Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Ψευδείς Δημοσκοπήσεις ως Ψευδείς Ειδήσεις: Το ψέμα ως η νέα αλήθεια


 





Της Φιλίας Γεωργούδη*

Σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης (βαρόμετρα) της τελευταίας τετραετίας, η πλειοψηφία των ερωτώμενων ισχυρίζεται πως δεν θεωρεί τα ΜΜΕ αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης. 
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάζεται απ’ αυτά -και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. 
Το γεγονός ότι ο δείκτης αξιοπιστίας τους είναι χαμηλός σημαίνει μεν ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται το περιεχόμενο της πληροφορίας που δέχονται απ’ αυτά, δεν συνεπάγεται δε και ταυτόχρονη απόρριψη της ατζέντας που δημιουργούν.
Ας δεχθούμε αξιωματικά ότι υπάρχει συστράτευση των ΜΜΕ που θεωρούνται «συστημικά» με τα πολιτικά κόμματα, αλλά και τα συμφέροντα που επίσης θεωρούνται (και είναι) τέτοια ως προς τη δημιουργία ατζέντας. 
Έστω, λοιπόν, ότι αυτά επιλέγουν να τονίσουν και να αναλύσουν (ή να παρουσιάσουν ως μείζον) το ζήτημα Α. Αυτό θα το βλέπουν, θα το ακούν και θα το διαβάζουν οι πολίτες παντού. 
Αν στο κανάλι επικοινωνίας και μετάδοσης πληροφορίας ενταχθούν και τα social media με τους καθοδηγητές γνώμης τους στα οποία το ίδιο ζήτημα Α αναπαράγεται και συζητιέται, τότε γίνεται αντιληπτό πως αυτό καθιερώνεται ως η βασική σημαντική είδηση.
 Η επανάληψή του και η εμφάνισή του παντού, αποτυπώνεται στη μνήμη των πολιτών και αποτελεί τις πρώτες πληροφορίες που θα ανακαλέσουν, όταν έρθει η ώρα της λήψης απόφασης.
 Δηλαδή, της ψηφοφορίας.
Στην περίπτωση μιας ιδανικής κοινωνίας, σε συνθήκες απόλυτης διαφάνειας και μηδενικής διαφθοράς το ζήτημα Α θα ήταν αντικειμενικά η μεγάλη είδηση και ο τρόπος παρουσίασής του από τα ΜΜΕ θα ήταν αντικειμενικός και διαφανής.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι καμία κοινωνία σε καμία χώρα δεν υπάγεται σ’ αυτήν την κατηγορία, η τακτική των ΜΜΕ είναι ο αποπροσανατολισμός.
Τί μπορεί να είναι, όμως, μια ψευδής είδηση; 
Σίγουρα δεν είναι μόνο η μέθοδος αποπροσανατολισμού που περιγράφεται παραπάνω. 
Ψευδής είδηση μπορεί να είναι και η «απομόνωση» ενός αληθινού περιστατικού (πχ. μιας δήλωσης) από το γενικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει με ταυτόχρονη ένταξή του σε ένα άλλο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένα συγκεκριμένο αφήγημα ή μια άποψη. 
Κάτι τέτοιο συμβαίνει πολύ συχνά με δηλώσεις πολιτικών, που στην ουσία είναι αποσπάσματα συνεντεύξεων κι απομονωμένες προτάσεις. Συνολικά βγάζουν ένα πολύ συγκεκριμένο νόημα, αλλά μεμονωμένα αυτό αλλάζει δραματικά. 
Εναλλακτικά, ψευδής είδηση είναι και μια μη- επιβεβαιωμένη ή ημιαληθής είδηση. 
Άλλη κατηγορία ψευδών ειδήσεων είναι οι θεωρίες συνωμοσίας και, τέλος, εννοείται πως είναι το προφανές: οι κατασκευασμένες ειδήσεις, που σαφώς δεν αποτελούν πραγματικά γεγονότα και απλά αναπαράγονται για αποπροσανατολισμό, για την ενίσχυση αφηγημάτων, για τη δημιουργία τεχνητής πόλωσης κλπ.
Κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές περιλαμβάνει πολλά παραδείγματα και υποκατηγορίες. 
Η χρήση ψευδών δημοσκοπήσεων είναι μία από αυτές, που θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των «ημιαληθών» ειδήσεων. Κάποιος (περισσότερο απόλυτος) θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αποτελούν και υποκατηγορία των κατασκευασμένων ειδήσεων. 
Κάτι τέτοιο δύσκολα ισχύει, διότι το ζήτημα με τις ψευδείς δημοσκοπήσεις είναι πως πρέπει οπωσδήποτε να είναι αληθοφανείς. Δημοσκοπήσεις που γίνονται για τη μελέτη της πρόθεσης ψήφου των Ελλήνων, για παράδειγμα, δεν γίνεται να βγάζουν πρώτο κόμμα του ΚΙΝΑΛ και δεύτερο την Ένωση Κεντρώων. 
Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε τη δημοσκόπηση αναξιόπιστη απ’ όλους και προφανώς δεν θα πετύχαινε το στόχο της. 
Δημοσκοπήσεις, όμως, που δίνουν πρώτο κόμμα τη Νέα Δημοκρατία και δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ (στη φάση που βρισκόμαστε τώρα), αυτόματα έχουν μια φαινομενικά αληθή βάση. 
Εκεί που μπορούν να αποπροσανατολίσουν είναι στα ποσοστά που δίνουν. 
Κι αυτό κάνουν.
Διανύουμε μία περίοδο κατά την οποία οι εταιρείες δημοσκοπήσεων πραγματοποιούν έρευνες μία φορά το μήνα, ενώ εμφανίζεται καινούρια δημοσκόπηση με συχνότητα σχεδόν εβδομαδιαία. 
Αυτό είναι λογικό και θεμιτό, μιας και οι εκλογές (δημοτικές, περιφερειακές, ευρωεκλογές) πλησιάζουν, ενώ και οι βουλευτικές απέχουν λίγο λιγότερο από ένα χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι και το προηγούμενο διάστημα δεν υπήρχε πληθώρα δημοσκοπήσεων. 
Τουναντίον.
Το ζήτημα είναι τί είδους δημοκοπήσεις ήταν αυτές, ποιοι και ποιες εταιρείες τις πραγματοποιούσαν, καθώς και το κατά πόσο τα αποτελέσματά τους ανταποκρίνονταν όσο περισσότερο γίνεται στην πραγματικότητα. 
Φυσικά αυτό δεν γίνεται να το γνωρίζει κανείς, καθώς όσες πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα ήταν «καταδικασμένες» να μην επαληθευτούν ή διαψευστούν ποτέ.
 Επίσης, έγιναν κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα ρευστής περιόδου με ραγδαίες εξελίξεις, έντονη μεταβλητότητα του οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού σκηνικού, και μεγάλη πόλωση.
Αναμφίβολα, υπάρχει καχυποψία και απέναντι στα ευρήματα που έχουν ως τώρα δοθεί στη δημοσιότητα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), που δικαιολογείται από τις επανειλημμένες αποτυχίες σωστής αποτύπωσης της κοινωνικής τάσης στο παρελθόν. 
Κι εδώ χρειάζεται προσοχή. 
Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι καθρέφτης των προτιμήσεων της κοινωνίας, αλλά μία φωτογραφική αποτύπωση των τάσεων που υπάρχουν σε αυτήν, μια πολύ δεδομένη χρονική περίοδο (αυτήν του χρονικού διαστήματος συλλογής του δείγματος). 
Πέραν του ότι κάθε δημοσκόπηση ενέχει το περιθώριο στατιστικού λάθους και δίνει τελικά ποσοστά που κυμαίνονται εντός ορισμένου εύρους τιμών, υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του να «αποτύχει», δίνοντας αποτέλεσμα που διαφέρει κατά 3-4% από το τελικό, και του να πέσει έξω κατά 10%. 
Οι δημοσκοπήσεις του προηγούμενου διαστήματος, υπάγονται στη δεύτερη περίπτωση και αυτό σημαίνει ότι είτε οι εταιρείες ή τα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα που τις πραγματοποιούσαν δεν ήξεραν από στατιστική είτε ότι αυτές ήταν στρατευμένες.
 Είναι δύσκολο να ισχύει το πρώτο.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι περισσότερες δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος χρησιμοποιούν την ατζέντα που έχει προβληθεί από τα συστημικά ΜΜΕ. 
Παρατηρήθηκε ότι οι ερωτήσεις των εν λόγω δημοσκοπήσεων διατυπώνονταν με τέτοιο τρόπο (με το κατάλληλο «framing» δηλαδή), ώστε να εκβιάζουν τις απαντήσεις των ερωτώμενων.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα όπου οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται ως ψευδείς ειδήσεις. 
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Μεξικό, όπου η νύχτα της 26ης Μαΐου 2000 αποτελεί ορόσημο για την ευρεία διάδοση ψεύτικών δημοσκοπήσεων. 
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, μόλις ολοκληρώθηκε το debate μεταξύ των δύο επικρατέστερων πολιτικών ηγετών, δημοσιοποιήθηκε μια ψεύτικη δημοσκόπηση που έδινε συντριπτική νίκη στον έναν εκ των δύο, τον Vicente Fox. 
Έκτοτε οι ψεύτικες δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται ευρέως στην πολιτική ζωή της χώρας, με στόχο να διαδίδουν αποπροσανατολιστικά ποσοστά δημοτικότητας πολιτικών ηγετών και προσώπων και να «εκβιάζουν» την υποστήριξη του κόσμου προς αυτούς.
Οι ψεύτικες δημοσκοπήσεις -όχι μόνο στο Μεξικό, αλλά και στην Ελλάδα και παντού- δεν στοχεύουν στους σταθερούς ψηφοφόρους. 
Αποσκοπούν στην άσκηση επίδρασης στην κρίσιμη μάζα των αναποφάσιστων και των μετακινούμενων ψηφοφόρων (για το λόγο αυτό λέγονται «push polls» και πάντα τα αποτελέσματά τους διαχέονται πολύ γρήγορα μέσω των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. 
Κατά βάση επιχειρείται αυτό που ονομάζεται «bandwagon effect», δηλαδή η επίτευξη στήριξης στον πολιτικό που παρουσιάζεται ως νικητής, μέσω του φαινομένου που μοιάζει με κοινωνικό τρενάκι.
 Για παράδειγμα, βγάζουν οι δημοσκοπήσεις πως ο Μητσοτάκης έχει προβάδισμα 10%, οπότε κατά κανόνα ο αναποφάσιστος και ο μετακινούμενος ψηφοφόρος θα επιλέξει να στηρίξει αυτόν. 
Εξάλλου ο κόσμος «αγαπά» τον νικητή.
Αλλά όχι πάντα.
Διότι υπάρχει και η πιθανότητα αυτή η τακτική να πυροδοτήσει μια άλλη εκλογική συμπεριφορά, αυτήν που προξενείται από το «underdog effect», δηλαδή τη στροφή των αναποφάσιστων και των μετακινούμενων προς αυτόν που (βάσει ψευδών δημοσκοπήσεων) χάνει κατά κράτος, επειδή υπάρχει και πολύς κόσμος που αγαπά και το «outsider» ή που έστω δεν θέλει με τίποτα να δει το Μητσοτάκη να κυβερνά.
Και καλά όλα αυτά, αλλά θα πρέπει να δοθεί και απάντηση στο γιατί είναι τόσο πολύς ο κόσμος που πιστεύει τις ψευδείς ειδήσεις και τις ψευδείς δημοσκοπήσεις. 
Είναι πολλές οι παράμετροι, αλλά ίσως η ουσία να βρίσκεται στις γνωσιακές προδιαθέσεις/ παρακάμψεις (cognitive biases), δηλαδή «ένα πρότυπο αποκλίνουσας κρίσης που λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένες καταστάσεις και δύναται να οδηγήσει σε παραμορφωμένη αντίληψη αυτών και ατελούς ή μη λογικής ερμηνείας τους». 
Κοινώς, οι άνθρωποι βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε και πιστεύουμε αυτό που επιβεβαιώνει αυτά που ήδη πιστεύουμε.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...
 * Πολιτική Επιστήμονας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου