Αυτό που συνήθως αποκαλείται εμπειρικά «ελληνοαμερικανικές σχέσεις» δεν είναι τόσο απλό όσο γράφεται. Σε ιστορικό βάθος η ελληνική Δεξιά αντιλαμβανόταν τις σχέσεις των δύο χωρών ως ταύτισή της με τις αμερικανικές επιλογές, αντίληψη που έφερε την Ελλάδα έως το σημείο να απολέσει την ίδια τη δημοκρατία της επί χουντικής επταετίας.
Η πεποίθηση πολιτικών της ∆εξιάς ότι «ανήκοµεν εις την ∆ύσιν» µπορεί να υπαγορευόταν θεωρητικά από την ανάγκη των συµµαχιών την εποχή του Ψυχρού Πολέµου, κατέληξε όµως στο να χαθεί η Κύπρος την εποχή που και η σύµµαχος Τουρκία ανήκε στη ∆ύση αλλά επέλεξε να επιτεθεί δυτικά.
Η υποταγή σε εντολές και η υποτέλεια ως διπλωµατική σχέση ή σχέση συµµαχίας µε τις ΗΠΑ συνεχίζουν να ενθουσιάζουν υπεράριθµο κοµµάτι της ∆εξιάς. Ο λόγος δεν είναι µόνο ιδεολογικός. Οι ηγέτες των συντηρητικών κοµµάτων συνήθιζαν και αγαπούσαν να εντάσσονται σε µια αόρατη επετηρίδα πίστης προς την υπερατλαντική σύµµαχο, προσδοκώντας ανταποδοτικά την ανάδειξή τους στον εσωτερικό πολιτικό στίβο.
Τη δεκαετία του ’50 η πολιτική αγάπη προς τις ΗΠΑ βρέθηκε στο πικ της. Ο λόγος ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία έφτασε στο σηµείο σε επιστολή της προς τον στρατηγό Μάρσαλ στις 20 Ιουνίου του 1950 να τον προτρέπει να ξεκινήσει τον Γ΄ Παγκόσµιο Πόλεµο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση εφορµώντας από τη γενναία και υποτακτική Ελλάδα (η επιστολή διασώθηκε στο αρχείο του στρατηγού).
Τα κίνητρα της βασιλοµήτορος, πέραν του αντικοµµουνισµού της, ήταν και η στενή σχέση τόσο µε τον Μάρσαλ (πολύ στενή, όσο φαντάζεστε) όσο και µε τον διευθυντή της CIA Αλεν Ντάλες, του οποίου υπήρξε ερωµένη όπως έχουν αποκαλύψει οι «New York Times».
Βλέπετε, η Ιστορία δεν γράφεται πάντα στα πολιτικά τραπέζια, αντιθέτως πολλές φορές προτιµά τα κρεβάτια.
Στην περίπτωση της Φρειδερίκης προτίµησε το µικρό πονηρό δωµατιάκι στο γραφείο του Ντάλες, απ’ όπου βγήκε η βασίλισσα αναστατωµένη όπως λένε οι µάρτυρες της εποχής.
Μετά τη µεταπολίτευση, ειδικά µετά το 1981, η ελληνική εξωτερική πολιτική κατάφερε να ξεφύγει κατά κάποιο τρόπο από την άγαρµπη και άκρως επιζήµια προσκόλληση σε συµµαχίες και απέκτησε επιστηµονικά στοιχεία και κυρίως στρατηγική. Η χώρα σταµάτησε να συµπεριφέρεται ως αποικία και το ζητούµενο ήταν το κέρδος από τη συµµαχία.
Οταν µετά το 1991, µετά τον πόλεµο στο Ιράκ, η υφήλιος σαρώθηκε από πολεµικές κρίσεις, η Ελλάδα κατάφερε να µείνει σταθερή, ανεξάρτητα από κυβερνήσεις, στη λογική της διπλωµατικής επίλυσης των διαφορών. Ποτέ δεν επικρότησε ανοιχτά επιθετική ενέργεια, ποτέ δεν συµµετείχε σε πολεµική δράση.
H ελληνική διπλωµατία διαµόρφωσε µια πιο υγιή αντίληψη περί εθνικού συµφέροντος και αµφισβητήθηκε η λογική της πλήρους υποτέλειας και των άνευ όρων παραχωρήσεων ως αξίωµα της εξωτερικής πολιτικής.
Μέχρι που εµφανίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός, µισό και πλέον αιώνα µετά τη Φρειδερίκη, ανακαλύπτει τον δρόµο της τυφλής ταύτισης ακόµη και µε τις ακραίες ενέργειες των ΗΠΑ.
Είτε το κάνει λόγω του πολιτικού του ελλείµµατος είτε γιατί ευελπιστεί πως θα του χαϊδέψει στοργικά το κεφάλι η υπερδύναµη για να το χρησιµοποιήσει εσωτερικά, καταστρέφει ό,τι έχει δηµιουργήσει η ελληνική διπλωµατία.
Η τραγική εικόνα του Κυρ. Μητσοτάκη µετά τη συνάντηση µε τον Τραµπ, σαν ντεκόρ µεταξύ τζακιού και ανθοδοχείου στο οβάλ γραφείο, αντικατόπτριζε πλήρως τη σύγχυση και την επικινδυνότητά του. Ο Ελληνας πρωθυπουργός επιβεβαίωσε την προσήλωσή του στις ΗΠΑ µε τρόπο που δεν το έχει κάνει κανένας σύγχρονος πρωθυπουργός, επικροτώντας τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σουλεϊµανί σε ιρακινό έδαφος.
∆ήλωσε λοιπόν:
«Είµαστε σύµµαχοι µε τις ΗΠΑ. Στεκόµαστε στο πλευρό των συµµάχων µας σε δύσκολες περιόδους. Καταλαβαίνω πως η συγκεκριµένη απόφαση ελήφθη λαµβάνοντας υπόψη το εθνικό συµφέρον των ΗΠΑ». Εκτός από τη σχετικότητα του εθνικού συµφέροντος, υπάρχει και η διεθνής νοµιµότητα ενάντια στην οποία τάχθηκε, µόνος αυτός από τους Ευρωπαίους ηγέτες.
Ακόµη και ο σύµβουλός του σε θέµατα διεθνών σχέσεων και βουλευτής της Ν∆ Αγγελος Συρίγος έγραψε σε άρθρο του: «Ο φόνος τροµοκρατών όπως ο Μπιν Λάντεν ή ο Μπαγκντάτι είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση από την επίθεση εναντίον ανώτατου αξιωµατικού των ενόπλων δυνάµεων ενός άλλου κράτους σε περίοδο ειρήνης».
Το καταλαβαίνουν όλοι εκτός από τον πρωθυπουργό της χώρας.
Ο Μητσοτάκης όµως προχώρησε και παρακάτω.
Πολύ προτού συναντηθεί µε τον Τραµπ διαβεβαίωσε πως θα αγοράσουµε µαχητικά αεροσκάφη F-35, ενώ προέκρινε από µόνος του την αµερικανική λύση για το σύστηµα 5G έναντι των κινεζικών λύσεων.
Φυσικά και είναι δικαίωµα του πρωθυπουργού να επιλέγει πολιτική και συµµαχίες, αλλά το να δηλώνεις προκαταβολικά πως είσαι δεδοµένος και έτοιµος να δώσεις πριν σου ζητήσουν είναι αυτοκτονία.
Ο πρωθυπουργός φαίνεται ότι έχει µια περίεργη ατζέντα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων, µε πολύ προσωπικά κριτήρια και -πολύ φοβάµαι- συµπλέγµατα.
Ακυρώνει τη διπλωµατία και εξευτελίζει την πολιτική.
Αντιλαµβάνεται τις διεθνείς σχέσεις ως ταξίδια στο εξωτερικό στα οποία µπορεί να παρακολουθήσει µπάσκετ και µετά να συναντήσει τον Τραµπ και τον εαυτό του ως αντικείµενο σε οικογενειακό άλµπουµ φωτογραφιών στο οποίο ποζάρει δίπλα στη Μελάνια και οι υπήκοοι καλούνται να κάνουν like.
Αν κάποιος από τον κύκλο διπλωµατών και συµβούλων που πρέπει να αποτελούν το δίχτυ ασφαλείας ενός πρωθυπουργού δεν φροντίσει να τον συνετίσει, είναι πιθανόν ο Μητσοτάκης να δηµιουργήσει δεδοµένα χωρίς προηγούµενο αλλά και χωρίς επιστροφή στη διεθνή πραγµατικότητα.
Το επόµενο βήµα θα είναι να στείλει γράµµα στον Τραµπ για να ξεκινήσει τον Γ΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Εχει δικαίωµα να φορέσει ακόµη και µποξεράκια µε την αστερόεσσα αν το επιθυµεί, αλλά όχι να παίζει µε τη χώρα.
Πηγή: Documento
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου