Δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει εάν αυτή η δεύτερη υπόθεση βγει αληθινή.
Το ίδιο συνέβη και στα κυρίαρχα, μέχρι πρότινος, χριστιανοδημοκρατικά κόμματα στην κεντρική Ευρώπη, τα οποία έχουν συρρικνωθεί.
Μόνη εξαίρεση, το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Άνγκελα Μέρκελ, σαν επακόλουθο της συντηρητικής στροφής η οποία πραγματοποιήθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1970.
Αυτό το κόμμα διατήρησε και σε ορισμένες φάσεις είδε την επιρροή του να αυξάνεται, γιατί αποδυνάμωσε τα θρησκευτικά του χαρακτηριστικά, που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελούσαν πόλο έλξης, ενώ ταυτόχρονα διατήρησε αμετάβλητα εκείνα τα σημεία αναφοράς που αφορούσαν τους κατ' εξοχήν κοινωνικούς του αποδέκτες:
αγρότες, αυτοαπασχολούμενους και μικροαστούς.
Η πορεία των σοσιαλιστικών κομμάτων ήταν διαφορετική.
Και αυτά αναθεώρησαν τις ιδρυτικές τους αρχές υποκαθιστώντας τη ριζική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων με την προώθηση του κοινωνικού κράτους. Και μέχρι εκεί όλα πήγαν κατ’ ευχήν.
Μετά έβαλαν πόδι στα χωράφια του εχθρού αποδεχόμενοι στο σύνολό της τη λογική των αγορών. Χάρη σε αυτή την κίνηση κατόρθωσαν να προσελκύσουν την αποδοχή εκείνων των αστών που πριν ήταν απρόθυμοι να υποστηρίξουν τα ταξικά κόμματα της Αριστεράς.
Εν κατακλείδι, τρίτο και πιο σημαντικό βήμα, που επεξηγεί την επιτυχία που κατέγραψαν τα σοσιαλιστικά κόμματα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, είναι η αποδοχή στο σύνολό τους των ατομικών δικαιωμάτων υιοθετώντας μια νέα ατζέντα, “μετα-υλιστική”, που πριμοδοτούσε την ποιότητα της ζωής σε αντιδιαστολή με την υλική ευημερία.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα πίστεψαν ότι έτσι είχαν ξεκαθαρίσει με την αντίσταση του νεοσυντηρητισμού και με την πρόκληση των κινημάτων των οικολόγων και των Πράσινων.
Η ικανότητα των σοσιαλιστών να λειτουργούν προωθώντας πολιτικές υπέρ των αγορών συσπείρωνε τους πλέον εγγράμματους, ευημερούντες και φιλελεύθερους της κοινωνίας.
Η χρυσή εποχή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ξεδιπλώνεται όταν αυτές οι συσπειρώσεις για πρώτη φορά συνυπάρχουν κάτω από την ίδια στέγη με την παραδοσιακή εργατική τάξη.
Όμως αυτή η εξισορρόπηση δεν διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε κάποια φάση οι σοσιαλιστές άρχισαν να χάνουν την αποδοχή όλων εκείνων των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων.
Αυτό συνέβη γιατί είχαν απολέσει τη σαφήνεια στην ταυτότητά τους και ταυτόχρονα δεν είχαν υπερασπιστεί με ζήλο τα δικαιώματα των κοινωνικά πιο αδύναμων στρωμάτων. Η απομάκρυνση της εργατικής συνιστώσας υπήρξε ακαριαία, μαζική και τραυματική.
Σε λίγα χρόνια εκατομμύρια ψηφοφόροι μετακινήθηκαν προς την Άκρα Δεξιά.
Αισθάνθηκαν εγκαταλειμμένοι και αποκλεισμένοι.
Και το χειρότερο:
Αισθάνθηκαν προδομένοι γιατί οι παλιοί οργανισμοί αναφοράς τους απασχολούνταν με το να “ευχαριστήσουν τις αγορές”, αποδομώντας τμήματα του κοινωνικού κράτους, απεκδυόμενοι τις κοινωνικές κατακτήσεις.
Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής υπήρξε η στροφή τους σε πιο ριζοσπαστικές επιλογές που τους προσέφεραν ένα υποκατάστατο ταυτότητας με τη μορφή μιας εθνικής κοινότητας όπου, χωρίς κανέναν αυτοπεριορισμό, υπόσχεται γη και ουρανό.
Αν είχατε παρακολουθήσει τον δημόσιο διάλογο μεταξύ του πρώην υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν και του Φλοριάν Φιλιπό, του “Νο 2” του Εθνικού Μετώπου (Front National), κατανοείτε με ποιον τρόπο οι λαϊκιστές της Μαρίν Λεπέν αφηγούνται ιστορίες εκτός πραγματικότητας, και γίνονται γοητευτικοί σε όσους έχουν απολέσει κάθε ελπίδα.
Σήμερα όλα τα κόμματα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου και του P.D., καλούνται να αντιμετωπίσουν αυτή την ιστορική πρόκληση.
Ίσως υποστούν μη αναστρέψιμη συρρίκνωση, ίσως καταφέρουν να ανακτήσουν το απολεσθέν εκλογικό τους σώμα.
Η επικέντρωση της πολιτικής στο ζήτημα της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ισότητας συνιστά, πιθανώς, τη διαδρομή που θα οδηγήσει στην επανασύνδεση με τις αναφορές εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που αισθάνονται εγκαταλειμμένα και προδομένα από τους πολιτικούς σχηματισμούς που παραδοσιακά υπήρξαν εκφραστές και υπερθεματιστές των δικαιωμάτων τους.
Αλλιώς η διαρροή προς τις γραμμές των συντηρητικών και η συναίνεση με τους λαϊκιστές της Δεξιάς θα καταστεί αναπόφευκτη.
Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά
* Ο Piero Ignazi είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια (Πηγή: Repubblica, 30.10.16)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου