Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Η απάντηση του ΣΕΒ στο ρεπορτάζ της «Εφ.Συν.» και οι απαραίτητες διευκρινίσεις







 


 Συντάκτης: Νίκος Σβέρκος
Tη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου λάβαμε από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών επιστολή αναφορικά με το ρεπορτάζ μας της ίδιας ημέρας με τίτλο «Ο ΣΕΒ, η Ντόρα και το... Τατζικιστάν». Ολόκληρη η επιστολή βρίσκεται αναρτημένη στο τέλος του κειμένου.
Οι επισημάνσεις του συντάκτη της επιστολής, Ακη Σκέρτσου, γενικού διευθυντή του Συνδέσμου, εστιάζονται κυρίως στο συμπέρασμά μας για τον ρόλο του ΣΕΒ στη σύνταξη της έκθεσης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) για την ανταγωνιστικότητα σε δεκάδες χώρες του κόσμου.
Γράφαμε συγκεκριμένα πως «στην περίπτωση της Ελλάδας ο θεσμός που έδωσε τα στοιχεία δεν είναι άλλος από τον ΣΕΒ, τον εργοδοτικό Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών» και πως «ο ΣΕΒ, λοιπόν, έστειλε τα στοιχεία, τα οποία αξιοποιήθηκαν για να καταρτιστεί η εικόνα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας». Αυτό το συμπέρασμα αμφισβητείται από τον συντάκτη, υποστηρίζοντας πως εμείς αναφέραμε ότι ο ΣΕΒ συμπλήρωσε και απέστειλε τα στοιχεία ο ίδιος στο WEF.
Στην επιστολή αναφέρεται επίσης πως βάσει του κανονισμού του WEF για τις έρευνες, «ο ρόλος των συνεργαζόμενων με το WEF φορέων περιορίζεται α) στη διαμόρφωση του δείγματος επιχειρήσεων που παραλαμβάνουν το ερωτηματολόγιο, βάσει αυστηρών προδιαγραφών ως προς τη σύνθεση των παραληπτών, από πλευράς κλάδου, μεγέθους και γεωγραφικής κατανομής, και β) στη διαχείριση της αποστολής των ερωτηματολογίων σε ένα δείγμα επιχειρήσεων»
 Σε έτερο σημείο στην επιστολή σημειώνεται πως «το WEF έλαβε απευθείας στην ηλεκτρονική του πλατφόρμα τις απαντήσεις από τις επιχειρήσεις για τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηματολογίων χωρίς καμία παρέμβαση από τον ΣΕΒ».
Ας εξετάσουμε ορισμένες βασικές πτυχές, που αφορούν τόσο το επιστημονικό πλαίσιο όσο και το ουσιαστικό σκέλος της έρευνας:
● «Η διαχείριση της έρευνας γίνεται κεντρικά από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και διεξάγεται σε εθνικό επίπεδο από το δίκτυο ινστιτούτων συνεργατών του Φόρουμ», αναφέρει ο κανονισμός. Δεν επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ο ισχυρισμός του συντάκτη της επιστολής πως το Φόρουμ έλαβε απευθείας και ηλεκτρονικά τις απαντήσεις.
● Η έκθεση αναφέρει πως στην Ελλάδα ρωτήθηκαν 78 εκπρόσωποι επιχειρήσεων, τρεις λιγότεροι από την προηγούμενη χρονιά. Το νούμερο είναι συγκριτικά ιδιαίτερα μικρό, αν ληφθεί υπόψη πως ο μέσος όρος των δειγμάτων για όλες τις υπόλοιπες χώρες είναι 95,5 ερωτώμενοι.
● Ο ΣΕΒ υποχρεούται να διαμορφώσει το δείγμα με τρόπο αντιπροσωπευτικό και αναλογικό με το τι ισχύει στην ελληνική οικονομία. Είναι άγνωστο αν αυτό έπραξε ο ΣΕΒ, αν δηλαδή από τους 78 ερωτηθέντες, οι 70 εκπροσωπούν μικρές επιχειρήσεις με κάτω από 10 εργαζομένους. Υπενθυμίζεται με πρόχειρους υπολογισμούς ότι το 99,6% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίες (κάτω από 50 εργαζομένους). Εξάλλου οι συμμετέχοντες στο δείγμα είναι προφανώς μέλη του ΣΕΒ.
● Σύμφωνα με τον κανονισμό, το δείγμα πρέπει να φτιαχτεί από τον εκάστοτε συνεργαζόμενο φορέα, επί του προκειμένου τον ΣΕΒ, κάτι που επιβεβαιώνεται από την επιστολή που λάβαμε (σε άλλες χώρες επιλέγονται άλλου τύπου φορείς, πανεπιστήμια, ινστιτούτα κ.λπ., και όχι εργοδοτικές οργανώσεις). Η σύνθεση του δείγματος είναι απολύτως κομβική. Η επιστήμη της στατιστικής επιτάσσει την αλλαγή των στοιχείων του δείγματος, ώστε να αντιπροσωπεύουν πιστά την παρούσα κατάσταση. Ιδιαίτερα σε μια οικονομία σαν την ελληνική, που αλλάζει ραγδαία και που πολλές επιχειρήσεις έχουν αδρανοποιηθεί ή δέχονται πιέσεις, η διαμόρφωση του δείγματος οφείλει να είναι ακόμα πιο προσεκτική.
Συνολικά, τίποτε από τα παραπάνω δεν αρκεί ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο ΣΕΒ έφτιαξε ένα δείγμα αντιπροσωπευτικό. Αν ο Σύνδεσμος επιθυμεί, μπορεί να γνωστοποιήσει τη λίστα των εκπροσώπων επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στην έρευνα.
Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων μιας έρευνας κρίνεται, λοιπόν, από την αξιοπιστία του δείγματος, για την οποία είναι υπεύθυνος ο ΣΕΒ. Είναι όμως αξιόπιστα τα αποτελέσματα ή παρουσιάζεται μια «παράλληλη πραγματικότητα»;

Περί ανταγωνιστικότητας

Πολλοί φορείς και αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι για την έλευση της κρίσης στην Ελλάδα ευθύνεται -μεταξύ άλλων- και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Τα προγράμματα προσαρμογής είχαν στόχο να βελτιώσουν αυτή την εικόνα, εξ ου και εφαρμόζονται επί χρόνια μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον τομέα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αναδεικνύεται σε «πρωταθλήτρια» στον τομέα αυτό. Τις μεταρρυθμίσεις αυτές πρότεινε ο ΟΟΣΑ και υιοθέτησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Πώς είναι δυνατόν η έκθεση του WEF να εμφανίζει την ελληνική οικονομία να κρατά σταθερά την ίδια θέση στην παγκόσμια κατάταξη της ανταγωνιστικότητας; Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν:
● Είτε ο ΟΟΣΑ κάνει λάθος όταν αναφέρει πως η Ελλάδα έχει κατακτήσει ένα πολύ υψηλό επίπεδο μεταρρυθμίσεων ή όταν δημοσιεύει στοιχεία που δείχνουν ότι μεταξύ 2014 και α’ εξαμήνου 2017 η ελληνική ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε 7,5% σε όρους σχετικών τελικών τιμών και 5% σε όρους σχετικού κόστους εργασίας.
● Είτε ο ΣΕΒ επέλεξε ένα δείγμα μη αξιόπιστο για διάφορους λόγους, αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς.
Κάτι ακόμα, όχι λιγότερο σημαντικό. Οι συμμετέχοντες στο δείγμα, που έφτιαξε ο ΣΕΒ, κατέταξαν ως πέμπτο σημαντικότερο παράγοντα έλλειψης ανταγωνιστικότητας την «κυβερνητική αστάθεια/πραξικοπήματα». Είναι πιθανό ένα πραξικόπημα στην Ελλάδα; Ή μήπως οι εναλλαγές κομμάτων στις κυβερνήσεις φέρνουν αντίστοιχες ανακατατάξεις; Ακόμα και αν τα στοιχεία αφορούν το 2016, τη χρονιά της απόλυτης εφαρμογής του τρίτου Μνημονίου από την παρούσα κυβέρνηση, τέτοιες απόψεις δεν έχουν θέση σε μια Δημοκρατία, φθείρουν την εικόνα της χώρας και αποτρέπουν τις αναγκαίες νέες επενδύσεις, ξένων ή εγχώριων.
Τέλος, η δημόσια μεθοδολογική, τεχνοκρατική και πολιτική κριτική είναι, όχι απλώς αυτονόητη, αλλά και αναγκαία για μια οικονομία και μια Δημοκρατία που έχει χτυπηθεί τόσο πολύ όσο η ελληνική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου