Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Ο Αρκάς και η ελληνική εναλλακτική δεξιά (του Γιάννη Μπαμπούλια, με επιπλέον υλικό)












Ακόμα καλοκαίρι είναι, μην ακούτε που σας λένε «καλό χειμώνα» όσοι επιστρέφουν. Το καλοκαίρι λοιπόν βάζουμε περισσότερες επαναλήψεις και αναδημοσιεύσεις απ’ό,τι συνήθως, αλλά τη σημερινή αναδημοσίευση δεν την διάλεξα επειδή βαριόμουν να γράψω άρθρο αλλ’ επειδή αναπτύσσει, πολύ εύστοχα πιστεύω, κάτι που κι εγώ είχα σκεφτεί.

Στον γελοιογράφο/κομίστα Αρκά δεν έχουμε αφιερώσει άρθρο στο ιστολόγιο, αν και στο Φέισμπουκ τον έχω σχολιάσει κάμποσες φορές. 
Αγαπούσα πολύ τα σκίτσα του στη δεκαετία του 80, με ενθουσίαζαν λιγότερο στις δυο επόμενες δεκαετίες όταν (από το Σπουργίτι και μετά) είδα το χιούμορ του να στερεύει και το στριπάκι του πολλές φορές να εξαντλείται στην εικονογράφηση ήδη γνωστών ανεκδότων ή καλαμπουριών. Όμως υπήρχαν σωτήριες αναλαμπές όπως και καλοδιαλεγμένα θέματα. Άλλωστε, μεγάλωσε κι εκείνος (και όχι μόνο εκείνος, φευ).
Ο Αρκάς απέφευγε πάντοτε την τρέχουσα πολιτική, τις κομματικές αντιπαραθέσεις, τις αναφορές στην επικαιρότητα. Μία μόνο φορά θυμάμαι σκίτσο δικό του επικαιρικό -το 1988-9, με τις αλλεπάλληλες διώξεις για το σκάνδαλο Κοσκωτά όταν μία φορά στην Πρώτη έφτιαξε πρωτοσέλιδο με τον Ισοβίτη και με το ποντίκι να λεει (στον Τόμπρα, ίσως) «Γιά περάστε!» Όμως ήταν πρωτοσέλιδο σκίτσο, όχι κόμικς -κι έμεινε άλλωστε μοναδικό στα χρονικά.
Ως το 2015 ή το 2016, όταν ο Αρκάς στράφηκε ολομέτωπος ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μια κίνηση που σόκαρε αρκετούς από το παλαιό κοινό του αλλά βέβαια τον βοήθησε να αποκτήσει πολυπληθές νέο κοινό ιδίως από τότε που άρχισε να δημοσιεύει στο ρυπαρό Πρώτο Θέμα. Ο Αρκάς έκανε αμέτρητα ευθέως πολιτικά (και αντιΣύριζα) σκίτσα, και πρέπει να έχει την αμφίβολη τιμή να είναι ο μοναδικός στα χρονικά γελοιογράφος που τα σκίτσα του χρησιμοποιήθηκαν ευθέως από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κι άλλοι γελοιογράφοι έχουν ασκήσει δριμύτατη κριτική σε κυβερνήσεις, αλλά αυτοί ήταν εξαρχής διακηρυγμένοι πολιτικοί γελοιογράφοι, τη δουλειά τους έκαναν. Ο Αρκάς εξήγησε κάποια στιγμή οτι απεχθάνεται ν’ασχολείται με την τρέχουσα πολιτική αλλά ήταν τόση η ανηθικότητα, η ανικανότητα κτλ. της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που αισθάνθηκε την ανάγκη να βγει από το καβούκι του. Δεν το βρίσκω πειστικό, διότι από το 1985 ως το 2015 δεν σκιτσάριζε στο Λουξεμβούργο.
Αλλά το θέμα μου δεν είναι η αντιΣύριζα στροφή του Αρκά. Έγιναν οι εκλογές, έφυγε η κυβερνηση. Άλλοι γελοιογράφοι έκαναν το αυτονόητο, να αρχίσουν τώρα να ρίχνουν βέλη κατά πρώτο λόγο στη νέα κυβέρνηση. Ο Πετρουλάκης αυτό έκανε, με αποτέλεσμα οι φανατικοί δεξιοί που διαβάζουν Καθημερινή να ζητούν την κεφαλήν του επί πίνακι. 
Πιο συνετός, ο Χαντζόπουλος κάνει υπαινικτικότερη κριτική. Ο Αρκάς σε πρώτη φάση επέστρεψε στα μη πολιτικά σκίτσα: μήνες και μέρες, σκάκι, χοντροί, ζευγάρια, ο Χάρος. Κάποια από τα σκίτσα για χοντρές γυναίκες ενόχλησαν πολύ αρκετούς (ναι, υπήρξε η Χοντρή του Θησαυρού αλλά έχουν περάσει και 60 χρόνια από τότε) αλλά ούτε αυτό είναι το θέμα μου.
Το θέμα μου είναι το τελευταίο άλμπουμ του Αρκά, που το δημοσιεύει καθημερινα εδώ και δέκα μέρες περίπου, και η δριμύτατη επίθεσή του στις υποτιθέμενες υπερβολές της «πολιτικής ορθότητας», στην πραγματικότητα επίθεση σε στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Θα ρωτήσετε: δεν υπάρχουν υπερβολές και ακρότητες του κινήματος της πολιτικής ορθότητας ή των παρακλαδιών του όπως το MeToo;
Θα απαντήσω ότι είναι αντιστροφή της πραγματικότητας να γίνεται λόγος για τέτοιες υπερβάσεις σε μια χώρα όπου η γυναίκα που πέφτει θύμα βιασμού θεωρείται καταρχήν ένοχη προκλησης, όπου δημοσιογράφος χλεύασε χυδαία γνωστόν γκέι συγγραφέα αλλ’ εξακολουθεί να έχει εκπομπές, όπου ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας είναι ανέφικτο όραμα, όπου κυκλοφορεί το Μακελειό. Δεν γράφει στο Λουξεμβούργο ο Αρκάς, ξαναλέω, ούτε στη Νέα Υόρκη.
Mου φαίνεται μάλιστα ότι με το τελευταίο του ιδίως άλμπουμ έχει υποκύψει στη σαγήνη ενός όψιμου κωλοπαιδισμού. Όπως το παιδί των πέντε χρονών που προκαλεί τους μεγάλους λέγοντας «σκατά, χέζω» και άλλα τέτοια «κακά λόγια», θέλοντας να δει μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει χωρίς να αντιδράσουν, ο Αρκάς σκαρφίζεται ολοένα και πιο γκροτέσκες μορφές αντιστροφής της πραγματικότητας.
Έχει άλλωστε ενδιαφέρον ο τρόπος που αντιδρούν οι θαυμαστές του Αρκά σε κάθε νέο σκίτσο του. Κυριαρχούν οι γηπεδικές επευφημίες όπως «Δώσε πόνο» ή «Γλέντα τους Αρκά» ή οι ακόμα πιο απερίφραστες κραυγές ενάντια σε «δικαιωματάκηδες» που «θέλουν να θεωρηθεί ομαλό το κάθε τι ανώμαλο». Θα έλεγε κανείς, κοινό του Σεφερλή. Δείγμα γραφής:
Και δεν είναι ο μόνος που προωθεί αυτή την ατζέντα. Εναντίον της υποτιθέμενης κυριαρχίας της κορεκτίλας, του ορθοπολιτικού Μεσαίωνα, ξιφουλκεί συχνά ο Τάκης Θεοδωρόπουλος καθώς και άλλοι ακόμα πιο ανόητοι σαν τον Σάκη Μουμτζή. Οπότε, υπάρχει θέμα.

Αλλά είπα πολλά. Δίνω τον λόγο στον Γιάννη Μπαμπούλια (εδώ η αρχική δημοσίευση) και μετά προσθέτω καναδυό πράγματα ακόμα.
Πριν από μερικές μέρες, βλέποντας το παραπάνω σκίτσο του Αρκά, του κατά πάσα πιθανότητα πιο γνωστού Έλληνα σκιτσογράφου όλων των εποχών, διαπίστωσα για μια ακόμη φορά την μεταμόρφωση που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι η πολιτική του τοποθέτηση που υπό την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έγινε σχεδόν αποκρουστικά κομματική υπέρ της ΝΔ — αυτό είναι προσωπική επιλογή του καθενός, με το βάρος και την ευθύνη να τα επωμίζεται ο ίδιος.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο συγκεκριμένο σκίτσο, ήταν ότι αποτελούσε μια Σεφερλίδια παραλλαγή αντίστοιχων “χιουμοριστικών” memes όπως αυτά που κυκλοφορούν στα δίκτυα της λεγόμενης Alt-right.
Έγραψα λοιπόν στο τουίτερ, σε μια απόπειρα παλαιο-Αρκάδιου χιούμορ, “Αν ερχόταν πριν μερικά χρόνια κάποιος και μου έλεγε ότι ο Αρκάς θα γινόταν ο μπροστάρης της Alt-Right ρητορικής στην Ελλάδα, θα έπαιρνα το 100.”
Με αφορμή αυτό το σχόλιο, ο Αντώνης Γαλανόπουλος (Υποψήφιος Διδάκτωρ, με ειδίκευση στα Discourse Theory, Populism/Anti-populism, Psychoanalysis) έγραψε ένα σχόλιο στο Facebook το οποίο αργότερα έγινε κείμενο για την σελίδα Parallaximag και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Στο κείμενο ο Γαλανόπουλος αναλύει σε περισσότερο βάθος το γιατί ακριβώς μπορεί ο Αρκάς όντως να θεωρηθεί ως πρεσβευτής της Alt-Right ρητορικής στην Ελλάδα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το κείμενο μαζί με τα σκίτσα που παραθέτει:
“Μερικά από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της Alt-Right ρητορικής είναι η προώθηση μιας ατζέντας που υπερασπίζεται την ανωτερότητα της λευκής φυλής (white supremacy), την λευκή ταυτότητα, και μάλιστα την λευκή ανδρική ετεροφυλοφιλική ταυτότητα, η επίθεση στο φεμινιστικό και το ομοφυλοφιλικό κίνημα μέσω μιας διακωμώδησης που παρουσιάζει τα δυο κινήματα ως καρικατούρες δίχως περιεχόμενο καθώς και η κριτική στις θεωρίες κοινωνικού φύλου (βλέπε τα λεγόμενα anti-gender movements). Προφανώς και το μεταναστευτικό ζήτημα είναι υψηλά στην ατζέντα της Alt-Right.”
“Το Alt-Right κίνημα έχει μια -ας την πούμε- πολιτιστική διαστάση. Θέλει να φτιάξει μια ποπ κουλτούρα, να επηρεάσει τις κοινωνικές νόρμες, να διευρύνει τα όρια του αποδεκτού στην δημόσια σφαίρα. Φαίνεται πως βρήκε λοιπόν τον εκφραστή της στην Ελλάδα.” Λέει αλλού ο Γαλανόπουλος, και συμφωνώ απόλυτα.
Από όταν δημοσιεύτηκε το κείμενο, έχω λάβει αρκετά σχόλια από οπαδούς προφανώς του Αρκά στο στύλ “βέβαια, με όποιον διαφωνούμε τον λέμε φασίστα και ρατσιστή”. Όταν παρατήρησα ότι ο συγκεκριμένος χρήστης είχε αλλού στο timeline του τον όρο “γυφτοσκοπιανός” πχ και του είπα να μου κάνει τη χάρη, με κατηγόρησε ότι πάσχω από έλλειψη “ανοχής”. Ήμουν δηλαδή εγώ ο φασίστας, επειδή αποκαλώ τους ρατσιστές και φασίστες ως τέτοιους, και δεν τους αφήνω να εκφραστούν ελεύθερα όπως είναι το δικαίωμα τους.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ελευθερία του λόγου δεν σημαίνει ότι έχω υποχρέωση να σε ακούσω. Επίσης σημαίνει ότι αν λες ρατσιστικά πράγματα, μπορώ να σε πω ρατσιστή εξασκώντας την δική μου ελευθερία του λόγου. Η απαίτηση να μπορεί κάποιος να εκφράζεται με τέτοιους όρους και να μην τον αποκαλούν όπως του αρμόζει είναι πραγματικά από άλλη διάσταση.
Μέσα από αυτό το παράδειγμα άρχισα να σκέφτομαι την έκταση που έχει πάρει πια η “κλοπή” της γλώσσας που επιχειρείται από την αντιδραστική και την άκρα δεξιά σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτή την πραγματικά τερατώδη προσπάθεια να υφαρπάξουν την έννοια πχ της ανοχής στο διαφορετικό και να την μετατρέψουν σε “ανοχή” για ρατσιστικές και μισογύνικες απόψεις να εκφράζονται ελεύθερα, και στην πορεία να βαφτίσουν τους εαυτούς τους ως “θύματα της πολιτικής ορθότητας”.
Υπό αυτό το φως, ο Αρκάς πλέον — και ειδικά μέσα από το FB — δεν είναι απλά ένας σκιτσογράφος: είναι ένας thought-leader θα λέγαμε, που μαζεύει γύρω του ένα κομμάτι της κοινωνίας που νιώθει “αδικημένο” κι ας είναι η “λογική” του και τα “αστεία” για ξανθιές και χοντρούς η απόλυτα κυρίαρχη κουλτούρα. Είναι ένας λιγότερο edgy Milo Yiannopoulos.
Κι αυτό είναι, για να μην κρύβουμε λόγια, επικίνδυνο. Κουμπώνει με το κλίμα της πλέον άκρατης δεξιάς υστερίας για το Μακεδονικό και άλλα ζητήματα. Κι ας θυμίζει λίγο η γραμμή του ένα αστείο από το American Dad, όπου ο πρωταγωνιστής λέει “Μου λείπουν οι παλιές καλές εποχές, τότε που οι λευκοί άντρες είχαν όλη την εξουσία, κι όχι απλά την περισσότερη από αυτή”.
Γιατί δεν είναι αστείο. Το “χιούμορ” του Αρκά είναι επί της ουσίας μια παλιννόστηση της καφρίλας (που ποτέ δεν έφυγε, ξαναλέω) που μοιράζει συχωροχάρτια, που σου λέει μαλακά στο αυτί “όχι, δεν είσαι εσύ ρατσιστής, αυτοί είναι μαύροι”. Που λέει ότι η πολιτική ορθότητα είναι απλά καπρίτσιο και “δεν μπορούμε πια να κάνουμε ένα αστείο;”. Σου λέει ότι απειλείσαι, δε σε αφήνουν να μιλήσεις, θα τους αφήσεις; Με λίγα λόγια, είναι μια τεχνολογία εκφασισμού.
Μέσα της οι λέξεις πια δεν σημαίνουν αυτό που λένε, μετατρέπουν τα κοινωνικά κινήματα σε καρικατούρες, τις γυναίκες σε υστερικές σκύλες κτλ. Είναι η αποθέωση του φαύλου και του εύκολου χιούμορ κι ένας τρόπος για κάποιους να νιώσουν λίγο ανώτεροι.
Ας μην φοβόμαστε να πούμε καθαρά το τι συμβαίνει, γιατί προελαύνει ο φασισμός και ο απολυταρχισμός σε όλο τον κόσμο πλέον. Οι ισχυροί, ακόμη και δισεκατομμυριούχοι, προσπαθούν μας πείσουν ότι δεν έχουν καμία δύναμη αλλά ότι είναι οι ίδιοι θύματα. Προσπαθούν μας πείσουν πως “Αυτά που βλέπετε και αυτά που διαβάζετε, δεν είναι αυτά που συμβαίνουν”, όπως είπε ο Trump. Κι αυτό δίνει ο Αρκάς στον κόσμο του.
Υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που θέλει τον Αρκά να “μοιράζει πόνο”. Βλέπουν ότι χτυπάει τους κάτω, αυτούς που, στο μυαλό τους, έχουν σηκώσει κεφάλι: τις γυναίκες, τους φτωχούς, τους αδύναμους.
Χαίρονται με αυτό γιατί κατα τ’άλλα νιώθουν ριγμένοι που δεν μπορούν να πουν τη γυναίκα στο δρόμο πατσαβούρα (κι ας τη λένε). Θέλουν να κλοτσήσουν τον χοντρό γείτονα. Πιστεύουν όντως πως αυτοί είναι οι μόνοι πια που δεν μπορούν να εκφραστούν όπως θέλουν. Στο μυαλό τους, είναι ήδη 2+2=5. Κι ο Αρκάς είναι ο Μπαμπάς τους.
Κλείνοντας, παραθέτω λινκ προς ένα άρθρο της Λάιφο με κάποιες εύστοχες επισημάνσεις.
Τέλος, από τον John Antóno μια «πολιτικά μη ορθή» απάντηση στον Αρκά. Δίστασα να τη βάλω, διότι δεν μ’ αρέσουν οι παραλληλισμοί με τους Ναζί. Αλλά «στη σάτιρα δεν υπάρχουν όρια», έτσι δεν είναι;

“Ελευθερία του λόγου” για αυτούς ορίζεται το να προσβάλλεις όποτε θες και από δημόσιο βήμα την LGBT κοινότητα, το φεμινισμό, τους χοντρούς. Αλλά αυτή η “ελευθερία” δεν ισχύει όταν τους αποκαλείς αυτό που είναι: ρατσιστές και φασίστες. Ο Όργουελ θα γυρνάει στον τάφο του (συμπτωματικά, είμαστε στα 70 χρόνια από την έκδοση του 1984).
Το φαινόμενο αυτό φυσικά το έβλεπα για πολλά χρόνια να λαμβάνει χώρα στο εξωτερικό, με πραγματικά εντυπωσιακά αποτελέσματα (αποκορύφωμα του η εκλογή του Donald Trump το 2016). Τελικά έφτασε και στην Ελλάδα — με κάποια καθυστέρηση ομολογουμένως. Όμως είναι πραγματικά τραγικό το πόσο ενώ είναι εισαγόμενο και ξένο, ταυτόχρονα μοιάζει και τόσο οικείο. Κι αυτό γιατί ήταν πάντα μαζί μας.
Το ερώτημα είναι φυσικά τι μπορείς να αντιπαραθέσεις σε αυτή τη λογική; Όταν οι λέξεις χάνουν το νόημα τους και το άσπρο γίνεται μαύρο, αναρωτιέσαι αν μιλάτε καν την ίδια γλώσσα. Κι ακριβώς αυτό είναι το όπλο τους: δεν μπορείς να πεις κάτι γιατί έχεις να κάνεις με μια τεχνολογία εξουδετέρωσης του νοήματος και της γλώσσας.
Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο και το μεγάλο κόλπο. Ξεκίνησε με το rebranding της “κοινής λογικής” ως εργαλείο για την προώθηση των πιο αντιδραστικών ενστίκτων της Ελληνικής κοινωνίας. Εντελώς τυχαία η “κοινή λογική” όπως προωθήθηκε στην Ελλάδα είναι υπερ-συντηρητική και εναντίον των μεταναστών πχ.
Τώρα διεκδικεί την “ελευθερία του λόγου” ώστε να προσβάλει και να μειώσει και να δείξει την δική της ανωτερότητα. Είναι μια λογική λούμπεν, που απευθύνεται στον κατώτερο κοινό παρανομαστή. Πως διαφέρει αυτό από ότι γινόταν πάντοτε, και εξακολουθεί να συμβαίνει σήμερα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου