Νυρεμβέργη, 1929. Ο ηγέτης του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, Αδόλφ Χίτλερ συναντάται με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ.
Χωρίς την ανοχή της δημοκρατίας, η Γερμανία, η Ευρώπη και η ανθρωπότητα πιθανόν θα είχαν αποφύγει τον ναζιστικό όλεθρο.
Δέκα χρόνια αφ’ ότου κυκλοφόρησε το αγγλικό πρωτότυπο από τις εκδόσεις Penguin[1], κρατούμε επιτέλους στα χέρια μας τη θαυμάσια ελληνική μετάφραση του πρώτου τόμου του μνημειώδους τρίτομου έργου του καθηγητή Ρίτσαρντ Έβανς για την έλευση, την εγκληματική θητεία του στην εξουσία και την κατάρρευση του ναζισμού στην εκατόμβη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενός πολέμου τον οποίο ο ίδιος προκάλεσε.
Richard J. Evans, Η έλευση του Γ’ Ράιχ, μετάφραση από τα αγγλικά: Κώστας Αντύπας, επιμέλεια Κώστας Λιβιεράτος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, 672 σελ.
Μετά τη σπουδαία δίτομη βιογραφία του Χίτλερ από τον Ίαν Κέρσω, που και αυτή κυκλοφόρησε στα ελληνικά τα τελευταία χρόνια[2], τη μελέτη του Σαούλ Φριντλάντερ για την εξόντωση των εβραίων από τους ναζί[3] και το βιβλίο του Γιοxάν Σαπουτό για τη σχέση των τελευταίων με την αρχαία Ελλάδα[4], η ελληνόφωνη βιβλιογραφία εμπλουτίζεται έτσι και με μια συνολική μελέτη για τη νομότυπη επιφανειακά, αλλά βέβαια παράνομη κατ’ ουσίαν άνοδο του Γ’ Ράιχ.
Μελέτη συνολική, με την έννοια ότι το σχολιαζόμενο βιβλίο φιλοδοξεί να ξεπεράσει τα συμβατικά όρια της πολιτικής ιστορίας, μέσα στα οποία κινούνταν γνωστά βιβλία, παλαιότερα όπως η τρίτομη Άνοδος και η πτώσις του Γ’ Ράϊχ του Ουίλλιαμ Σίρερ[5], και νεότερα, όπως η Βαϊμάρη, ανάπηρη Δημοκρατία του Χάινριχ Α. Βίνκλερ, η ελληνική μετάφραση της οποίας σημείωσε προ τριετίας μεγάλη εκδοτική επιτυχία[6].
Γιατί η πρωτοτυπία και, ταυτόχρονα, η μεγάλη συμβολή του βιβλίου του Ρίτσαρντ Έβανς είναι ότι αναδεικνύει πτυχές της καθημερινής ζωής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που η παλαιότερη ιστοριογραφία όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά και των περισσότερων χωρών, παρέβλεπε ως μη αξιόπιστες πηγές, καθ’ ότι τις θεωρούσε ανεκδοτολογικές.
Όμως, όπως δείχνουν πλέον και τα τόσο γνωστά σε όλους μας βιβλία του Μαρκ Μαζάουερ, για να μη μιλήσω για τους πιο πρόσφατους Sleepwalkers του Κρίστοφερ Κλαρκ (Christopher Clark)[7], οι αναφορές αυτές στα απομνημονεύματα, τις βιωματικές σημειώσεις, και τα διλήμματα όχι μόνο των μεγάλων πρωταγωνιστών μα και των απλών ανθρώπων δίνουν νεύρο στην αφήγηση και ζωντάνια στο επιχείρημα. Κατακτούν έτσι ένα ευρύτερο κοινό. Ειδικά για τη Γερμανία του Μεσοπολέμου, δείχνουν ότι το αυγό του φιδιού δεν εκκολάφθηκε εν κενώ, αλλά σιγά σιγά και ανεπαίσθητα στο γόνιμο έδαφος της βισμαρκιανής Γερμανίας του Β΄ Ράιχ.
Έτσι, από τις βιοποριστικές αγωνίες ενός ταπεινού υπαλλήλου που έβλεπε το εισόδημά του να εξανεμίζεται στα δισεκατομμύρια των πληθωριστικών μάρκων του 1923,
ώς τα καμπαρέ του Βερολίνου και το θρίαμβο της «εκφυλισμένης» τζαζ,
και από τις σημειώσεις μιας φιλοπερίεργης νοικοκυράς καλών προθέσεων, που άρχισε ξαφνικά να γοητεύεται από τις ομιλίες του Χίτλερ,
ώς την απογοήτευση ενός γερμανοεβραίου πανεπιστημιακού, που αν και είχε πολεμήσει στα χαρακώματα του Verdun, το 1916-18, διαπίστωνε με φρίκη ότι η πατρίδα όχι μόνο δεν τον χρειαζόταν αλλά τον αντιμετώπιζε ως μίασμα που πρέπει να εξαφανισθεί για να αποκατασταθεί η χαμένη «γερμανικότητα»,
ιδού μερικά από τα δεκάδες «ασήμαντα» περιστατικά της πεζής πραγματικότητας, με τα οποία ο συγγραφέας διανθίζει την εξαντλητική επεξεργασία των αρχειακών πηγών και μιας απέραντης βιβλιογραφίας, για να φθάσει στα συμπεράσματά του:
Αν και εντασσόταν, λοιπόν, στην ευρύτερη συγκυρία του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου και ειδικά της οικονομικής κρίσης του 1929, η άνοδος του Γ’ Ράιχ είχε, όπως ήδη ανέφερα, αμιγώς γερμανικές ρίζες στην ιδεολογία και την πράξη του Β’ Ράιχ.
Γιατί, όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, η αποτυχία της επανάστασης του 1848 είχε ολέθριες συνέπειες για τη Γερμανία, η ενοποίηση της οποίας δεν στηρίχθηκε στις αρχές του φιλελευθερισμού ούτε στο Σύνταγμα, αλλά στον στρατοκρατικό εθνικισμό του Μπίσμαρκ.
Δεν είναι του παρόντος να υπενθυμίσουμε ότι, στη Γερμανία, ο κοινοβουλευτισμός, παρά την εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας –του άρρενος βέβαια τότε ακόμη πληθυσμού– δεν είχε καθιερωθεί ώς το 1918: επί 40 και πλέον χρόνια, ο καγκελάριος δεν λογοδοτούσε στη Βουλή αλλά μόνον στον κάιζερ, ενώ στρατιωτικές υποθέσεις, εξωτερική πολιτική και ασφάλεια ξέφευγαν εντελώς από τον έλεγχο του Κοινοβουλίου.
Στη Γερμανία, με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός λειτουργούσε ως εντολοδόχος του αυτοκράτορα και όχι της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ταυτόχρονα, οι κυβερνώντες δεν λογοδοτούσαν στο Ράιχσταγκ –δηλαδή στη Βουλή– για θέματα «υψηλής» αλλά μόνο «τρέχουσας» πολιτικής. Δεν υπήρχε, με άλλα λόγια, η κοινοβουλευτική εκείνη παράδοση που, σε άλλες χώρες, όπως μεταξύ άλλων και η Ελλάδα, εμπόδισε την ανάπτυξη μιας μαζικής λαϊκιστικής παράκρουσης κατά της δημοκρατίας και των παραδοσιακών κομμάτων, ειδικά στη δύσκολη συγκυρία του Μεσοπολέμου.
Εξηγεί όμως από μόνη της η έλλειψη κοινοβουλευτικής παράδοσης τη νομότυπη άνοδο στην εξουσία της εγκληματικής συμμορίας του Χίτλερ το 1933;
Η απάντηση του συγγραφέα είναι σαφώς αρνητική.
Κατ’ αυτόν, ώς την τελευταία στιγμή, δηλαδή ώς το διορισμό του Κουρτ φον Σλάιχερ στη θέση του καγκελάριου, τον Δεκέμβριο του 1932, με λίγη ψυχραιμία, το κακό μπορούσε να αποτραπεί.
Ενώ, ώς το 1930, με λιγότερη εμμονή σε παλαιά στερεότυπα και στοιχειώδη ρεαλισμό, η Αριστερά και το Κέντρο θα μπορούσαν, αν κατάφερναν να συνεννοηθούν για τα βασικά, να αποτρέψουν το μοιραίο. Στο κάτω κάτω της γραφής, στις εκλογές του 1928, οι ναζί είχαν συγκεντρώσει μόλις το 2,6% των ψήφων, δηλαδή πολύ λιγότερο από το μισό του ποσοστού που πήρε η Χρυσή Αυγή στις δικές μας εκλογές του 2012. Μόνον αργότερα η δύναμή τους εκτοξεύθηκε σε διψήφιους αριθμούς.
Στην αλληλουχία αυτή των χαμένων ευκαιριών, εκτός από την απουσία φιλελεύθερης παράδοσης, βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την επισήμανση του συγγραφέα ότι στην επικράτηση του Χίτλερ συνετέλεσε πολύ ένας ακόμη παράγοντας: η αδυναμία της γερμανικής Δεξιάς να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιθέσεις της και να συγκροτήσει ένα μεγάλο συντηρητικό κόμμα, με βαθύτερες ρίζες στις ευρύτερες λαϊκές μάζες (σ. 445).
Νομικιστικό φύλλο συκής
Γιατί όμως το σχολιαζόμενο βιβλίο παρουσιάζει ξεχωριστό, συναρπαστικό θα έλεγα ενδιαφέρον για έναν νομικό και ειδικά για έναν δημοσιολόγο; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι οι ναζιστές, παρ’ ότι προσέφυγαν από την πρώτη στιγμή σε παραστρατιωτικές μεθόδους και στη χρήση της πιο ωμής βίας, εκμεταλλεύθηκαν όλα τα περιθώρια της νομιμότητας που αναγνώριζε στους γερμανούς πολίτες και στα πολιτικά κόμματα το σύνταγμα της Βαϊμάρης.
Κρύφτηκαν, με άλλα λόγια, πίσω από αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «νομικιστικό φύλλο συκής», σε ένα περιβάλλον εγκλωβισμένο σε μιαν άκρατη νομική τυπολατρία.
Βρίσκεται στην κατά Γκαίμπελς «ηλιθιότητα της δημοκρατίας». Όπως σημείωνε με απίστευτο κυνισμό το 1935 ο στενός συνεργάτης του Χίτλερ,
[έ]να από τα καλύτερα αστεία της δημοκρατίας παραμένει πάντα το γεγονός ότι πρόσφερε στους θανάσιμους εχθρούς της τα μέσα με τα οποία την κατέστρεψαν. Οι διωκόμενοι ηγέτες του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος έγιναν βουλευτές στο Κοινοβούλιο και έτσι απέκτησαν βουλευτική ασυλία, επιδόματα και δωρεάν ταξιδιωτικά εισιτήρια.
Ήταν έτσι προστατευμένοι από αστυνομική επέμβαση, τους επιτρεπόταν να λένε περισσότερα από τον απλό πολίτη και, εκτός αυτού, το κόστος της δραστηριότητάς τους πληρωνόταν από τον εχθρό τους. Μπορεί κάποιος να φτιάξει σπουδαίο κεφάλαιο από τη δημοκρατική ηλιθιότητα. Τα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος το κατάλαβαν αμέσως και άντλησαν τεράστια ικανοποίηση από αυτό. (σ. 451)
Δεν θα σχολιάσω βέβαια την ηθική αναλγησία που εκπέμπει αυτό το απόσπασμα. Γιατί μόνον οι αφελείς και οι αιώνιοι έφηβοι πιστεύουν ότι ηθική και πολιτική ταυτίζονται. Θα σταθώ, αντίθετα, στο μείζον δίλημμα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος κάθε φιλελεύθερος σε περίοδο κρίσης και το οποίο ο συγγραφέας αναδεικνύει πολύ γλαφυρά στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου:
όταν η δημοκρατία απειλείται, μήπως η στενή προσήλωση στο γράμμα του νόμου συνιστά ανεπίτρεπτη υποκρισία; Μήπως, απεναντίας, όταν οι συνθήκες είναι εξαιρετικές, θα πρέπει να αναζητείται η ουσία και όχι ο τύπος, να επιδιώκεται δηλαδή η πραγμάτωση του βαθύτερου νοήματος των συνταγματικών ρυθμίσεων, παρά ο επιφανειακός σεβασμός τους;
Όσα επακολούθησαν υποδεικνύουν βέβαια ποια απάντηση προσήκει στα ερωτήματα αυτά. Δίχως άλλο, για την αποτροπή του Ολοκαυτώματος και των φρικαλεοτήτων του πιο καταστρεπτικού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα τολμούσε σήμερα να ισχυρισθεί ότι ο Χίτλερ και τα πρωτοπαλίκαρά του δεν θα έπρεπε να διωχθούν αμείλικτα όσο ήταν ακόμη ανίσχυροι, και το κόμμα τους να απαγορευθεί όσο ήταν ακόμη περιθωριακό.
Όμως, το ερώτημα αυτό είναι προφανώς ρητορικό, γιατί όταν η δημοκρατία καλείται να τάμει σε τέτοιου είδους ζητήματα και να λάβει τις κρίσιμες εν προκειμένω αποφάσεις, δεν γνωρίζει βέβαια τι τέξεται η επιούσα.
Γνωρίζει, αντίθετα, ότι οι αποφάσεις αυτές, αν ληφθούν ασυλλόγιστα, ενδέχεται, αντί να αποδυναμώσουν τους εχθρούς της Δημοκρατίας, να τους ενισχύσουν, φέρνοντας το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, όπως ορθά υπενθυμίζει η καταχρηστική προσφυγή του προέδρου Φρήντριχ Έμπερτ στα αναγκαστικά διατάγματα του άρθρου 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης, τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας, προλείανε το έδαφος για την ακόμη καταχρηστικότερη έκδοσή τους, μετά το 1930, επί καγκελαρίας Μπρύνινγκ.
Αξίζει να θυμίσει κανείς το παράδειγμα του δικού μας «ιδιώνυμου»: την υιοθέτησή του, το 1929[8], διευκόλυνε το «καθεστωτικό» ψήφισμα που, με πρόταση του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, είχε υιοθετήσει η Εθνοσυνέλευση το 1924 για τη δίωξη των οπαδών της μοναρχίας[9], ενώ το ίδιο το «ιδιώνυμο» άνοιξε τον δρόμο για την υιοθέτηση πολύ αυταρχικότερων μέτρων, τα χρόνια που ακολούθησαν[10].
Είναι το αποτέλεσμα της θεωρίας της χιονοστιβάδας (slipperyslopeeffect), που τόσο συχνά έχει επικαλεσθεί το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο, για να παραμερίσει ως αντισυνταγματικά μέτρα εκ πρώτης όψεως καθ’ όλα εύλογα για την αποτροπή ακόμη και κραυγαλέων παραβιάσεων ατομικών δικαιωμάτων.
Η σχετική συζήτηση είναι βέβαια παλιά και από αυτές που, όσο υπάρχουν δημοκρατία και κράτος δικαίου και όσο αναγνωρίζονται τα δικαιώματα του ανθρώπου και ειδικά των μειονοτήτων, δεν πρόκειται να κλείσει. Η καταστροφική εμπειρία, ωστόσο, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης την εμπλούτισε δραματικά.
Για να αποτραπεί η επανάληψή της, δεν είναι τυχαίο ότι, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδρύθηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες Συνταγματικά Δικαστήρια, με αρμοδιότητα όχι μόνο να καταργούν αντισυνταγματικούς νόμους, αλλά και να απαγορεύουν εξτρεμιστικά κόμματα. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι το σημαντικότερο από αυτά είναι το γερμανικό.
Θα προχωρούσα όμως λίγο παραπέρα: αρκεί το θετικό δίκαιο, όσο έξυπνους θεσμούς και αν αυτό περιλαμβάνει, για να αποτραπεί το κακό; Ή μήπως, στη μεγάλη αντιπαράθεσή του με τους θιασώτες της ισχύος, το θετικό δίκαιο, χωρίς τον εμπλουτισμό του με κάποιες θεμελιώδεις δικαιοπολιτικές αξίες και χωρίς αποφασισμένους δικαστές, είναι καταδικασμένο να ηττάται;
Όπως ασφαλώς θα αντιληφθήκατε, αναφέρομαι σε μιαν άλλη πολύ γνωστή αντιπαράθεση, πάντοτε του γερμανικού Μεσοπολέμου, την οποία παραδόξως το σχολιαζόμενο βιβλίο παραβλέπει:
τη σύγκρουση Καρλ Σμιτ και Χανς Κέλσεν για τον Φύλακα του συντάγματος: στον μεν πρώτο, ο συγγραφέας αναφέρεται μόλις στη σελ. 371 του βιβλίου, για την ερμηνεία που έδωσε στον περίφημο «εξουσιοδοτικό νόμο» της 24ης Μαρτίου 1933, όταν βέβαια όλα είχαν κριθεί, και κάποιοι τυπολάτρες διατείνονταν ότι η εν λευκώ επιταγή που ο Χίτλερ είχε εκμαιεύσει από το Ράιχσταγκ δεν αφορούσε την κυβέρνηση γενικά, αλλά την υπό τη συγκεκριμένη σύνθεση κυβέρνηση που ο στρατάρχης Χίντερμπρουγκ είχε διορίσει στις 30 Ιανουαρίου 1933 υπό την προεδρία του Χίτλερ, στην οποία οι εκπρόσωποι του ναζιστικού κόμματος ήταν μόλις δύο.
Απεναντίας, τόσο ως δικηγόρος, όσο και ως θεωρητικός του Δικαίου και ειδικά του Συνταγματικού, ο καιροσκόπος αυτός νομικός είχε συμβάλει όσο λίγοι στην απαξίωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην άνοδο του ναζισμού:
αρκεί να θυμίσω, εκτός από τονΦύλακα του συντάγματος (1931) τα πολυσχολιασμένα έργα του Η δικτατορία, το 1921, Πολιτική θεολογία το 1922 και προ παντός την Έννοια του πολιτικού το 1927, με τη δήθεν θεμελιώδη διάκριση μεταξύ «εχθρού» και «φίλου», στην οποία νομοτελειακά υποτίθεται ότι στηρίζεται η πολιτική διαμάχη, για να αντιληφθεί κανείς πώς ο διάσημος αυτός νομικός δεν υπήρξε απλώς απολογητής του Führerprinzip, αλλά καλλιέργησε θεωρητικά όσο κανένας άλλος το έδαφος για την επικράτησή του στον συντηρητικό ούτως ή άλλο χώρο των γερμανών νομικών, δικηγόρων, δικαστών και πανεπιστημιακών[11].
Κάτι που διερωτώμαι πώς είναι δυνατό να λησμονούν όσοι σήμερα επικαλούνται τον Σμιτ, από το άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος, για να κατακεραυνώσουν την «αστική» δημοκρατία και τις αδυναμίες της[12].
Ως δικηγόρος εξάλλου, πρώτα ως συνήγορος των πρώην βασιλικών και πριγκιπικών οικογενειών, που οι περιουσίες τους είχαν κατασχεθεί το 1919 και, ύστερα, ως παραστάτης της κυβέρνησης Φον Πάπεν στην περίφημη δίκη του 1932 κατά της καθαίρεσης της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους της Πρωσίας, ο αδίστακτος αυτός θεράπων του Δικαίου υπερασπίσθηκε ενώπιον του Reichsgericht, του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, δηλαδή, ό,τι πιο αντιδραστικό υπήρχε, εν ονόματι της γερμανικής «καθαρότητας», την οποία «μόλυνε» τάχα η δημοκρατία. Αντίδικός του στις δίκες εκείνες ήταν ένας εξ ίσου διάσημος νομικός του Μεσοπολέμου, ο Αυστριακός Χανς Κέλσεν, η «καθαρή» θεωρία του οποίου για το Δίκαιο δεν είχε βέβαια την παραμικρή πιθανότητα να ανακόψει την επέλαση της προκλητικά εργαλειακής αντίληψης για το ίδιο αντικείμενο του αναίσχυντου θεωρητικού του αντιπάλου.
Η ευθύνη των νομικών
Το περιστατικό αυτό που, εν όψει της μεγάλης σημασίας του Δικαίου και της νομικής εν γένει επιστήμης στη Γερμανία, ίσως θα άξιζε να απασχολήσει λίγο περισσότερο τον συγγραφέα σε ένα τόσο εκτενές και φιλόδοξο βιβλίο αφιερωμένο στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το θύμισα για έναν επιπλέον λόγο: για να αναδείξω την ευθύνη μας ως νομικών –και μάλιστα ως Ελλήνων νομικών– στη δύσκολη ειδικά συγκυρία που διανύει η χώρα μας, μετά το ξέσπασμα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.
Τόσο οι τοποθετήσεις μας όσο, προ πάντων, οι σιωπές μας ενδέχεται να έχουν πολύ βαθύτερες συνέπειες απ’ ότι σε «ουδέτερες» εποχές. Χρειάζεται, συνεπώς, προσοχή και προπάντων εγρήγορση, καθώς, για τη δημοκρατία και το κράτος Δικαίου, τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δεν χαρίζεται.
Θα κλείσω, παραθέτοντας μια αποστροφή του διασημότερου ίσως πολιτικού φιλοσόφου του τέλους του περασμένου αιώνα, του Αμερικανού Τζον Ρωλς, την οποία έθεσα ως προμετωπίδα σε ένα μικρό βιβλίο που εξέδωσα πέρσι για την ελληνική κρίση και το αύριο της δημοκρατίας μας[13]. Προέρχεται από μια σειρά μαθημάτων που έδωσε το 2000 για την ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας, και αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης:
Ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους απέτυχε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης είναι ότι κανένα από τα κύρια ρεύματα ιδεών της Γερμανίας δεν ήταν έτοιμο να τo υπερασπισθεί […].
Ο συγγραφέας βέβαια του σχολιαζόμενου βιβλίου την υπερασπίσθηκε, αναδεικνύοντας όλα τα μεγάλα επιτεύγματά της, με πρώτο την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, σε μια χώρα που με βαριά καρδιά, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσπάθησε να περάσει στη συνταγματική νεωτερικότητα. Μήπως όμως, εκτός από τους ιστορικούς, τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα πρέπει να την υπερασπίζεται και κάθε πολέμιος του φτηνού λαϊκισμού, της εθνοκαπηλίας και της όποιας φυλετικής καθαρότητας, όποια επιστήμη και αν διακονεί;
[1] O τίτλος του αγγλικού πρωτότυπου είναι The Coming of the Third Reich, London, Penguin, 2003.
[2] Bλ. Ian Kershaw, Xίτλερ 1889-1936.Ύβρις, Αθήνα, Scripta, 2000, και Χίτλερ 1936-1945, Νέμεσις,Αθήνα, Scripta, 2002. Bλ. επίσης του ίδιου, Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η ‘τελική λύση’,Αθήνα, Πατάκης, 2011.
[3] Βλ. SaulFriedländer, Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι, Αθήνα, Πόλις, 2013.
[4] Βλ. JohannChapoutot, Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα, Αθήνα, Πόλις, 2012.
[5] Αθήνα, εκδ. Ι.Δ. Αρσενίδη, 1960.
[6] Βλ. Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη. Η ανάπηρη Δημοκρατία, 1918-1933, Αθήνα, Πόλις, 2012.Πρόκειται για το 7ο κεφάλαιο του βιβλίου του ίδιου συγγραφέαDerLangeWegnachWesten,München, Beck, 7η έκδ., 2010.
[7] London, Harper, 2013.
[8] Πρόκειται για τον ν. 4229/1929, που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου και στόχος του οποίου ήταν η δράση του ΚΚΕ. Βλ. Ν.Κ. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010, Αθήνα, Πόλις, 2011, σσ. 269 & επ., 280 & επ. (όπου και αποσπάσματα από τη σχετική συζήτηση στη Βουλή).
[9] Βλ. το ν.δ. της 23/4/1924.
[10] Βλ. Ν.Κ. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του…., όπ.π., σσ. 306 & επ.
[11] Για τον Καρλ Σμιτ, βλ. ειδικότερα Jan-WernerMüller, Ένας επικίνδυνος νους. Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό, Αθήνα, Πόλις, 2010, GopalBalakrishnan,TheEnemy. An Intellectual Portrait of Carl Schmitt, London, Verso, 2000 και ειδικά για τη μεγάλη διαμάχη του με τον Χ. Κέλσεν, David Dyzenhaus, Legality and Legitimacy. Carl Schmitt, Hans Kelsen and Herman Heller in Weimar, Oxford, Clarendon Press, 1997.
[12] Aναφέρομαι κυρίως στην άκριτη επίκληση του Καρλ Σμιτ από τους Τόνι Νέγκρι, Τζόρτζιο Αγκάμπεν και Σλαβόι Ζίζεκ.
[13] Βλ. Ποια δημοκρατία μετά την κρίση; Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους, Αθήνα, Πόλις, 2013.
*Έγραψε ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία 1821-1941(1981), Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974 -Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (1983), Κράτος και Ραδιοτηλεόραση – Η θεσμική διάσταση (1986), H συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων (1987), Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός (2001), Η βασιλική περιουσία στο Στρασβούργο(2003), Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010 (2011), Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;(2013).
πηγή: thebooks journal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου