Hταν το 1995 όταν, ευρισκόμενος για μια χρονιά στις ΗΠΑ και οδηγώντας σε μια μεγάλη highway, άκουσα στον αμερικάνικο σταθμό που έτυχε να έχω επιλέξει στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, να παίζουν ένα τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη.
Βούρκωσα, μ’ έπνιξε η νοσταλγία για την πατρίδα. Κι όταν πέρασε το πρώτο κύμα συγκινησιακής φόρτισης, εκτός από νοσταλγία ένιωσα και υπερηφάνεια που η μουσική ενός Έλληνα, που εμένα με έκανε να συγκινηθώ, ακούγονταν και σε μια ξένη χώρα, σε έναν μακρινό πολιτισμό, προκαλώντας και εκεί, ανάλογες με τη δική μου συγκινήσεις.
Και τότε, εκεί, στη μακρινή Ν. Υόρκη, άρχισα να σκέπτομαι ότι και οι Αμερικάνοι και ο κάθε ξένος και μακρινός λαός, όλοι αυτοί μας ξέρουν και μας αναγνωρίζουν μέσα από την ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Κι αν σε χώρες μακρινές από τη δική μας έχει ποτέ φτάσει η δική μας φωνή, η φωνή της Ελλάδας, αυτό σίγουρα έχει γίνει μέσω του Μάνου Χατζηδάκη και του Μίκη Θεοδωράκη, της Μελίνας Μερκούρη και του Μιχάλη Κακογιάννη, του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Κάρολου Κουν, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιάννη Ρίτσου, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Θάνου Μικρούτσικου.
Ήταν τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να συνειδητοποιώ ποια η αξία του πολιτισμού και πέρα από την ψυχαγωγία, στη διαμόρφωση της ιστορικής και της εθνικής μας συνείδησης.
Και μια και έγινε αναφορά στη Μελίνα Μερκούρη, η πιο σοφή κουβέντα που άκουσα ποτέ από Έλληνα πολιτικό για την πατρίδα μας, ήταν δική της. Ήταν η αναφορά της στον πολιτισμό, ως την βαριά βιομηχανία της Ελλάδας.
Μια χώρα που στερείται βιομηχανίας, με ό,τι αυτό σημαίνει για την οικονομία της και την ανάγκη της να εισάγει τα περισσότερα από τα προϊόντα που χρησιμοποιεί, διαθέτει όμως τον πολιτισμό, το αποτέλεσμα δηλαδή της καλλιτεχνικής και διανοητικής δημιουργίας των Ελλήνων, σαν εξαγώγιμο προϊόν και σαν αντιστάθμισμα της απουσίας βιομηχανικής παραγωγής.
Δεν περίμενα κάτι καλό, είναι η αλήθεια, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τον πολιτισμό.
Κι αυτό όχι επειδή είναι δεξιός. Γιατί δεξιός ήταν κι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στα χρόνια του οποίου άνθισαν οι τέχνες και τα γράμματα.
Και όλοι θυμούνται στις εφημερίδες της δεκαετίας του ’60 την τιμωρία του λόγιου κατά τα άλλα Κωνσταντίνου Τσάτσου στις γελοιογραφίες του Δημήτρη Ψαθά, να παριστάνεται πάντα σέρνοντας μια κότα, επειδή είχε τολμήσει ως υπουργός πολιτισμού τότε, να λογοκρίνει τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν.
Δεν περίμενα κάτι καλό από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τον πολιτισμό, γιατί είδα πολύ νωρίς το δείγμα γραφής της, με την ολέθρια και για τον πολιτισμό και το συγκοινωνιακό έργο και για την οικονομία της Θεσσαλονίκης, απόφαση να αλλάξουν τον σχεδιασμό του Μετρό που κόντευε να ολοκληρωθεί, προκειμένου να επανέλθει η λύση της απόσπασης και απομάκρυνσης της Βυζαντινής Μέσης
Οδού, η οποία αποκαλύφθηκε αυτούσια και σε εξαιρετική κατάσταση στο σταθμό Βενιζέλου του έργου.
Μια απόφαση που κατέστρεψε την πορεία ενός μεγάλου έργου, οδήγησε σε επ’ αόριστον αναβολή της ολοκλήρωσής του και επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο με πολλά εκατομμύρια Ευρώ λόγω αποζημιώσεων για καθυστερήσεις.
Πρώτη αιτία της ολέθριας αυτής απόφασης Μητσοτάκη, είναι η μικροπολιτική διαχείριση της πορείας ενός μεγάλου έργου, προκειμένου να μην φανεί ότι αυτό προχώρησε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Και δεύτερη βέβαια, αλλά όχι τελευταία, η γνωστή πλέον πολιτική της ΝΔ, η πολιτικής της εξυπηρέτησης φίλιων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Δεν περίμενα λοιπόν τίποτε καλύτερο από μια κυβέρνηση η οποία θυσίασε ένα σημαντικό αρχαιολογικό θησαυρό, ο οποίος θα κοσμούσε το Μετρό της Θεσσαλονίκης αναδεικνύοντας ατόφια και απείραχτη την ιστορία της πόλης, με πολλαπλά οφέλη όχι μόνο για τον πολιτισμό, αλλά και για την οικονομία της Θεσσαλονίκης.
Η πολιτικός η οποία πήρε επάνω της το έργο της ακύρωσης της λύσης της κατά χώρα παραμονής των αρχαιοτήτων στο Μετρό της Θεσσαλονίκης και η οποία χρεώνεται ότι με διάφορες μεθοδεύσεις επέβαλε τη λύση της απόσπασης και μεταφοράς των αρχαιοτήτων αλλού, ήταν η ίδια που απαξιώνει σήμερα τους ανθρώπους του πολιτισμού και μέσω αυτών ασφαλώς και τον ίδιο τον πολιτισμό, η κατ’ ευφημισμό υπουργός πολιτισμού κα Μενδώνη.
Είναι γνωστό ότι τα αυταρχικά καθεστώτα δεν συμπαθούν τον πολιτισμό. Κι αυτό γιατί ο πολιτισμός είναι δημιουργία και τα αυταρχικά καθεστώτα αντιπαθούν ό,τι δεν ελέγχουν.
Το γεγονός ότι οι άνθρωποι του πολιτισμού, οι οποίοι χτυπιούνται από το lock down το ίδιο ή και χειρότερα από όλους τους άλλους επαγγελματίες και εργαζόμενους, καθώς συναυλίες είναι άγνωστο πότε θα ξαναγίνουν, όπως είναι άγνωστο και ποιοι θα τις παρακολουθήσουν, λόγω φόβου μετάδοσης του ιού, όταν με το καλό επιτραπούν, είναι οι μόνοι που εξαιρέθηκαν από τα μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση τον πρώτο καιρό της πανδημίας.
Ούτε τα 800 Ευρώ που πήραν όλοι όσοι έχασαν τις δουλειές τους πήραν, ούτε τα 600 Ευρώ των «σκοιλ ελικικου» vouchers της τηλεκατάρτισης που πήραν οι επιστήμονες αυτοαπασχολούμενοι, πήραν.
Κι όμως, τα τραγούδια και τα έργα τους μας συντρόφευαν σε όλο το διάστημα της καραντίνας, χωρίς οι ίδιοι να παίρνουν τίποτε για τα πνευματικά δικαιώματα των έργων τους.
Αυτή η αδικία σε βάρος των ανθρώπων του πολιτισμού και μέσα από αυτή η απαξίωση του ίδιου του πολιτισμού, είναι δείγμα του αυταρχισμού με τον οποίον πολιτεύεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και είναι ντροπή τους να λένε ότι έτσι κέρδισαν τις εκλογές, έτσι θα τις κερδίσουν και πάλι.
Πρώτον γιατί δεν είναι κυβέρνηση μόνον εκείνων που την ψήφισαν, αλλά όλων των Ελλήνων.
Και δεύτερον γιατί με τον τρόπο που πολιτεύεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη και με τη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι πολιτικές της αποφάσεις, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι θα ξανακερδίσει εκλογές…
Όπως επίσης είναι ντροπή να μοιράζουν εκατομμύρια Ευρώ για να ελέγξουν την επικοινωνία και να εξασφαλίσουν το λιβάνισμα του Μωυσή, αφήνοντας στο δρόμο τους ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού.
Οι άνθρωποι του πολιτισμού μπορεί να μην έχουν να ζήσουν, έχουν όμως το προνόμιο να τους αγαπά ο κόσμος και η φωνή τους να διαπερνά τον ολοκληρωτικό έλεγχο και την ιδιότυπη φίμωση της ελευθεροτυπίας και του πλουραλισμού που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιβάλει, εξαγοράζοντας κανάλια και δημοσιογράφους.
Και το γεγονός ότι μαζί με εκείνους τους καλλιτέχνες που είναι γνωστοί για τους αγώνες τους ως αριστεροί, συμπαρατάσσονται και οι θεωρούμενοι σαν δεξιοί, με κορυφαίο το παράδειγμα του Σταύρου Ξαρχάκου, ο οποίος με τη στάση του δικαιώνει απολύτως το όνομα και το έργο του, θα κοστίσει πολύ πολιτικά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η οποία δεν είναι απλώς μια δεξιά κυβέρνηση. Ούτε είναι μια ακόμη οπισθοδρομική κυβέρνηση.
Θα μείνει στην ιστορία ως μια κυβέρνηση αυταρχική, που υποτάσσει στη μικροπολιτική συγκυρία και στην ανάγκη υποστήριξης των φιλικών της επιχειρηματικών συμφερόντων τα πάντα, από τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό, μέχρι το δημόσιο συμφέρον και τον πολιτισμό.
Όπως τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Τσάτσο θα τον ακολουθεί πάντα η όρνιθα του Ψαθά, έτσι και τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα τον ακολουθεί για πάντα η ρήση του Σταύρου Ξαρχάκου. Που ακριβώς επειδή είναι εξ οικείων τα βέλη της, είναι και πολύ φαρμακερά:
«Δικαίωμα στην έπαρση έχει μόνον η σημαία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου