http://rednotebook.gr/2014/11/koinotopia/?utm_content=buffer1dd7a&utm_medium=social&utm_source=twitter.com&utm_campaign=buffer
«Πρέπει να φασιστοποιηθούμε», δηλώνει σε τηλεοπτική συνέντευξή του ο αντιπρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιάννης Τζιφόπουλος, υπό το απογοητευμένο βλέμμα καταραμένων ποιητών που είχαν την ατυχία να αποτελούν την ταπετσαρία της εκπομπής.
Με την πράξη του αυτή παίρνει θέση σε ένα ήδη συγκροτημένο και συγκροτούμενο στρατόπεδο των φασιστών και των αντιφασιστών. Τι εννοεί, όμως, στην πραγματικότητα;
Ο κ. Τζιφόπουλος ανήκει σε εκείνη τη μερίδα προσώπων, δημοσίων και μη, που χωρίς να ασπάζονται απαραίτητα φασιστικά ιδεώδη (κατάλυση της δημοκρατίας, πολιτικές διώξεις, εθνοκαθάρσεις), βρίσκουν τον εαυτό τους σε μια «τάξη», η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο με έντονα κατασταλτικά μέσα, με «σφαλιάρες» όπως λέει ο ίδιος. Οι όροι φασισμός/εκφασισμός έχουν αποτελέσει τα τελευταία δύο χρόνια κενά σημαίνοντα, καθώς δυνητικά μπορεί να καταλάβουν μια πληθώρα πιθανών σημασιοδοτήσεων, ανάλογα με τα συγκείμενά τους.
Το βλέπει κανείς ιδίως στον καθημερινό λόγο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Την ίδια στιγμή, οι κατηγορίες περί φασισμού εκτοξεύονται από ανθρώπους τόσο αριστερά όσο και δεξιά του πολιτικού φάσματος, έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί από πράξεις κατ’ουσίαν νεοφασιστικών οργανώσεων ή με φασιστικές ρητορικές: ένα απλό scroll down στις ενημερώσεις των facebook/twitter αποκαλύπτει ότι ένα στα πέντε post αναφέρονται σε «φασίστες». Η χρήση και η έντονη πολεμική που τη συνοδεύει θυμίζουν αρκετά τη συζήτηση περί βίας, το Δεκέμβρη του 2008.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι η Κυβέρνηση ή μεγαλοδημοσιογράφοι που τοποθετούν επιτακτικά το ζήτημα, αλλά το αριστερό και αναρχικό/αυτόνομο/αντιεξουσιαστικό «στρατόπεδο» του αντιφασισμού.
Η περίοδος που διανύουμε αποτελεί μια ιδεοτυπική σχεδόν μορφή της διαδικασίας εμβάθυνσης σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία.
Προφανώς, για την εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου εξορθολογισμού από τις κοινωνικές ομάδες δεν αρκούν ικανοί ρήτορες και δεντράκια με κασκόλ. Χρειάζεται επίσης όση καταστολή είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση νέων πειθαρχιών και νέων αντιλήψεων περί ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.
Αν οι εκτιμήσεις αυτές είναι σωστές, τότε η νέα κοινωνική πραγματικότητα στην οποία αποβλέπουν οι ταγοί του νεοφιλελευθερισμού, δεν θα είναι υποχρεωτικά μια φασιστική κοινωνία, αλλά μια κοινωνία που δημιουργεί ανταγωνιστικά άτομα επιχειρηματίες εαυτού. Πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ήδη γίνει αντικείμενο ανάλυσης στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία.
Το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σύστημα διακυβέρνησης στοχεύει στρατηγικά στον αποκλεισμό τομέων όπως είναι η οικονομία από την πολιτική και την κρατική παρέμβαση, ανανοηματοδοτώντας την πολιτική και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χωρίς να είναι ολοκληρωτικό.
Φυσικά η τάση αυτή δεν μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον, καθώς η καλλιέργεια του κοινωνικού αυτοματισμού και του συντηρητισμού δημιουργεί προϋποθέσεις ηγεμονίας νεοφασιστικών ή ιδεών.
Η ταύτιση κάθε καταστολής με τον φασισμό καθιστά τον τελευταίο καθημερινή και μπανάλ υπόθεση, οδηγεί δηλαδή σε έναν πληθωριστικό αντιφασισμό, που με τη σειρά του μοιάζει να εξιδανικεύει την αστική δημοκρατία.
Εν προκειμένω, οι «ατυχείς» (;) δηλώσεις του αντιπρύτανη αποτελούν έξοχο δείγμα πώς σημειολογικά η καταστολή/βία και ο φασισμός γίνονται αδιαφοροποίητοι, εναλλασσόμενοι και εν τέλει σχετικοποιημένοι όροι, με την αναγωγή κάθε συντηρητικού αντανακλαστικού σε φασιστικό.
Η κατηγορία «φασίστας», εντασσόμενη στο καθημερινό λεξιλόγιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, γίνεται τετριμμένη, αποδαυναμώνεται και παράλληλα απενοχοποιεί την ίδια την κυριολεκτικά φασιστική πρακτική.
Αν είναι τόσο καθημερινό να είναι κανείς «φασίστας», γίνεται απλούστερο να γίνει κανονικά φασίστας (ως οπαδός της συγκεκριμένης ιδεολογίας και, δυνητικά, της Χ.Α).
Είναι πιστεύω προς όφελος της αριστεράς και του α/α/α χώρου να προστατεύουν τη δυναμικότητα των εννοιών, και να διακρίνουν τους επί μέρους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες όπου είναι δυνατό, αντί να τσουβαλιάζουν χάριν ευκολίας και «επαναστατισμού», κάτω από την ομπρέλα ενός φασισμού, οποιαδήποτε δράση εναντίον της κοινωνίας.
____________________
Διαβάστε σχετικά:
* Michel Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής: Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978 – 1979) (μτφρ: Βασίλης Πατσόγιαννης), εκδόσεις Πλέθρον, σελ. 374
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου