Δευτέρα, Ιουλίου 18, 2011
Από τη μια πλευρά, υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας, ένας κανόνας που ισχύει σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα και, κατά τον οποίο, ουδείς επιτρέπεται να θεωρείται ένοχος, εάν δεν αποφανθεί σε αμετάκλητο βαθμό το αρμόδιο δικαστήριο.
Ο κανόνας πρέπει να είναι σεβαστός από όλους: από τις δημόσιες αρχές, από τα πολιτικά πρόσωπα, από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και από τους πολίτες.
Από την άλλη, υπάρχει η ελευθερία της έκφρασης που επικαλούνται όσοι θέλουν να σχολιάσουν μια νομική υπόθεση που μπορεί να παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον.
Η ελευθερία της έκφρασης έχει ένα ευρύτατο περιεχόμενο και σαφώς περιλαμβάνει τόσο την ενημέρωση για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, όσο και τον σχολιασμό τους.
Δεν κατισχύει όμως του τεκμηρίου της αθωότητας: η ενημέρωση και ο σχολιασμός μπορεί να γίνει και χωρίς ανεπιφύλακτες κρίσεις περί ενοχής ή αθωότητας του ατόμου που έχει εμπλακεί στην υπόθεση. Πολύ πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, επειδή στελέχη της πολιτικής ηγεσίας έκαναν δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης περί της καταδίκης του πρώην (βλ. εδώ απόφαση Kώνστας κατά Ελλάδος).
Ένας άλλος θεμιτός περιορισμός, όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης, είναι αυτός της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο και η ένδικη υπόθεση δεν αφορά τις δημόσιες δραστηριότητές του, η δημοσιοποίηση προσωπικών στοιχείων ή του ονόματος ή της εικόνας κάποιου φερόμενου ως δράστη δεν επιτρέπεται.
Στο ελληνικό δίκαιο υπάρχει μια δικλείδα ασφαλείας: κατά το άρθρο 2 (α) του Ν.2472/1997 για σοβαρά αδικήματα επιτρέπεται με διάταξη του εισαγγελέα η δημοσιοποίηση του ονόματος. Αυτή η ρύθμιση έχει δεχθεί σοβαρή κριτική, ενόψει ακριβώς του τεκμηρίου της αθωότητας.
Αλλά είναι μια διάταξη του ελληνικού δικαίου και όταν λείπει και η εισαγγελική άδεια, τότε ονόματα και φωτογραφίες είναι απαράδεκτο, παράνομο, αντισυνταγματικό και αντίθετο στο ευρωπαϊκό δίκαιο να μεταδίδονται στα μέσα ενημέρωσης.
Ωστόσο, οι απαγορεύσεις των προσωπικών δεδεομένων δεν εμποδίζει την κοινή γνώμη να ενημερώνεται για τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, αφού ακόμη κι αν δεν πρόκειται για κάποιο δημόσιο πρόσωπο, οι ανάγκες για ενημέρωση προφανώς αφορούν το ίδιο το περιστατικό που απασχολεί τη Δικαιοσύνη κι όχι το ονοματεπώνυμο ή την φωτογραφία του δράστη.
Τέτοια στοιχεία είναι απολύτως περιττά και δεν συμβάλλουν στο διάλογο για ένα θέμα ευρύτερου ενδιαφέροντος, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Sciacca κατά Ιταλίας, καταδίκασε την δημοσιοποίηση στον Τύπο της φωτογραφίας μιας δασκάλας που της είχε επιβληθεί ένα μικρό πρόστιμο για φορολογική παράβαση.
Εφόσον δεν υπήρχαν νομοθετικές ρυθμίσεις που προβλέπουν μια τέτοια δημοσιοποίηση, η Ιταλία είχε παραβιάσει το δικαίωμα της δασκάλας για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής (βλ. εδώ). Στην υπόθεση Gurguenidze κατα Ιταλίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσιοποίηση φωτογραφίας του προσφεύγοντος, που κατηγορήθηκε για την κλοπή ενός χειρογράφου, συνιστούσε παραβίαση της ιδιωτικότητάς του (βλ. εδώ).
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η δικαστική απαγόρευση δημοσιοποίησης της φωτογραφίας ενός μεγαλοεπιχειρηματία σχετικά με τις έρευνες για πιθανές φορολογικές παραβάσεις κρίθηκε από το ΕΔΔΑ ότι παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης ενός αυστριακού περιοδικού, στην υπόθεση Verlagsrupenews GmbH κατά Αυστρίας αρ. 2 (βλ. εδώ).
Αντίστοιχα, στην Tønsbergs Blad AS and Haukom κατά Νορβγίας (βλ. εδώ).
Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας αφορά τα μέσα ενημέρωσης ως δεοντολογικός κανόνας, ο οποίος θεσπίζεται σε κάθε κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Επιπλέον, όμως είναι κι ένας νομικά δεσμευτικός κανόνας, αφού εάν ο δημοσιογράφος, εν γνώσει του ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει κριθεί αμετάκλητα ένοχος, παίρνει θέση ανεπιφύλακτα περί ενοχής, τότε υπάρχει προσβολή προσωπικότητας.
Όσον αφορά μάλιστα τις ραδιοτηλεοπτικές ενημερωτικές εκπομπές, το τεκμήριο της αθωότητας κατοχυρώνεται και ως δεσμευτικός κανόνας που προβλέπεται από την ειδική ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία (βλ. άρθρο 11 π.δ. 77/2003 εδώ).
Είναι όμως εντελώς διαφορετική η περίπτωση, κατά την οποία κάποιος απλώς λέει τη γνώμη του για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ή για την ιδιότυπη ασυλία των επωνύμων προσώπων γενικά, χωρίς ανεπιφύλακτες κρίσεις για συγκεκριμένα άτομα. Είναι επιτρεπτή η επιστημονική κριτική για την νομική ορθότητα μιας δικαστικής απόφασης.
Είναι επίσης εντελώς διαφορετικό όταν ο ερευνητής δημοσιογράφος ή blogger παραθέτει συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία ενδεχομένως να έχουν νομικές επιπτώσεις για το δημόσιο πρόσωπο: η τήρηση αποστάσεων από το ρόλο του εισαγγελέα και του δικαστή δεν είναι ασύμβατη με την ερευνητική και αποκαλυπτική δημοσιογραφία.
Η διατύπωση ανεπιφύλακτων ετυμηγοριών (λ.χ. "κλέφτης ο τάδε", "βιαστής ο δείνα", "δολοφόνος ο Χ", "λογοκλόπος ο Δ") δεν συμβάλουν στον ανοιχτό διάλογο σχετικά με ένα θέμα δημόσιου ενδιαφέρονος, αλλ΄απλώς υποκαθιστούν το έργο των αρχών. Bεβαίως, ένας ζωντανός διάλογος επιτρέπει ακόμη και ακραίους χαρακτηρισμούς, εφόσον αυτοί συνοδεύονται από σχετικά στοιχεία.
Στην υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδας, η δημοσιογράφος καταδικάστηκε από τα ελληνικά δικαστήρια επειδή απεκάλεσε έναν εισαγγελέα επίορκο και καραγκιόζη, αλλά αυτό κρίθηκε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, επειδή τα δικαστήρια δεν είχαν διακρίνει ανάμεσα σε ισχυρισμό για πραγματικά περιστατικά και σε αξιολογική κρίση, βλ. εδώ).
Ακόμη κι αν ένας φερόμενος δράστης αναφέρεται ότι "ομολόγησε", δεν σημαίνει ότι έχει αυτομάτως παραιτηθεί από το τεκμήριο της αθωότητάς του. Διαφορετικά, η ομολογία θα οδηγούσε καθέναν στη φυλακή (παλαιότερα στο απόσπασμα) χωρίς καν δίκη.
Πρέπει να υπάρχει ένα ανεξάρτητο δικαστήριο που θα εξετάσει την "ομολογία", υπό το φως όλων των υπόλοιπων στοιχείων.
Δεν είναι λίγες οι "ομολογίες" που εκμαιεύονται ύστερα από βασανιστήρια ή κάθε είδους άλλες πιέσεις (λ.χ. πατέρας που θέλει να καλύψει το φόνο που έκανε άλλο μέλος της οικογένειας και ισχυρίζεται ότι τον έκανε ο ίδιος για να μην τιμωρηθεί το παιδί του) και οι οποίες πολύ απέχουν από την απονομή δικαιοσύνης και την εξεύρεση του δράστη.
Τα ίδια ισχύουν όμως και για τους ίδιους τους πολίτες στο δημόσιο ή και τον ημι-δημόσιο λόγο τους. Αν πεις ότι ο γείτονάς σου είναι κλέφτης, χωρίς να έχει καταδικαστεί, ενώ το ξέρεις, μπορεί πολύ εύκολα να βρεθείς κατηγορούμενος για συκοφαντική του δυσφήμηση. Είναι συχνό βέβαια - και το βλέπουμε συνέχεια στα social media- πολίτες να εκτονώνονται ψυχολογικά περιλούζοντας δημόσια πρόσωπα που αντιπαθούν, με διάφορους ισχυρισμούς, άλλοτε σατιρικούς και περιπαικτικούς, άλλοτε υβριστικούς ή συκοφαντικούς.
Οι χαρακτηρισμοί περί ενοχής, λόγω της βαρύτητας που ενέχει η αντικειμενική γλώσσα του νόμου,χρησιμοποιούνται επίσης αφειδώς και υποστηρίζεται μάλιστα ότι εμπίπτουν στην ελευθερία της έκφρασης του ατόμου, ακόμη κι αν θα συνιστούσαν παραβιάσεις του τεκμηρίου της αθωότητας εάν εκφέρονταν από πολιτικούς, κρατικούς λειτουργούς ή ακόμη και δημοσιογράφους. Δεν είναι έτσι όμως.
Η πρόσφατη υπόθεση με τον επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι χαρακτηριστική: οι πολιτικοί/ταξικοί του αντίπαλοι βρήκαν έναν ιδανικό συμβολισμό στον φερόμενο ως σεξουαλικά παρενοχλούντα μια εργαζόμενη καμαριέρα που κανένα τεκμήριο αθωότητας και κανένα ανθρώπινο δικαίωμα θα τους σταματούσε να καννιβαλίσουν ανεξέλεγκτα. Δεν πρόκειται να τους σταματήσει επίσης καμία αθωωτική απόφαση: εφόσον ο Στρος Καν ως ένοχος βιασμού εξυπηρετεί τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του "αγανακτισμένου" πολίτη, κανένα δικαίωμά του δεν πρόκειται να γίνει σεβαστό.
"Ποιο ανθρώπινο δικαίωμα, αφού έχει σοδομίσει ολόκληρα έθνη", θα έλεγαν οι ιδεολογικά αγκυλωμένοι.
Οι προκαταλήψεις καθενός όμως δεν κατισχύουν του τεκμηρίου της αθωότητας. Όσο πιο ειδεχθές είναι ένα αδίκημα, τόσο ακέραια πρέπει να διασφαλίζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως το τεκμήριο της αθωότητας. Εάν ο κατηγορούμενος δεν έχει μια δίκαιη δίκη, ακόμη κι αν είναι όντως ο δράστης, τότε αδίκως θα βρεθεί στη φυλακή.
Εάν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, αυτό πρέπει να γίνεται σεβαστό απ' όλους, όσο κι αν δεν εξυπηρετεί τις ιδεοληψίες κάθε ευαισθησίας (βλ. αθώωση μαθητών Αμαρύνθου κατηγορούμενων για ομαδικό βιασμό αλλοδαπής συμμαθήτριάς τους). Εάν ο κατηγορούμενος δεν είναι δημόσιο πρόσωπο και η υπόθεσή του δεν αφορά τη διαχείριση των δημοσίων θεμάτων, το όνομά του και η φωτογραφία του (έστω και με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά) δεν έχουν καμία δουλειά να βρεθούν στη δημοσιότητα.
Η περίφημη δημοσιότητα της δίκης και η δημόσια απαγγελία της απόφασης, επιταγές που επιβάλλει το Σύνταγμα για λόγους διαφάνειας της δικαιοσύνης, αφορούν μόνο την ίδια τη δίκη και την ίδια την απόφαση, επομένως, όσον αφορά ιδιώτες που κατηγορούνται για ιδιωτικές υποθέσεις, γνώση μπορούν να έχουν μόνο όσοι παρευρίσκονται στο ακροατήριο και κανείς άλλος.
Στην υπόθεση Egeland και Hanseid κατά Νορβηγίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι οι δημοσιογράφοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να δημοσιεύσουν φωτογραφίες της κατηγορούμενης ενώ πήγαινε στο δικαστήριο να καταδικαστεί για το φόνο των πεθερικών της και της κουνιάδας της, ούτε καν τη φωτογραφία της ενώ έβγαινε από την αίθουσα έχοντας ήδη καταδικαστεί σε 21 χρόνια κάθειρξης.
Σημειωτέον ότι επρόκειτο για την δίκη με τη μεγαλύτερη δημοσιότητα στη Νορβηγία κατά τα τελευταία έτη (βλ. εδώ). Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εν λόγω απαγόρευση δημοσίευσης φωτογραφιών δεν παραβίαζε την ελευθερία της έκφρασης των δημοσιογράφων.
Εξαίρεση αναγνωρίζεται από ορισμένες δικαιοδοσίες για εγκλήματα που μπορεί να τελούνται κατ΄εξακολούθηση, όπως τα σεξουαλικά αδικήματα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις πάντως, η δημοσίευση ενός ονόματος και μιας φωτογραφίας σε μια εφημερίδα ή και στο διαδίκτυο δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει το στόχο της προστασίας των εν δυνάμει θυμάτων:
αύριο το όνομα και η φωτογραφία θε ξεχαστούν.
Πιο ορθή είναι η καταχώριση των στοιχείων σε απόρρητο αρχείο, στο οποίο πρόσβαση έχουν μόνο κατηγορίες θυμάτων και οι παραστάτες τους (λ.χ. οι γονείς παιδιών έχουν πρόσβαση σε αρχεία καταδικασθέντων για σεξουαλικά αδικήματα εις βάρος ανηλίκων στις Η.Π.Α.).
Πάντως και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να γίνουν ολέθρια λάθη που στιγματίζουν αθώους πολίτες. Μια τέτοια ήταν η περίπτωση του Dimitrov-Kozakov που οδήγησε σε καταδίκη την Βουλγαρία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική ζωή ενός προσώπου που ήταν εσφαλμένα καταχωρημένος στο μητρώο ως βιαστής (βλ. εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου