Γιάννης Σιώτος*
«...Να καθορίσετε ένα στόχο φανταχτερό και να κρύψετε τα μέσα για την επιτυχία του, κρύβοντας ταυτόχρονα και την πορεία του..»:
η φράση αυτή, με την οποία ο Μπαλζάκ περιγράφει μια από τις αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά των ισχυρών προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία τους, φαίνεται να ταιριάζει με την τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση.
Οι επιλογές της έχουν την απαστράπτουσα λάμψη ενός μεγαλειώδους στόχου.
Ταυτόχρονα όμως κρατώντας κρυφά -ή φανερώνοντάς τα ανάλογα με τη συγκυρία- τα μέσα που προτίθεται να χρησιμοποιήσει, αποπειράται να κρύψει και να παραπλανήσει για τις πραγματικές της προθέσεις, τις επιδιώξεις και τα κίνητρά της.
Να, πάρτε για παράδειγμα τον στόχο της ανάπτυξης.
Τον χρησιμοποίησε κατά κόρον στην προεκλογική περίοδο προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές, αποφεύγοντας όμως συστηματικά να προσδιορίσει τον χρόνο και τα μέσα.
Το ίδιο με τα περίφημα πρωτογενή πλεονάσματα.
Το ίδιο με τις ιδιωτικοποιήσεις.
Το ίδιο με τα εργασιακά και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα.
Το ίδιο με τις συντάξεις.
Το ίδιο με πολλά άλλα.
Ολάκερη η βεντάλια των κυβερνητικών -πλέον- αποφάσεων σε κάνουν να σκέφτεσαι το «δηλητηριασμένο μήλο» του παραμυθιού που, λαχταριστό στην εμφάνιση, σε σπρώχνει να το δοκιμάσεις για να οδηγηθείς στη συνέχεια στον θάνατο, ο οποίος στη δική μας περίπτωση είναι ένας κοινωνικός και οικονομικός Μεσαίωνας.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί το πώς θα είναι η Ελλάδα έπειτα από τέσσερα χρόνια αν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του εφαρμόσουν αυτό που θεωρούν πρέπον.
Μια χώρα πλήρως εξαρτημένη, καθώς η οικονομία της θα ελέγχεται από κάποιους μετρημένους «επιχειρηματίες».
Αυτοί, στη λογική τού «ο νικητής τα παίρνει όλα» θα μπορούν ανενόχλητοι να επιβάλουν τους όρους τους παντού, ακόμα και στην πολιτική.
Οντας οι μεγαλύτεροι εργοδότες και προμηθευτές, θα έχουν την ισχύ, επισείοντας την απειλή της αποχώρησης, να πολεμήσουν κάθε κυβέρνηση (που θέλει να περιορίσει τα προνόμια που απέκτησαν) πληρώνοντας ψίχουλα.
Πρόκειται για ένα σαράκι που υπόγεια και σιωπηλά θα κατατρώει, θα επιτίθεται στους θεσμούς και στα κοινωνικά δικαιώματα, που πάνω τους στηρίχτηκε η κοινωνική ειρήνη και η οικονομική ανεκτικότητα που χαρακτηρίζουν τη δημοκρατική λειτουργία μιας Πολιτείας.
Το «νέο» κράτος, στο όνομα της κερδοφορίας, από σύμμαχος θα μετατραπεί σε αντίπαλο. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, για παράδειγμα, πόσο μπορεί να αντέξει, αν οι περισσότεροι εργαζόμενοι πληρώνονται με ψίχουλα και οι εργοδοτικές εισφορές, έπειτα από απαίτηση των ισχυρών, μειωθούν;
Τι θα γίνουν οι συντάξεις;
Τι θα γίνει με τις παροχές υγείας;
Η απάντηση είναι απλή: συντάξεις και παροχές υγείας θα έχουν μόνο εκείνοι που μπορεί να πληρώνουν.
Το σενάριο που συνέταξε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας με αφορμή την κλιματική αλλαγή, όσο εφιαλτικό και αν ακούγεται, δεν αποκλείεται να γίνει πραγματικότητα και στην Ελλάδα.
Σημειώνεται ότι ο ο ΠΟΥ προβλέπει ότι μέχρι το 2030 το 42% του παγκόσμιου πληθυσμού είτε δεν θα έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας είτε δεν θα είναι σε θέση να τις αντέξει οικονομικά.
Και τι θα γίνει αν η επόμενη ή μεθεπόμενη κυβέρνηση αποφασίσει να σταματήσει το πάρτι των πολυεθνικών και των ολιγαρχών;
Τίποτα, γιατί θα είναι ανίσχυρη.
Εχοντας από τη μια πλευρά να αντιμετωπίσει τις δαπάνες εξυπηρέτησης ενός θηριώδους χρέους και από την άλλη την εξάρτηση από μια δράκα επιχειρήσεων, ουσιαστικά το μόνο στο οποίο μπορεί να ελπίζει είναι να κάνει πιο ανεκτή τη διαχείριση της μιζέριας.
Το θηριώδες χρέος χρησιμοποιείται πλέον απροκάλυπτα ως μέσο για την επίτευξη του φανταχτερού στόχου της κυβέρνησης.
Υπάρχει αλήθεια Ελληνας ο οποίος να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρχει μέλλον σε μια χώρα που χρωστά περίπου τα διπλάσια από αυτά που παράγει;
Υπάρχει άραγε λογικός άνθρωπος που να μη βλέπει ότι το αύριο δεν θα είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη δυστυχία του υπερχρεωμένου οφειλέτη;
Αλήθεια, γιατί η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να μιλήσει για το δημόσιο χρέος;
Γιατί συστηματικά προσπαθεί να αποπροσανατολίσει, κάνοντας λόγο για πρωτογενή πλεονάσματα -τη διαπραγμάτευση των οποίων μεταθέτει χρονικά- τα οποία αφορούν την εξυπηρέτηση του χρέους και σιωπά για την πραγματική αιτία του προβλήματος που δεν είναι τίποτα άλλο από το χρέος;
Η απάντηση είναι απλή:
με την επίκληση του χρέους έχει ένα ισχυρό όπλο στη φαρέτρα της να εφαρμόσει το πρόγραμμα που έχει κατά νου.
Φανταστείτε τι θα γίνει αν μια παγκόσμια ύφεση -που δεν είναι απίθανο να συμβεί- επηρεάσει τις δημοσιονομικές ροές.
Οι μεθοδεύσεις που έγιναν στην περίπτωση της ΔΕΗ δίνουν ένα δείγμα γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί: κι άλλες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές δαπανών, αυξήσεις τιμολογίων, «κούρεμα» μισθών και παροχών, λιγότερη προστασία στους εργαζόμενους... και περισσότερος αυταρχισμός στο όνομα της σωτηρίας.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι φανταχτεροί στόχοι που έχει θέσει ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του ουσιαστικά οδηγούν στην πλήρη εξάρτηση της πολιτικής από την οικονομική ολιγαρχία.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, η αντιπολίτευση δηλαδή, μπροστά στο ζοφερό μέλλον που προβάλλει όλο και πιο ξεκάθαρα, θα επικεντρώνονταν στο «δάσος» και τους κινδύνους που κρύβει.
Αντ’ αυτού έχουν επιλέξει να μιλούν για... δένδρα. Αν παρακολουθήσει κανείς τις δηλώσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις της αντιπολίτευσης από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα, το συμπέρασμα που αποκομίζει είναι ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι τίποτα περισσότερο από «σκανταλιές» ενός οργισμένου παιδιού.
Γιατί το να αναφέρεσαι και να αντιδράς σε μεμονωμένες πράξεις και να αποσιωπάς τον πραγματικό κίνδυνο, που δεν είναι κανένας άλλος παρά μια Δημοκρατία α λα καρτ στα μέτρα των οικονομικών αφεντικών –παλιών και νέων-που πολύ σύντομα θα είναι ανεξέλεγκτοι, μοιάζει σαν να προσπαθείς να σβήσεις μια φωτιά σε διυλιστήριο με κουβάδες άμμο.
*δημοσιογράφος, συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου