Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Μια ιστορία

























ΧΘες το βράδυ είδα το πιο παράξενο χριστουγεννιάτικο όνειρο. Ημουν, λέει, μες στη φάτνη κι εγώ σε μια γωνίτσα κι έβλεπα την Παναγιά να κοιλοπονά, πρόσφυγας κι αυτή, έτοιμη να γεννήσει την ελπίδα και να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουνε σε μια αλλιώτικη ζωή, αλλά πράγματα περίεργα συνέβαιναν τριγύρω, πολύ διαφορετικά από αυτά που μας μάθανε κάποτε στο σχολειό.
Εξω, στη μικρή τη Βηθλεέμ, οι στρατιώτες του Ηρώδη τρομοκρατούσαν τα πλήθη εδώ και μέρες. Κάνανε ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουνε το επερχόμενο, φόραγαν κουκούλες και κατέστρεφαν το βιος των ανθρώπων, άρπαζαν τα σπίτια και τις περιουσίες του κοσμάκη, εξύβριζαν, φυλάκιζαν, απειλούσαν. Φώναζαν πως για όλα όσα συμβαίνουν φταίει αυτός που πρόκειται να έρθει. Και πως οι ίδιοι είναι οι στρατιώτες του καλού και σώζουν την πόλη από βέβαιη συμφορά. 
Γι’ αυτό να μην τολμήσει κανείς να συνταχτεί με το σατανικό το βρέφος που έρχεται σ’ αυτή τη γη να μας κατασπαράξει όλους και να διώξει τον μεγάλο και φιλεύσπλαχνο Ηγεμόνα για να βασιλέψει το χάος. Κυνηγούσαν πιο πολύ τα νέα τα παιδιά, γιατί αυτά υπήρχε μεγαλύτερος κίνδυνος να συνταχτούν με τον ανατροπέα, καθότι άμυαλα και ρεμπεσκέδες. Αλλωστε ο Ηγεμόνας είχε από νωρίς φροντίσει να μην έχουνε δουλειές κι αξιοπρέπεια για να μην μπερδεύονται στα πόδια του παρά να εξαρτώνται από τα φιλοδωρήματά του και να αρκούνται στα γλειφιτζούρια που τους πέταγε όποτε είχε κέφια.
Μα και μέσα στη φάτνη επικρατούσε σαματάς ανάμεσα στα ζώα, που ήτανε ανήσυχα και φαίνεται να είχαν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ τους. Βλέπετε, κάποια θέλανε να συνδράμουν ώστε να πάνε όλα καλά και μάρτυρες να γίνουνε στο πιο χαρμόσυνο συμβάν, να ξημερώσει και γι' αυτά μια μέρα αλλιώτικη απ’ τις άλλες. 
Μα κάποια άλλα, αυτά που κουμαντάρανε τη φάτνη από χρόνια και τώρα κινδυνεύανε να χάσουν τη βολή τους, με καθόλου καλό μάτι δεν βλέπανε τους εισβολείς. 
Από πού κι ώς πού να μοιραστούνε τον σανό τους με ζώα υποδεέστερα, φτιαγμένα για να υπηρετούν και να κάνουνε το χαμαλίκι; Κι ετούτο το μωρό που θα 'ρθει, λέει, για να κυβερνήσει, ποιος τους τάζει ότι δεν θα ξηλώσει τη διοίκηση της φάτνης και πως δεν θα μοιράσει αλλιώς τις θέσεις και τα κρεβάτια τα καλά; Κάποια άλλα πάλι, τα πιο πονηρά, κάνανε στην Παναγιά τα μάτια τα γλυκά προσβλέποντας στην εύνοια του νέου βασιλιά, παρ' όλο που στο παρελθόν τρυπώνανε στην αποθήκη και μασουλάγανε κρυφά της φάτνης τ’ αποθέματα.
Και σαν να μη φτάνανε όλα αυτά, έρχονταν από μακριά, από χώρες μακρινές, κάποιοι μυστήριοι κύριοι με δώρα. Πρέπει να ήταν μάγοι, γιατί τη συμφορά βαφτίζανε σωτηρία και την ανέχεια τη λέγανε προσαρμογή, μα, κυρίως, στην καμένη γη βλέπανε την ανάπτυξη. 
Κάνανε και κάτι ωραία κόλπα με αριθμούς, όπως το να σου διπλασιάζουνε το χρέος, να σου μειώνουν την αξία της περιουσίας σου και να σου λένε «τώρα είσαι στον δρόμο τον σωστό, της εξυγίανσης!». Τα δώρα τους δεν τα 'θελε κανένας, εκτός από τους κυβερνήτες και τους πραιτοριανούς τους. Κι ήρθανε, λέει, να συνετίσουν όσους ελπίζουνε στο αγέννητο μωρό, όσο ακόμα είναι καιρός. 
Και βάλανε στον ουρανό κι ένα αστέρι για να μη χάσει ο κοσμάκης τον μονόδρομο που χάραξαν και παραστρατήσει σε μονοπάτια αγκαθωτά και επικίνδυνα.
Ξύπνησα κάθιδρος και αγχωμένος, δεν πρόλαβα να δω το τέλος αυτής της ιστορίας. 
Θα γεννηθεί εντέλει το μωρό ή θα το κατασπαράξουνε οι λύκοι; Θα φέρει αυτό που περιμένει ο κοσμάκης; Θα παρασυρθεί από τους αυλοκόλακες και της φάτνης τα τσακάλια, θα σαγηνευτεί από τα δώρα και τους μάγους ή θα διαβεί το δύσκολο το μονοπάτι της ελπίδας; Ποιος ξέρει, μία από αυτές τις μέρες μπορεί να μάθω τη συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου