνων παιδιού, ένα από τα σοβαρά ερωτήματα, που παραμένουν διαχρονικά αναπάντητα, είναι η αστυνομική βία. Η σκληρή, η συστηματική και κατ’ εξακολούθησιν αγριότητα των δυνάμεων καταστολής. Και δεν είναι ερώτημα της επικαιρότητας, ούτε της ιδιότυπης μόδας κινημάτων διαμαρτυρίας (me too, I can’t breathe κ.ά.) ανάλογα με τον χωροχρόνο της αφορμής. Αλλωστε, ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο περιστατικό δίνει την αφορμή.
Η συγκυρία μόνο.
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει διαχρονικό.
Γιατί τόση βια;
Γιατί έπρεπε το 26χρονο παιδί να μείνει με σπασμένα πλευρά, θλάση στο συκώτι (!) και σοβαρές κακώσεις στα ζωτικά του όργανα;
Οσους αστυνομικούς κι αν έχουμε ρωτήσει μεμονωμένα κι ανεπίσημα, δεν έχουν απαντήσει αποτελεσματικά.
Εκφοβισμός, λένε κάποιοι, εντολές λένε άλλοι, για λίγα ακραία περιστατικά μιλούν πολλοί.
«Αυθαιρεσία, κακή εκπαίδευση ή ανυπαρξία απόδοσης ποινικών ευθυνών;» αναρωτιούνται πάντα οι απέξω.
«Το 60% της ΕΛ.ΑΣ. είναι με το μέρος μας», είχε πει κάποτε ο Παναγιώταρος της Χρυσής Αυγής στο BBC.
Και πάλι, το σακάτεμα του διαδηλωτή, του πολίτη, του άνδρα, της γυναίκας, του παιδιού (μην ξεχνάμε τη δολοφονία του 15χρονου Γρηγορόπουλου) δεν δικαιολογεί καμία πολιτική τοποθέτηση ή εφαρμογή εντολής.
Αλλά συνεχίζεται.
Εχει την αιτία του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου